Ο Ζαν-Ζορζ Φονγκερίχτεν έφτασε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 28 ετών, το 1985. Σε μια πόλη πεινασμένη για ανανέωση στην κουλτούρα του φαγητού, ο αλσατός σεφ δημιούργησε το «JoJo», έφερε μια αίσθηση «οικονομικά βατής καλαισθησίας», έκανε έδρα του τον Πύργο Τραμπ και σήμερα βλέπει καθημερινά εκπροσώπους του διεθνούς τζετ σετ να διαγκωνίζονται για ένα τραπέζι στα εστιατόριά του σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Λας Βέγκας, Παρίσι και Σανγκάη. Στη δική του κουζίνα στο νησάκι Σεν Μπαρτς της Καραϊβικής συναντήθηκαν για πρώτη φορά την παραμονή της έλευσης του 2015 ο Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ της περιουσίας των 10 δοσ. δολαρίων και της ιδιοκτησίας του Σκορπιού με τον διακεκριμένο σύμβουλο τέχνης Σάντι Χέλερ, προσωπικό συνεργάτη του δισεκατομμυριούχου συλλέκτη Στίβεν Κοέν. Επειτα από συστάσεις τρίτων, ο Ριμπολόβλεφ και ο Χέλερ άρχισαν να μιλούν για το κοινό τους πάθος. Η συζήτηση έφτασε στην πολύκροτη πώληση ενός πίνακα του Αμεντέο Μοντιλιάνι («Γυμνό σε κρεβάτι με γαλάζιο μαξιλάρι») από τον Κοέν σε έναν άγνωστο αγοραστή το 2012. Από περιέργεια, ο Ριμπολόβλεφ ζήτησε να μάθει το τίμημα που εισέπραξε ο αντισυμβαλλόμενος. Με την άδεια του Κοέν, ο Χέλερ αποκάλυψε το ποσό των 93,5 εκατ. ευρώ. Το πρόβλημα ήταν ότι με τη σειρά του ο Ριμπολόβλεφ αποκάλυψε ότι ο ίδιος ήταν ο αγοραστής –και πως είχε πληρώσει 118 εκατ. ευρώ. Ακολούθησαν άλλοι πίνακες και άλλοι αριθμοί για τους οποίους ο ανήσυχος πλέον ολιγάρχης ζήτησε την επαγγελματική γνώμη του Χέλερ. Οταν όλες οι τιμές αποδείχθηκαν φουσκωμένες, ο ρώσος ιδιοκτήτης της Μονακό πείστηκε ότι κάτι σάπιο υπήρχε στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Δύο εβδομάδες αργότερα θα υπέβαλλε στις αρχές του πριγκιπάτου καταγγελία κατά του δικού του συμβούλου επί ζητημάτων έργων τέχνης, Ιβ Μπουβιέ. Και δύο μήνες μετά ο Μπουβιέ θα συλλαμβανόταν με την κατηγορία της απάτης στο πολυτελές δώμα του Ριμπολόβλεφ στο Μόντε Κάρλο, ενώ περίμενε να συναντηθούν προκειμένου να ρυθμίσουν την καταβολή της τελευταίας δόσης για έναν από τους διασημότερους πίνακες του Μαρκ Ρόθκο που ο πελάτης του είχε αποκτήσει τον Αύγουστο του 2014 αντί 140 εκατ. ευρώ. Από τότε μέχρι σήμερα η διένεξη Μπουβιέ και Ριμπολόβλεφ πήρε τεράστιες διαστάσεις καθώς απειλεί να φέρει στο φως της δημοσιότητας ανεπιθύμητες λεπτομέρειες για τα παρασκήνια της αγοράς έργων τέχνης, το χρηματιστήριο αξιών των επικερδών ζωγράφων και τη σκιώδη γειτονιά των λεγόμενων «ιδιωτικών πωλήσεων».
