Το μεγάλο παγκόσμιο ενδιαφέρον για την ελληνική τραγωδία δεν αφορά μόνο τις διεθνείς οικονομικές επιπτώσεις. Αφορά το μέλλον της Ευρώπης, όχι μόνο ως προς τα γεωγραφικά της σύνορα ούτε ως προς το συμβολικό τραύμα –αν αποβληθεί η Ελλάδα. Γιατί υπάρχει κάτι βαθύτερο από το συμβολικό, κάτι απειλητικά διαρκές που αντιπροσωπεύει η ελληνική περίπτωση: τη δημοκρατία ως «αγώνα», όχι ως ισορροπία, αδιαφορία, παραίτηση. Τι λοιπόν μένει σήμερα από την εθνική κυριαρχία; Τι μένει από τη δημοκρατία; Τι μένει να διαχειρίζεται η δημοκρατία; Ποιες είναι οι πρακτικές που διαμορφώνουν την Ευρώπη; Ποια νομιμοποίηση έχουν όσοι χειρίζονται τις πρακτικές αυτές; Η δημοκρατία πάντα είχε να κάνει και με τη διαχείριση των πόρων και του χρήματος. Τώρα η δημοκρατία θεωρείται απειλή όταν επεμβαίνει για να ελέγξει τις χρηματοπιστωτικές διαδικασίες.
Το παγκόσμιο κοινό παρακολούθησε μια νεαρή κυβέρνηση (με τις αδυναμίες και τις απειρίες της αλλά και με την εντιμότητα και τον δημοκρατικό ενθουσιασμό της) που προσήλθε στην Ευρώπη με μια νέα λαϊκή εντολή. Μια κυβέρνηση η οποία τόλμησε να αμφισβητήσει προηγούμενες αποτυχημένες, καταστροφικές και αδιέξοδες συμφωνίες. Τι άλλο από μια μεγάλη συζήτηση θα έπρεπε να προκαλέσει αυτό το νέο μήνυμα στο Ευρωκοινοβούλιο, να εκφρασθούν όλες οι πλευρές ως προς τις επιδιώξεις της ευρωπαϊκής πολιτικής, τον χαρακτήρα των επεμβάσεων, την ανίχνευση των πολιτικών σύγκλισης; Πότε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έγινε μια μεγάλη προγραμματική συζήτηση για να αποτιμήσει το πρόγραμμα της δημοσιονομικής σταθερότητας της Ευρώπης και να χαράξει την πορεία του τα επόμενα χρόνια; Σε όσους ταυτίζουμε την Ευρώπη με την επίτευξη της μεταπολεμικής δημοκρατίας η τωρινή ελληνική περίπτωση μας δίνει μια αφορμή για να αναρωτηθούμε: Πόσο δημοκρατικά λειτουργεί η Ευρώπη;
Οι εκβιαστικές πολιτικές, οι παλινωδίες, οι δηλώσεις ακύρωσης του μηνύματος των εκλογών, οι μηχανορραφίες με τους έλληνες αρχηγούς της αντιπολίτευσης και πρόθυμους συνταγματολόγους να διχαστεί η κυβέρνηση ή να αντικασταθεί ο Πρωθυπουργός, η παγίδευση της διαπραγματευτικής ομάδας στη λογική των δανειστών και προπαντός η θηλιά ρευστότητας της οικονομίας η οποία ολοένα και έκλεινε ως την τελική προθεσμία, όλα αυτά πώς μας φαίνονται; Είναι δημοκρατία; Ποιο είναι το όνομα αυτού του καθεστώτος που όταν ένα κυρίαρχο κράτος αποφασίζει να συμβουλευτεί τον λαό του επί του πρακτέου τότε του κλείνεις τις τράπεζες, του σταματάς την οικονομία και του προκαλείς πανικό; Ο πανικός δεν είναι εκβιασμός ψήφου;
Πολλές φορές έχουν γίνει δημοψηφίσματα με άμεση βία στην Ελλάδα. Η βία του ψυχολογικού εκβιασμού με τις κλειστές τράπεζες, με τις επιχειρήσεις που έχουν σταματήσει να πληρώνουν, με τα μαγαζιά που ερήμωσαν, με τις εισαγωγές που σταμάτησαν, δεν έχει σημειωθεί άλλοτε. Πρόσθεσε σ’ αυτά και τη διαρκή λεκτική τρομοκράτηση από τα κανάλια, από τους ευρωπαίους ηγέτες που μπήκαν επικεφαλής της εκστρατείας για να ακυρώσουν κάθε απόπειρα έκφρασης της λαϊκής βούλησης ενός μικρού λαού της Ευρώπης. Πότε έχουν ξανασυμβεί αυτές οι αθλιότητες σωρευτικά;
