Μπορεί εμείς εδώ, με τη συνεχώς παρατεινόμενη αβεβαιότητα, να αγωνιούμε για το ενδεχόμενο της εξόδου από το ευρώ (εκτός φυσικά των φωστήρων της περιώνυμης Αριστερής Πλατφόρμας που θεωρούν ότι καλύτερα θα ήταν να επιστρέψουμε στη δραχμή, αγνοώντας προφανώς τις καταστροφικές επιπτώσεις μιας πτώχευσης), αλλά στις Βρυξέλλες έχει προκύψει ένας νέος πονοκέφαλος, εν όψει του δημοψηφίσματος που έχει εξαγγείλει ο Ντέιβιντ Κάμερον για την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ. Και δεν είναι τυχαίο ότι το ενδεχόμενο αυτό ξύπνησε τα αντανακλαστικά του γαλλογερμανικού άξονα και ο Φρανσουά Ολάντ με την Ανγκελα Μέρκελ συμφώνησαν σε ένα σχέδιο για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση χωρίς την αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών. Μια αναθεώρηση που επιδιώκει ο βρετανός πρωθυπουργός προκειμένου να εξασφαλίσει για τη χώρα του μια ειδική σχέση ώστε να μπορέσει να στηρίξει το «Ναι» στο δημοψήφισμα.
Τη Δευτέρα στο Βερολίνο Ολάντ, Μέρκελ και Γιούνκερ θα συζητήσουν το γαλλογερμανικό σχέδιο σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τις προτάσεις Κάμερον εν όψει του Συμβουλίου Κορυφής του Ιουνίου στις Βρυξέλλες. Η συζήτηση θα αφορά την εκπόνηση ενός «οδικού χάρτη» για το μέλλον της ευρωζώνης συνδυάζοντας τη γερμανική εμμονή για νομισματική σταθερότητα με το γαλλικό αίτημα για αναπτυξιακή προοπτική, με τελικό στόχο την περαιτέρω οικονομική, δημοσιονομική και κοινωνική σύγκλιση. Και το ερώτημα είναι αν ο βρετανός πρωθυπουργός θα βρει συμμάχους στα αιτήματά του, οδηγώντας έτσι την Ευρωπαϊκή Ενωση σε μια νέα κρίση, η οποία είναι ευνόητο ότι θα έχει πολύ ευρύτερες διαστάσεις από τη σημερινή κρίση με την Ελλάδα. Εκεί θα κριθεί αν ο στρατηγός Ντε Γκωλ είχε δίκιο που δύο φορές (το 1963 και το 1967) είχε αρνηθεί την ένταξη της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ, θεωρώντας ότι η χώρα αυτή, λόγω των ιστορικών καταβολών της, δεν υπήρξε ποτέ ένθερμος υποστηρικτής της ευρωπαϊκής ιδέας.
Εκτοτε βέβαια πολύ νερό κύλησε στο στενό της Μάγχης, που χωρίζει τα βρετανικά νησιά από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Βρετανία κατάφερε να μπει στην ΕΟΚ (μαζί με την Ιρλανδία και τη Δανία) το 1973. Τρία χρόνια, δηλαδή, μετά τον θάνατο του Ντε Γκωλ, επιμένοντας όμως πάντα στην προάσπιση της ιδιαιτερότητάς της, όχι μόνο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, με σαφή προσανατολισμό προς την ατλαντική της διάσταση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και με μια επίδειξη έντονης αλλεργίας σε κάθε μορφή εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ετσι ούτε στη Συμφωνία Σένγκεν μετέχει ούτε φυσικά στο ευρώ. Ενώ η ευρωπαϊκή ιδέα έχει ήδη υποστεί σοβαρό πλήγμα από την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού σε πολλές χώρες. Και είναι δυστυχώς με τους οπαδούς αυτών των ακροδεξιών ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων που συντάσσονται και οι ημέτεροι θιασώτες της εξόδου από την ευρωζώνη, αν και υποτίθεται ότι ανήκουν στην Αριστερά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