Η σχέση του 52χρονου Ιβ Μπουβιέ, ειδικευμένου στη μεταφορά και την αποθήκευση έργων τέχνης και, διακριτικά, μεσάζοντα και εμπόρου τους, με τον 49χρονο επιχειρηματία Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ χρονολογείται από τα τέλη του 2003. Ο Ελβετός από τη Γενεύη είχε ήδη μετατρέψει την οικογενειακή εταιρεία Natural Le Coultre από μεταφορική επίπλων σε πρωτοποριακή επιχείρηση διευκολύνσεων στον χώρο των έργων τέχνης. Ο ρώσος πρώην καρδιολόγος και νυν ολιγάρχης παραγωγής ποτάσας σκεπτόταν να επενδύσει σε έναν πίνακα του διάσημου μοντερνιστή ζωγράφου Μαρκ Σαγκάλ. Συναντήθηκαν ακριβώς μπροστά από το κοινό αντικείμενο του ενδιαφέροντός τους, αντάλλαξαν απόψεις και αργότερα ο Μπουβιέ επικοινώνησε με τον Ριμπολόβλεφ για να του προσφέρει τις υπηρεσίες του. «Εμπιστευτικά», όπως δήλωνε στις 28 Απριλίου ο δικηγόρος του στο περιοδικό «Bloomberg Markets», του επισήμανε ότι «θα μπορούσε να πετύχει καλύτερες τιμές, αν δεν γινόταν γνωστό ότι η απόκτηση αφορούσε τον οργανισμό που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα ενός ρώσου δισεκατομμυριούχου». Αυτή ήταν η αρχή μιας ωραίας συνεργασίας: μέσα στην επόμενη δεκαετία ο Μπουβιέ θα μεσολαβούσε για την αγορά 40 πινάκων αξίας περίπου 1,8 δισ., ευρώ, έργων των Γκογκέν, Ματίς, Ροντέν, Πικάσο, Τουλούζ-Λοτρέκ, Κλιμτ, Μαγκρίτ. Από το 2012 ως το 2014, μάλιστα, θα έφερνε στα χέρια του Ριμπολόβλεφ τρία από τα ακριβότερα αριστουργήματα όλων των εποχών –κατά σειρά το «Γυμνό» του Μοντιλιάνι, τον νεοανακαλυφθέντα «Salvator Mundi» του Λεονάρντο ντα Βίντσι και το «Αρ. 6, Βιολετί, Πράσινο και Κόκκινο» του Μαρκ Ρόθκο αντί 118, 127,5 και 140 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα.
Οταν βέβαια λέμε ότι ο Ριμπολόβλεφ «αγοράζει έργα τέχνης», τεχνικά είμαστε άκρως ανακριβείς. Σύμφωνα με την καταγγελία του κατά του Μπουβιέ, από το 2010 οι συγκεκριμένες επενδύσεις γίνονται από την Accent Delight International, μια εταιρεία με έδρα τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους της Καραϊβικής, η οποία με τη σειρά της ανήκει σε ένα κυπριακό καταπίστευμα που εκείνος έχει δημιουργήσει προς όφελος της κόρης του, Εκατερίνα, και άλλων ευγενών σκοπών. Ο ίδιος ο Ριμπολόβλεφ δεν εμφανίζεται παρά ως «σύμβουλος τέχνης» του ιδρύματος. Παρόμοιου χαρακτήρα συναλλαγές γίνονται φυσικά με γνώμονα τον μεγάλο μπαμπούλα των απανταχού πλουσίων διαχρονικά –τη φορολογία. Κάτι που τεκμαίρεται άλλωστε από την αγαστή συνεργασία με τον Μπουβιέ. Ο ελβετός έμπορος έργων τέχνης δεν οφείλει τη φήμη του μόνο στους λεπτούς χειρισμούς με τους οποίους διεκπεραιώνει τις αγοραπωλησίες του, αλλά και σε άλλες εξαιρετικά χρήσιμες δραστηριότητες. Για παράδειγμα, κατευθύνει τους πελάτες του στη χρήση ενός δικτύου των επονομαζόμενων «ελεύθερων λιμανιών» (freeports) όπου πίνακες, γλυπτά, αντίκες ή οτιδήποτε πολύτιμο αποθηκεύεται αφορολόγητα. Με το αζημίωτο, εννοείται, εφόσον ο Μπουβιέ διαθέτει μερίδια σε δικές του «τελωνειακές αποθήκες». Για τους κοινούς θνητούς όλες αυτές οι διευθετήσεις μπορεί να μοιάζουν ήδη ύποπτα περίπλοκες. Το ίδιο όμως αισθάνονται και οι γνώστες του πεδίου –ο πολύς Νουριέλ Ρουμπινί, ας πούμε, συλλέκτης έργων τέχνης εκτός από κορυφαίος οικονομολόγος και διεθνής Κασσάνδρα, έγραφε τον Φεβρουάριο στο μπλογκ του ότι «στην αγορά έργων τέχνης εμφανίζεται μια σειρά σοβαρών διαστρεβλώσεων που υποδηλώνουν ότι υφίστανται σκοτεινές συμπεριφορές. Η αδιαφάνεια των τιμών οδηγεί σε εκ των έσω πληροφόρηση η οποία καθιστά τις αδιαφανείς αγοραπωλησίες πολύ πιθανές». Η πρόταση του κειμένου ήταν να εισαχθούν ρυθμιστικοί κανόνες, αλλά αυτό ακούγεται πολύ περισσότερο ως ευχολόγιο παρά ως ρεαλιστική απάντηση στον παραπάνω κυκεώνα.
