«Βλέπουμε το δημοψήφισμα ως μέρος της διαπραγματευτικής διαδικασίας, όχι ως υποκατάστατό της. Προσβλέπουμε έτσι σε μεγαλύτερη ευελιξία τις επόμενες ημέρες», υπογραμμίζει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και συντονιστής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας Ευκλείδης Τσακαλώτος σε δήλωση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα με τίτλο «Γιατί δεν υπήρξε συμφωνία ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους Θεσμούς;»
Το πλήρες κείμενο της δήλωσης έχει ως εξής:
«Οποιαδήποτε κατάρρευση διαπραγματεύσεων είναι απίθανο να έχει μία αιτία. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα όταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ελληνικής κυβέρνησης, διαπραγματευόμαστε με τρεις θεσμούς, οι οποίοι δεν συμφωνούν πάντα στις επιθυμητές λεπτομέρειες οποιασδήποτε συμφωνίας, για να μην μιλήσει κανείς για τα ευρύτερα στρατηγικά θέματα, όπως το θέμα του αν το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και χρειάζεται να επανεξετασθεί. Όλες οι πλευρές έχουν ισχυρισθεί ότι έδειξαν τη μέγιστη ευελιξία για να εξασφαλίσουν μια συμφωνία. Δυστυχώς αυτός είναι ένας ισχυρισμός που δεν μπορεί εύκολα να υποστηριχθεί σε ό,τι αφορά τη διαπραγματευτική στάση των θεσμών.
1) Δημοσιονομικοί στόχοι και δημοσιονομικά μέτρα
Η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε σε πολύ υφεσιακούς στόχους για δημοσιονομικά πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα όταν δει κάποιος το απωλεσθέν εισόδημα (25%) των πέντε τελευταίων ετών και το τεράστιο ποσοστό ανεργίας που αντιμετωπίζουμε. Στο πλαίσιο αυτό θα περίμενε κανείς από τους θεσμούς να είναι πολύ «ευέλικτοι» –η αγαπημένη τους λέξη– για το πώς θα επιτύχουμε αυτούς τους στόχους.
Αυτό ουδόλως συνέβη:
Επέμειναν ότι για το 2016 το δημοσιονομικό πακέτο πρέπει να περιλάβει 1% του ΑΕΠ από τον ΦΠΑ. Μας ειπώθηκε ότι η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση στο 23% θα «έκλεινε τη συμφωνία» — άλλη μια αγαπημένη τους έκφραση. Όμως την τελευταία ημέρα των διαπραγματεύσεων, οι θεσμοί άλλαξαν τη στάση τους. Μολονότι οι δύο πλευρές είχαν προηγουμένως συμφωνήσει στο τεχνικό επίπεδο για το τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι μια τέτοια αύξηση θα αποφέρει στα φορολογικά έσοδα, λένε τώρα πως τα ποσά βγαίνουν μόνο αν η εστίαση και τα ξενοδοχεία αυξηθούν στον υψηλότερο ΦΠΑ. Δεδομένου του αποτελέσματος που θα είχαν τέτοιες αλλαγές στον ελληνικό τουρισμό, ήταν λίγο παράξενο να ακούμε τους θεσμούς να ισχυρίζονται πως η ελληνική κυβέρνηση ήταν αυτή που πρότεινε μέτρα τα οποία θα έβλαπταν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Επέμειναν, και αυτό επίσης για το 2016, πως το δημοσιονομικό πακέτο πρέπει να περιλάβει 1% του ΑΕΠ από τις συντάξεις. Η ελληνική πλευρά κατέθεσε μια σοβαρή μεταρρυθμιστική πρόταση για τις συντάξεις, στην οποία περιλαμβάνονταν ρυθμίσεις για την πρόωρη συνταξιοδότηση και αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης. Προτείναμε επίσης να αρχίσουμε μια σοβαρή μελέτη εμπειρογνωμόνων στο ασφαλιστικό η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε προτάσεις για νέες μεταρρυθμίσεις που θα εφαρμόζονταν μόλις η οικονομία ανέκαμπτε και η ανεργία άρχιζε να πέφτει. Όμως όταν επιμένεις σε 1% του ΑΕΠ από τις συντάξεις για το 2016, επιμένεις για μειώσεις συντάξεων και όχι για μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Επέμειναν ότι στο δημοσιονομικό πακέτο δεν θα μπορούσαν να περιληφθούν διοικητικά μέτρα για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό. Υπάρχει ασφαλώς το επιχείρημα ότι τα διοικητικά μέτρα, όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής, χρειάζονται χρόνο για να καρποφορήσουν. Όμως είναι άλλο θέμα το να μην επιτρέπεις να περιληφθεί στο προτεινόμενο δημοσιονομικό πακέτο κανένα έσοδο από τέτοια μέτρα. Και αυτό είναι ακόμη πιο παράξενο στην περίπτωση αυτής της κυβέρνησης που πήγε στις εκλογές με ένα πρόγραμμα κατά τις διαφθοράς και κατά της φοροδιαφυγής.
