Κακά τα ψέμματα: πώς ζητάμε να μας εμπιστευθούν οι ευρωπαίοι εταίροι όταν για πέντε χρόνια είμαστε διχασμένοι και αναξιόπιστοι μεταξύ μας στην Ελλάδα και όλοι μαζί αναξιόπιστοι προς τους Ευρωπαίους; Από τη χρεοκοπία του 2010 μέχρι τώρα, η προσφιλής ενασχόληση των διαδοχικών κυβερνήσεων ήταν η κοροϊδία προς τους ξένους και φυσικά προς τον ελληνικό λαό που του αρέσει να ακούει παραμύθια και να επιβραβεύει τους παραμυθάδες. Την ίδια αγαπημένη ενασχόληση είχαν και οι εκάστοτε αντιπολιτεύσεις -και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό.

Ούτε για μια στιγμή δεν νιώσαμε την ανάγκη να κάνουμε κτήμα μας το πρόγραμμα για τη διάσωση της χώρας και την έξοδο από την κρίση. Είμαστε στον ενδέκατο χρόνο από τότε (2004) που διακηρύχθηκε η «επανίδρυση του κράτους» για να φορτωθεί τελικά το κράτος και άλλα ελλείμματα και χρέη. Η συνέχεια ήταν το «λεφτά υπάρχουν», για να εξαγγελθούν λίγο αργότερα η χρεοκοπία και η έλευση του πρώτου μνημονίου. Απέναντί της αυτή η εξέλιξη βρήκε τα «Ζάππεια» και τον αντιμνημονιακό κ. Σαμαρά που έγινε ο Πρωθυπουργός του δεύτερου μνημονίου. Απέναντί του κι αυτός, με τη σειρά του, -εκτός από τις αδυναμίες του και την τάση για «μισές δουλειές- ήρθε αντιμέτωπος με τον «άλλο δρόμο», τη μεγάλη υπόσχεση της «αντι-λιτότητας», την «αλλαγή του παγκόσμιου (τρομάρα μας) καπιταλισμού» και της «Γερμανοκρατούμενης Ευρώπης». Και αυτό το καταστροφικό παραμύθι έγινε κυβέρνηση. Και μετά από πέντε μήνες -κατά τη δήλωση του τελευταίου παραμυθά- την οδήγησε ένα βήμα πριν από την «ανατίναξη της χώρας». Που συνοδεύτηκε με ένα «έκανα λάθη». Τόσο απλά.

Στην Ελλάδα, η ανάγκη για εθνική συνεννόηση δεν είναι νέο ζητούμενο. Ωστόσο, παρά τις φωνές που κάποτε ακούγονται προς αυτήν την κατεύθυνση, η εθνική συννενόηση δεν εμπεδώνεται και δεν υλοποιείται. Παρότι η κρίση βαθαίνει, οι πολιτικές δυνάμεις δεν δείχνουν διάθεση να αποδεχτούν τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζεται η χώρα και -κυρίως- δεν θέλησαν ως τώρα να συνεννοηθούν και να υπάρξει Εθνικό Κυβερνητικό Σχήμα. Τέσσερα χρόνια μετά, ένα «αριστερό» μνημόνιο ίσως αποτελέσει την απαρχή μιας αναγκαίας εθνικής αυτογνωσίας. Ίσως, δηλαδή, μας βοηθήσει να καταλάβουμε επιτέλους ότι το πρόβλημα είναι δικό μας, ότι εμείς το δημιουργήσαμε και ότι εμείς οφείλουμε να βρούμε τη λύση και να συμπράξουμε στην εφαρμογή της.

Ακούω ξανά για κυβέρνηση ειδικού σκοπού λίγων μηνών και μετά πάλι εκλογές! Αυτό δείχνει ότι πάλι κάποιοι δεν βάζουν μυαλό μετά από τόσα που πάθαμε. Αν χρειαζόμαστε κάτι στο πολιτικό επίπεδο είναι μια κυβέρνηση που θα στηριχθεί από όλες τις δυνάμεις που πιστεύουν στην εθνική λύση μέσα στην Ευρώπη και που θα έχει μπροστά της χρόνο να εφαρμόσει αταλάντευτα ένα πρόγραμμα διάσωσης και ανόρθωσης της χώρας. Που δεν θα διστάσει να πάρει τις μεγάλες αποφάσεις και δεν θα υπολογίσει κανένα πολιτικό κόστος. Που θα καταστήσει το πολιτικό σύστημα και το κράτος διαφανή και παραγωγικά. Που θα αναγορεύσει την παραγωγή και την εργασία σε ύψιστη αξία και που θα οικοδομεί παράλληλα ένα κοινωνικό κράτος βασισμένο στον εθνικό πλούτο και όχι στα δανεικά. Και αφού ολοκληρωθεί αυτό το εθνικό έργο, ας προκηρύξουμε πάλι την πολιτική αντιπαράθεση που είναι και η ουσία της Δημοκρατίας. Αν είναι να πούμε τώρα το δικό μας ΟΧΙ, αυτό πρέπει να είναι ΟΧΙ στη συνέχιση της πολιτικής κερδοσκοπίας πάνω στα ερείπια της κοινωνίας και της χώρας