Βερολίνο
Είχε εύκολο παιχνίδι. Το βράδυ της Δευτέρας, ο Γιάννης Βαρουφάκης, προσκεκλημένος από το οικονομικό ίδρυμα «Hans Böckler Stiftung», μίλησε μπροστά σε «δικό» του κοινό στο Βερολίνο. Η ομιλία του σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην αίθουσα Französischer Dom, διακοπτόταν συνεχώς από χειροκροτήματα – αποδοκιμασίες ούτε για δείγμα. Και αυτό ήταν πραγματικό βάλσαμο για τα μαρτύρια στα οποία τον υπέβαλλαν την ίδια ώρα τα μέσα ενημέρωσης (μεταξύ των οποίων και πολλά σοβαρά, όπως το «Spiegel» και η «Süddeutsche Zeitung») που από την μια ποπ-σταρ της πολιτικής τον ανέβαζαν, από την άλλη «καμένο» πολιτικό χαρτί τον κατέβαζαν.
Αλλά και ο ίδιος δεν παρέλειψε να δώσει μια μαρτυρική νότα στην δραστηριότητά του, πότε εξιστορώντας τις δυσκολίες που έχει με τους συναδέλφους του υπουργούς οικονομικών στο Εurogroup, οι οποίοι αποδέχονται στα «κρυφά» τη λογική της οικονομικής επιχειρηματολογίας του, απορρίπτουν όμως για πολιτικούς λόγους την εφαρμογή της, και πότε κάνοντας προς τους δανειστές εκκλήσεις του τύπου: «Επιτρέψτε μας να κάνουμε μεταρρυθμίσεις», που παραπέμπουν στο καθεστώς οικονομικού προτεκτοράτου, στο οποίο έχει περιέλθει η Ελλάδα.
Ο κ.Βαρουφάκης είχε και «εύκολους» συνομιλητές – ανάμεσά τους ο πρόεδρος των γερμανικών συνδικάτων Ράινερ Χόφμαν, ο πράσινος αντιπρόεδρος της επιτροπής οικονομικών υποθέσεων της γερμανικής Βουλής Γκέρχαρτ Σικ και ο διευθυντής του ινστιτούτου οικονομικών ερευνών των εργοδοτών στο Ντίσελντορφ Μίχαελ Χίτερ – στη συζήτηση που επακολούθησε της ωριαίας σχεδόν διάλεξής του. Οι τελευταίοι περιορίστηκαν σε «κριτικές» παρατηρήσεις για ορισμένα κακώς κείμενα στην Ελλάδα, καθώς και σε ερωτήσεις, που εύκολα απάντησε ο έλληνας υπουργός. Ακόμα και ο κ.Χίτερ, που ασκεί συνήθως αυστηρή κριτική στην πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, δεν έδειχνε ιδιαίτερη διάθεση για «κόντρες».
Επόμενο έτσι την παράσταση να κλέψει ένας «άουτσάιντερ», o χριστιανοδημοκράτης βουλευτής Κλάους Πέτερ Βιλς, ο μοναδικός ίσως βουλευτής του κόμματός που ψηφίζει με συνέπεια από το 2010 εναντίον των προγραμμτάτων βοήθειας για την Ελλάδα και ζητά την έξωση της χώρας από την ευρωζώνη. Παίρνοντας αφορμή την πρόταση του κ.Βαρουφάκη, να γίνει μεταφορά των ελληνικών χρεών στο ευρωπαϊκό ταμείο στήριξης EMS, στο οποίο, ως γνωστό, συμμετέχει με 27% η Γερμανία, ο κ.Βίλς έθεσε ένα όντως καυτό ερώτημα: «Πως θα εξηγήσω πάλι στους ψηφοφόρους μου, ότι ζητάτε να αναλάβουν τα χρέη σας;»
Η απάντηση του κ.Βαρουφάκη ήταν αφοπλιστική: «Τι ωραία που επιτέλους συναντιόμαστε. Κατά τα άλλα, πρόσθεσε, η πρότασή του αποβλέπει όχι στην εξάλειψη του χρέους, αλλά στην επιμέρους τουλάχιστον εξόφλησή του στο πλαίσιο της ανάρρωσης της ελληνικής οικονομίας. Ακολούθησε μια εξήγηση του μηχανισμού εξόφλησης, που έδειχνε να πείθει το κοινό. Αν έπεισε και τον κ.Βιλς μάλλον απίθανο, ο τελευταίος πάντως δεν είχε την ευκαιρία να ανταπαντήσει.
Το υπόλοιπο ήταν ένας ντε φάκτο μονόλογος του κ.Βαρουφάκη, ο οποίος χαρακτηριζόταν τόσο από «ρητορική μαεστρία» (Süddeutsche Zeitung), όσο και από ένα πλήθος επιχειρημάτων και προθέσεων. Και η όλη εμφάνισή του θα είχε αφήσει μια πολύ θετική εντύπωση, αν δεν είχε κλείσει με μια απροσδόκητη τροπή: Την έκκλησή του στην Άνγκελα Μέρκελ να βγάλει έναν «Λόγο της Ελπίδας» σε μια ελληνική πόλη – στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα ή και οπουδήποτε άλλη – με τον οποίο (όπως το είχε κάνει το 1946 στη Στουτγάρδη ο αμερικανός υπουργός εξωτερικών Τζαίημς Μπερνς για τη μεταπολεμική Γερμανία) που θα σηματοδοτούσε την αλλαγή στρατηγική της για την Ελλάδα: το άλμα από τη λιτότητα στην ανάπτυξη. Κι αυτό, όταν λίγες ώρες νωρίτερα είχε κατηγορήσει ο ίδιος την καγκελάριο σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Tagesspiegel» ότι συνέργησε στη σκλήρυνση της στάσης των δανειστών έναντι της Αθήνας.
«Θα ήταν σαν να της ζητούσε κανείς να μεταμορφωθεί από λύκο σε πρόβατο» έλεγε αναλυτής υπενθυμίζοντας ότι η κ.Μέρκελ είναι από τους επινοητές της λιτότητας και ότι τυχόν εγκατάλειψη της θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία. Μια τέτοια πρόταση, προσθέτει, υποκαθιστά την πολιτική με μια «πονεμένη ιστορία», η οποία δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα, αδικεί τον ίδιο και «χαλάει» τελικά την κατά τα άλλα καλή εικόνα που δημιούργησε κατά την παραμονή του στο Βερολίνο.