Πάρτε για παράδειγμα την έννοια των freeports. Ιστορικά, επρόκειτο για ενδιάμεσους σταθμούς προϊόντων, διευκολύνσεις προσωρινής αποθήκευσης σε περιοχές ελεύθερες δασμών, προτού η αποστολή φτάσει στον τελικό προορισμό της, όπου και αποδίδονταν οι οφειλόμενοι φόροι. Η φύλαξη γινόταν σε εγκαταστάσεις γνωστές ως «bonded warehouses» ή «bonds», πανομοιότυπο όρο με αυτόν που δηλώνει τα ομόλογα, κάτι που υποδεικνύει και ένα μέρος της λειτουργίας τους. Η Natural Le Coultre, ας πούμε, η εταιρεία του Μπουβιέ, νοικιάζει χώρο από το «ελεύθερο λιμάνι» της Γενεύης, το οποίο λειτουργεί από το 1890 με βασικό μέτοχο (86% της κυριότητας) το ομώνυμο ελβετικό καντόνι. Σύμφωνα με το «Forbes», αντί των πάλαι ποτέ παραδοσιακών προϊόντων, όπως σιτάρι, καπνό και κρασί, σήμερα στα freeports της Γενεύης φυλάσσονται έργα τέχνης αξίας 100 δισ. δολαρίων διασφαλισμένα σε αυτό το limbo της ύπαρξής τους από οποιαδήποτε φορολόγηση. Η ιδέα της μαζικής χρήσης τους για τον συγκεκριμένο σκοπό ανήκει στον Μπουβιέ και η απογείωσή της συμπίπτει, όπως παραδέχθηκε στο «Bloomberg Markets» με την ύφεση: «Οταν οι τράπεζες έχασαν τα πάντα, επικράτησε η αίσθηση ότι θα έπρεπε κανείς να πολλαπλασιάσει τις επιλογές του, να κινηθεί προς την αγορά της ακίνητης περιουσίας και της τέχνης. Η αναζήτηση χώρου αποθήκευσης έργων τέχνης αυξήθηκε κατακόρυφα. Εμείς γίναμε το επίκεντρο».
Πράγµατι, το 2010 ο Μπουβιέ άνοιξε το δεύτερο «υποκατάστημά» του, εντός των ορίων του αεροδρομίου Τσάνγκι στη Σιγκαπούρη. Από τα 30.000 τετραγωνικά μέτρα του χώρου του διόλου τυχαία έσπευσε να νοικιάσει έναν όροφο ο οίκος δημοπρασιών Christie’s προτού σπάνια κρασιά, κοσμήματα, πίνακες και συλλεκτικά αυτοκίνητα καταφθάσουν για να κλειδαμπαρωθούν μέσα του. Ακολούθησε τον Σεπτέμβριο του 2014 ένα τρίτο freeport, στο Λουξεμβούργο αυτή τη φορά, το οποίο, σύμφωνα με το «Bloomberg Markets», στοίχισε 52 εκατ. ευρώ, ανήκει κατά 60% στον Μπουβιέ και έχει τη δυνατότητα να στεγάσει, μεταξύ άλλων, ως και 750.000 φιάλες κρασιού –αν υπάρχει τόση ποσότητα συλλεκτικού οίνου στον πλανήτη.