Η διαμάχη για το δημοψήφισμα στην Ελλάδα τώρα είναι μια μάχη ερμηνείας. Είμαστε υπέρ ή κατά της πολιτικής λιτότητας που εφαρμόστηκε με καταστροφικές συνέπειες ως τώρα; Μετά από τόσα χρόνια λιτότητας θα ήταν αξιοθρήνητο ο λαός τούτος να επιστρέψει για να φιλήσει τα γόνατα του Σόιμπλε, να δηλώσει ταπεινά «ναι, καλά κάνατε και δεν μας συμβουλευτήκατε ως τώρα, εσείς γνωρίζετε το καλό μας καλύτερα από μας». Αλλά η μάχη της ερμηνείας θα πρέπει να κερδηθεί στο πεδίο της ερμηνείας. Δεν είναι ένα δημοψήφισμα για «Ναι» ή «Οχι» στο ευρώ. Η άποψη ότι χωρίς πρόγραμμα δεν υπάρχει ευρώ, άρα έξω στα αχαρτογράφητα νερά, είναι η ερμηνεία που ταυτίζει το κοινό νόμισμα και την πολιτική λιτότητας και το κοινό νόμισμα και την ίδια την Ευρώπη. Μοιάζει στη δομή των επιχειρημάτων των δικτατοριών: Αν δεν σας αρέσει η 21η Απριλίου, δεν σας αρέσει η Ελλάδα, να φύγετε, μας έλεγαν. Και επειδή μας άρεσε η Ελλάδα, γι’ αυτό αγωνιστήκαμε να φύγει η χούντα. Επειδή μας αρέσει η Ευρώπη –ποιος άραγε θα τολμούσε να αμφισβητήσει την ευρωπαϊκότητά μας -, για αυτό θέλουμε μια δημοκρατική Ευρώπη η οποία πορεύεται με εκλογές και δημοψηφίσματα, γι’ αυτό θέλουμε μια Ευρώπη που οι πολίτες της να έχουν λόγο. Ποιος ελέγχει το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης; Ποιος ελέγχει τη δικτατορία των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που με τη σειρά του ελέγχει το σύνολο του αίματος που κυκλοφορεί στις φλέβες της ευρωπαϊκής κοινωνίας;
Η Ελλάδα φέρνει ενώπιον της Ευρώπης αυτό το ζήτημα. Το «Οχι» είναι κάτω από τις δεδομένες συνθήκες πράξη παρρησίας αλλά κυρίως συνέπειας και αφοσίωσης στα δημοκρατικά πιστεύω και στον ρόλο των πολιτών. Θέλουμε να μείνουμε στην Ευρώπη αλλά θέλουμε δημοκρατία και ισηγορία στην Ευρώπη. Φυσικά όταν έχεις τις τράπεζες κλειστές και τον εκφοβισμό να μεταδίδεται με όλα τα μέσα, τότε η έκβαση δεν κρίνεται με επιχειρήματα. Κρίνεται με ωμή δύναμη.
Ετούτη η κρίση αφορά τη σχέση οικονομίας και θεσμών, καπιταλισμού και δημοκρατίας. Η δημοκρατική έκφραση περιορίζεται συνεχώς σε λιγότερο σημαντικές πλευρές, ενώ οι σημαντικότερες αποσπώνται από την πολιτική και ανεξαρτητοποιούνται, πράγμα που σημαίνει ότι οι επιλογές τους, η γραμμή των επιλογών θεωρείται πλέον αποδεκτή από όλους, αυταπόδεικτη, φυσική και ως η μόνη δυνατή. Πρόκειται για τη θεσμοποίηση της ΤΙΝΑ (there-is-no-alternative) και ταυτόχρονα της ad hoc αντιμετώπισης της μεταβολής των οικονομικών συγκυριών με παντοδύναμους αλλά «άτυπους» οργανισμούς όπως το Eurogroup. Και εδώ ταιριάζει να αναφερθούμε στους όρους ύπαρξης της πολιτικής και συνταγματικής τάξης μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας. Ποια είναι τα όρια της κυριαρχίας στις κοινωνίες του χρέους; Ποιον χαρακτήρα έχουν οι θεσμοί στα δίκτυα του χρέους όπου συναντώνται πιστωτές και χρεώστες, πολιτικοί και διαχειριστές της οικονομίας; Εδώ δεν έχουμε την τυπική συνάντηση του συνταγματικού δικαίου και του διεθνούς οικονομικού δικαίου αλλά κάτι βαθύτερο που αλλάζει και τα δύο. Εδώ λοιπόν προκαλείται ο μεγάλος πανικός από την καταφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Το ζήτημα της λαϊκής ετυμηγορίας φαίνεται τόσο διαφορετικό, ασύμβατο, απειλητικό προς τη λειτουργία του συστήματος ώστε είναι σχεδόν αδιανόητο. Γι’ αυτό να τολμήσουμε.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