Ήταν απρόθυμοι να δεχθούν μέτρα για τα οποία θα πλήρωναν οι ελίτ και οι πλουσιότεροι τομείς της κοινωνίας, ισχυριζόμενοι ότι αυτό είναι αντιαναπτυξιακό. Έτσι δεν δέχθηκαν τον εφάπαξ φόρο στα κέρδη των εταιρειών εκείνων που τα κέρδη τους υπερβαίνουν τις 500.000 ευρώ, ενώ ταυτόχρονα πρότειναν όλες οι επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, να προπληρώσουν 100% των φόρων τους για το επόμενο έτος. Για λόγους που οι θεσμοί γνωρίζουν καλύτερα, αυτό το τελευταίο φαίνεται πως κρίθηκε αναπτυξιακό.
Επέμειναν ότι η μισθολογική αποσυμπίεση στον δημόσιο τομέα, κάτι που δεν είναι απαραίτητα από μόνο του κακή κίνηση, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί προς αμφότερες τις κατευθύνσεις. Αυτό σημαίνει πως οι μισθοί των φτωχότερων εργαζομένων του δημόσιου τομέα θα έπρεπε να συνεχίσουν να περικόπτονται.
2) Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις
Οι θεσμοί ουδέποτε δέχθηκαν ότι στο πνεύμα της απόφασης του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να προτείνει κάποιες τουλάχιστον μεταρρυθμίσεις βασισμένες σε μια διαφορετική λογική. Διότι επέμειναν να επεκταθεί ο κατάλογος των ιδιωτικοποιήσεων και οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίσουν πραγματικές μισθολογικές περικοπές, καθώς θα έπρεπε να αυξήσουν τις εισφορές τους για την κοινωνική ασφάλιση και την υγεία.
Επιπλέον:
Ουδέποτε δέχθηκαν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε, σε συνεργασία με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), να εισαγάγει ένα σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, κάτι που υπάρχει ήδη στις περισσότερες από τις οικονομίες των εταίρων μας. Για εμάς ένα τέτοιο σύστημα μπορεί να συμβάλει σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, στο οποίο οι εταιρείες επιτυγχάνουν μέσω της καινοτομίας και της έρευνας για νέες αγορές, παρά στη βάση των χαμηλών μισθών και των κακών εργασιακών σχέσεων. Η καθυστέρηση αυτής της μεταρρύθμισης απλώς επιτρέπει σε εταιρείες να συνεχίσουν να απολύουν εργαζομένους των 700 ευρώ τον μήνα και να τους αντικαθιστούν με άλλους με 500 ευρώ το μήνα. Δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί αυτό προσέγγιση η οποία εξασφαλίζει μια σφύζουσα νέα οικονομία.
