Το έτος 1973 ήταν ένα έτος ιστορικό για την Τουρκία. Γιόρταζε τα 50 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας και παράλληλα τα 50 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα επικρατούσαν, αντίθετα, κατήφεια και απελπισία. Τα νήματα κινούσε ο παρανοϊκός ταξίαρχος Ιωαννίδης και στην πρωθυπουργία βρισκόταν ένα απίθανο άτομο ονόματι Ανδρουτσόπουλος, ο τελευταίος πρωθυπουργός της χούντας. Η χώρα μας είχε απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο και το κύρος της βρισκόταν στο ναδίρ. Και είναι ακριβώς τη στιγμή εκείνη που η Τουρκία επέλεξε να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Μια ενέργεια που επηρεάζει αρνητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ακόμη και σήμερα. Ηταν την 1η Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς που η τουρκική κυβέρνηση, χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση με την Ελλάδα, παραχώρησε στην κρατική εταιρεία πετρελαίων 27 άδειες έρευνας για υδρογονάνθρακες σε ολόκληρη την περιοχή του Βορειοανατολικού Αιγαίου.
Η ημερομηνία αυτή αποτέλεσε και την απαρχή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, η οριοθέτηση της οποίας, 42 χρόνια αργότερα, δεν έχει επιτευχθεί. Και αν η περιώνυμη τουρκική ΝΟΤΑΜ της περασμένης εβδομάδας, που δέσμευε μια τεράστια περιοχή του Κεντρικού Αιγαίου επί έναν ολόκληρο χρόνο για τις τουρκικές αεροναυτικές ασκήσεις, προκάλεσε τον θόρυβο που προκάλεσε, με την ευτυχή κατάληξη της ματαίωσής της, τι να πει κανείς για την άλλη περιώνυμη ΝΟΤΑΜ 714 της 6ης Αυγούστου 1974, με την οποία η Αγκυρα ζητούσε τα αεροσκάφη που πετούσαν στον εναέριο χώρο του Αιγαίου προς την Τουρκία να ζητούν την άδεια του FIR Κωνσταντινούπολης, καταργώντας έτσι την αρμοδιότητα του FIR Αθηνών; Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να κλείσει ολόκληρο τον χώρο του Αιγαίου για τις διεθνείς πτήσεις και τα αεροπλάνα να πετούν νοτίως μέσω Κύπρου και βορείως μέσω Βουλγαρίας.
Τρελά πράγματα δηλαδή, τα οποία στη συνέχεια έγινε προσπάθεια να διευθετηθούν, με αλλεπάλληλες συνομιλίες σε κάθε επίπεδο, για την καταγραφή των οποίων θα χρειαζόταν ένας ολόκληρος τόμος. Ουδέποτε όμως υπήρξε πραγματική πολιτική βούληση για κάποια ουσιαστική λύση. Η επίτευξη της οποίας προϋποθέτει έναν αναγκαίο συμβιβασμό, με το συνεπακόλουθο πολιτικό κόστος. Τη στιγμή που δυστυχώς έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι κάθε συμφωνία με την Τουρκία σημαίνει εθνική υποχώρηση, αν όχι εθνική προδοσία. Παρά όμως το κλίμα αυτής της εθνικιστικής υστερίας στην αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το χειρότερο και το πιο επικίνδυνο θα ήταν να διακοπεί ο διμερής διάλογος και να επιστρέψουμε στις στρατιωτικές απειλές. Και υπό το πρίσμα αυτό η εξαγγελθείσα επανέναρξη των συνομιλιών για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης αποτελεί μια θετική εξέλιξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