Καθώς οι περισσότερες από τις παραπάνω περιουσίες αποκτώνται μέσω «ιδιωτικών πωλήσεων», διαδικασία χωρίς πλειοδοσίες, παρέμβαση διεθνών οίκων ή επίσημη καταγραφή, η μόνη διαφάνεια ενός τέτοιου καθεστώτος αφορά τις προθήκες των ιδιωτικών αιθουσών εκθέσεων των freeports όπου πίνακες αριστουργηματικού χαρακτήρα στοκάρονται από ιδιοκτήτες ή θαυμάζονται από επίδοξους αγοραστές. «Πρόκειται για μια αγορά 60 δισ. δολαρίων για την οποία κανείς δεν γνωρίζει τις πραγματικές τιμές, την πραγματική ιδιοκτησία, τους πραγματικούς αγοραστές ή πωλητές» έλεγε στους «New York Times» τον περασμένο Απρίλιο ο Στιβ Τόμας, επικεφαλής του τμήματος έργων τέχνης του δικηγορικού γραφείου Αϊρελ και Μανέλα, το οποίο συχνά εκπροσωπεί εύπορους συλλέκτες σε νομικές διαμάχες. Ιδιωτικές πωλήσεις με συμφωνίες κυρίων, μεσάζοντες, αντισυμβαλλόμενους υπεράκτιες εταιρείες και κληροδοτήματα, φύλαξη σε μια φορολογική no man’s land και διαχείριση από μυστικοσυμβούλους δεν μπορούν παρά να βγαίνουν από τα όρια του νόμου ή τους κανόνες της αγοράς. Τι μπορούσε, εκτός από τη συνείδησή του, ίσως, να εμποδίσει, για παράδειγμα, τον γερμανό σύμβουλο τέχνης Χέλγκε Αχενμπαχ, ο οποίος πρόσφατα καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης έξι ετών, από το να παρουσιάσει φουσκωμένους λογαριασμούς στην οικογένεια Αλμπρεχτ; Αλλά και ο Ιβ Μπουβιέ κάθε άλλο παρά άμεμπτο παρελθόν έχει: το 2004 φέρεται να έπεισε μαζί με άλλους την ηλικιωμένη καναδή συλλέκτρια Λορέτ Τζολς να πουλήσει αντί 1 εκατ. δολαρίων έναν πίνακα του ζωγράφου Τσαΐμ Σουτίν. Λίγους μήνες αργότερα το ίδιο έργο βρήκε τον δρόμο του προς την Εθνική Πινακοθήκη των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον με διπλάσιο τίμημα, ενώ ο Μπουβιέ είχε παράλληλα εμπλακεί σε μια προσπάθεια απόκρυψης της αληθινής του κυριότητας, σύμφωνα με τη μήνυση που υπέβαλαν οι κληρονόμοι της Τζολς το 2008.
Εξι χρόνια μετά, το 2014, η αξία των παγκόσμιων πωλήσεων έργων τέχνης ανήλθε στα 51,2 δισ. ευρώ, ποσό-ρεκόρ όλων των εποχών. Τα 140 εκατ. ευρώ της διαμάχης Ριμπολόβλεφ – Μπουβιέ είναι ένα μικρό μόνο μέρος της, αναδεικνύει όμως τα αντικρουόμενα συμφέροντα συλλεκτών, εμπόρων έργων τέχνης και μεσαζόντων. Δικαστήριο της Σιγκαπούρης έχει επιβάλει τη δικαστική επιμελητεία του «Αρ. 6» έως ότου λυθεί νομικά το ζήτημα. Ο Μπουβιέ, ελεύθερος έπειτα από την καταβολή εγγύησης 10 εκατ. ευρώ, καταγγέλλει στο «Bloomberg Markets» ότι δεν υπήρξε ποτέ σύμβουλος του Ριμπολόβλεφ, μόνο πωλητής, στους «New York Times» ότι τον έχει συναντήσει μόλις πέντε φορές σε μια δεκαετία γνωριμίας, ξανά στο «Bloomberg» ότι η ιδέα πως θα μπορούσε να εξαπατήσει τον ολιγάρχη είναι γελοία: «Πώς θα ήταν δυνατόν ένας Ρώσος που έγινε δισεκατομμυριούχος, που πέτυχε όσα πέτυχε και που είναι προφανώς τόσο έξυπνος, να ξεγελαστεί από εμένα;». Ο Ριμπολόβλεφ απαντά στη ρητορική ερώτηση πρακτικά, αρνούμενος να πληρώσει τα περίπου 40 εκατ. ευρώ της τελευταίας δόσης. Οι δικηγόροι της πρώην συζύγου του, Ελενας Ριμπολόβλεβα, στην οποία τον Μάιο του 2014 δικαστήριο της Γενεύης επιδίκασε 4,3 δισ. ευρώ ως διακανονισμό του διαζυγίου τους, υποστηρίζουν ότι το όλο ζήτημα αποτελεί απόπειρα του Ριμπολόβλεφ να κάνει αποδεκτό νομικά ότι η συνολική αξία της συλλογής του είναι υπερτιμημένη, ώστε να μειωθεί το οφειλόμενο ποσό. Ανεξάρτητα από την ισχύ των παραπάνω, το βέβαιο είναι ότι όσο το διεθνές χρηματιστήριο της τέχνης θα διέπεται από αδιαφανή κριτήρια δύσκολα θα υπάρξει ικανός αντίλογος στην τελική κυνική δήλωση του Ιβ Μπουβιέ: «Ασχετα με την τιμή (ο Ριμπολόβλεφ) ήθελε τον πίνακα και ήταν έτοιμος να πληρώσει το συμφωνημένο τίμημα. Αυτός ο Ρόθκο είναι ο ωραιότερος πίνακας στον κόσμο. Ολοι θέλουν να τον αγοράσουν». Είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης, τίποτε άλλο.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Ιουνίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