Ουδέποτε δέχθηκαν ότι η ελληνική κυβέρνηση, αυτή τη φορά σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ, θα μπορούσε να ορίσει μια νέα μεταρρυθμιστική ατζέντα για τις αγορές προϊόντων διαφορετική από αυτή των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αντίθετα επέμειναν ότι η απελευθέρωση των φαρμακείων και των αρτοποιείων έχει με κάποιο τρόπο κρίσιμη σημασία για την αντιμετώπιση της έλλειψης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Εμείς, από την άλλη πλευρά, επιχειρηματολογήσαμε ότι θα πρέπει να πιάσουμε το μεγάλο ψάρι πρώτα· δηλαδή να αρχίσουμε με τα σημαντικά καρτέλ σε ορισμένες βιομηχανίες, τις προμήθειες του δημοσίου και τα μέτρα κατά τις διαφθοράς. Επιχειρηματολογήσαμε περαιτέρω ότι η σωστή ακολουθία των μεταρρυθμίσεων στην πλευρά της προσφοράς έχει κρίσιμη σημασία για την επιτυχία τους και ότι ο ΟΟΣΑ συμφώνησε μαζί μας πως, στο παρελθόν, μια αποτυχία στην ακολουθία αυτή ήταν εν μέρει υπεύθυνη για τις αποτυχίες των πολιτικών των διαρθρωτικών προσαρμογών στην Ελλάδα.
3) Χρηματοδότηση
Η χρηματοδότηση οποιασδήποτε παράτασης του προγράμματος σχεδιάσθηκε να συνεχισθεί πάνω στο παλιό μοντέλο: μεταρρύθμιση-εκταμίευση-πληρωμή, με πολλαπλές αξιολογήσεις η μια μετά την άλλη. Αυτές οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις θα βασίζονταν σε εκταμιεύσεις από το ΔΝΤ, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να θεωρούνται δεδομένες. Επιπλέον δεν θα αντιμετώπιζαν το θέμα των ληξιπρόθεσμων, τις καθυστερημένες πληρωμές προς τους πολίτες μας, και θα παρείχαν ελάχιστους προστατευτικούς μηχανισμούς για απρόβλεπτα γεγονότα. Το παραπάνω δεν θα προσέφερε το δημοσιονομικό χώρο για να μπορέσει η κυβέρνηση να συγκεντρώσει την προσοχή της στη φιλόδοξη μεταρρυθμιστική ατζέντα της. Επιπλέον, σε σχέση με το πρόβλημα του χρέους, μας προσφέρθηκε μια ελαφρώς βελτιωμένη εκδοχή της υπόσχεσης του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 ότι το θέμα του χρέους θα επανεξετασθεί μετά το καλοκαίρι. Η φτωχή πρόταση να αλλάξει το γεμάτο κραδασμούς χρέος της ΕΚΤ σε χρέος προς τον ESM με λιγότερους κραδασμούς και πιο μακροπρόθεσμο, χωρίς παροχή άλλου χρήματος για την ίδια την ελληνική κυβέρνηση, ουδέποτε εξετάσθηκε σοβαρά.
Συμπέρασμα
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η πρόταση των θεσμών θα παραμέριζε μια και καλή το ζήτημα του Grexit. Απλώς θα το ανέβαλε μέχρι τη στιγμή που θα γινόταν διαπραγμάτευση για ένα νέο πρόγραμμα και το χρέος. Στο πλαίσιο αυτό είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η περιορισμένη ζήτηση στην Ελλάδα θα απελευθερωνόταν: ότι οι καταναλωτές θα αύξαναν την κατανάλωσή τους· ότι οι πολίτες θα επέστρεφαν τα χρήματά τους, από το εξωτερικό ή από κάτω από το στρώμα, πίσω στις ελληνικές τράπεζες· ότι οι επενδυτές θα επένδυαν. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς, με άλλα λόγια, ότι η οικονομία θα ανέκαμπτε, ότι θα ήμασταν ικανοί να κρατήσουμε τις υποσχέσεις μας για δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Τι λοιπόν σκέπτεται η ελληνική κυβέρνηση για την προτεινόμενη ευελιξία των Θεσμών; Θα ήταν μια θαυμάσια ιδέα. Βλέπουμε το δημοψήφισμα ως μέρος της διαπραγματευτικής διαδικασίας, όχι ως υποκατάστατό της. Προσβλέπουμε έτσι σε μεγαλύτερη ευελιξία τις επόμενες ημέρες».