Την Τρίτη 20 Απριλίου του 1841 ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν επιβιβάζεται στο πλοίο στον Πειραιά, ύστερα από διαμονή περίπου ενός μήνα στην Αθήνα, έχοντας ολοκληρώσει ένα από τα πολλά μεγάλα ταξίδια που πραγματοποίησε εκτός Δανίας από το 1833 ως το 1859. «Είμαι λυπημένος γιατί αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου εδώ» σημειώνει στο ημερολόγιό του, αφήνοντας πίσω του το μεγάλο λιμάνι της νέας πρωτεύουσας του πρόσφατου ελληνικού κράτους, στο οποίο λιμάνι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, υπάρχουν μόλις 120 σπίτια. Ηταν τότε 36 ετών και είχε ήδη εκδώσει (1835-1837) τρεις τόμους από τα παραμύθια του, που αν και έμελλε να τον καθιερώσουν στην παγκόσμια λογοτεχνία, αρχικά είχαν απογοητευτικές πωλήσεις· τον τέταρτο τόμο θα τον εξέδιδε το 1874. Σήμερα, τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 150 γλώσσες και εξακολουθούν να τυπώνονται σε εκατομμύρια αντίτυπα ανά τον κόσμο. Μάλιστα, από το 1954 στην πατρίδα του απονέμεται προς τιμήν του το διεθνές Βραβείο Αντερσεν, μάλλον η ύψιστη τιμητική διάκριση για τους συγγραφείς και τους εικονογράφους λογοτεχνίας για παιδιά, ενώ από το 1966, ύστερα από απόφαση της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα, γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου την ημέρα των γενεθλίων του, στις 2 Απριλίου.
Το 1873, δύο χρόνια προτού ο Αντερσεν πεθάνει, ο Δημήτριος Βικέλας τυπώνει στη Λειψία την πρώτη αυτοτελή έκδοση παραμυθιών του σπουδαίου Δανού στα ελληνικά, μεταφράζοντας «Παραμύθια δανικά εκ των του Ανδερσεν», και ανοίγει τον δρόμο στις πολλές εκδόσεις που θα ακολουθήσουν, αλλά και στην προσωρινή απόδοση του ονόματος ηχητικά ελληνοποιημένου. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ο δανός παραμυθάς είναι ήδη εξαιρετικά δημοφιλής στην Ελλάδα. Από το 1880 και εξής αποφασιστικό ρόλο ως προς αυτό διαδραματίζουν οπωσδήποτε και οι μεταφράσεις πολλών παραμυθιών του στο εικονογραφημένο περιοδικό για παιδιά, εφήβους και νέους «Η Διάπλασις των Παίδων» (1879-1948) από τον παιδαγωγό, λογοτέχνη και συγγραφέα αναγνωστικών βιβλίων Αριστοτέλη Κουρτίδη.
«Ηθικήν και διδακτικήν»


Ο Κουρτίδης, ως ο πρώτος αρχισυντάκτης (1879-1894) της «Διαπλάσεως» που αγαπήθηκε όσο λίγα νεανικά περιοδικά από αναγνώστες κάθε ηλικίας και συνέβαλε στην προώθηση της παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, υπηρετούσε –και με τις μεταφράσεις του –τις επιδιώξεις του περιοδικού όπως συνοψίζονταν ήδη στο πρώτο τεύχος, σε μια επιστολή προς τους φιλόστοργους γονείς: «Θέλομεν παρέχει τοις μικροίς ημών αναγνώσταις, αμφοτέρων των γενεών, ύλην ηθικήν και διδακτικήν», στη λογική του μότο που επί χρόνια είχε το περιοδικό: «Τέρπειν άμα και διδάσκειν». Και πράγματι, στον Αντερσεν πιστώνεται, περισσότερο από ό,τι σε κάθε άλλον συγγραφέα, η καθιέρωση του είδους ως εργαλείου διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Τα παραμύθια του, στα οποία συνδυάζει δημιουργικά τη λαϊκή παράδοση με τα προσωπικά του βιώματα, προβάλλουν το κοινωνικά αποδεκτό πρότυπο ηθικής και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Ευαισθησία της πένας


Ωστόσο, αν τα παραμύθια του Αντερσεν περιλαμβάνονται στα σημαντικότερα της διεθνούς λογοτεχνικής παράδοσης και ο ίδιος θεωρείται κλασικός, με την έννοια που αποδίδει ο Σεντ Μπεβ στον όρο, συγγραφέας δηλαδή που έχει συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του ανθρώπινου πνεύματος, αυτό το οφείλει στην ευαισθησία της πένας του, στη διεισδυτική ψυχογράφηση των παιδιών, στην κατανόηση της παιδικής αθωότητας και στους βαθείς συμβολισμούς με τους οποίους ασκούσε κριτική για την κοινωνική αδικία σε συνδυασμό με το χαρακτηριστικό αβίαστο ύφος του και το αδιόρατο χιούμορ του. Ολα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του Αντερσεν είναι λογικό να γοήτευσαν τον λογοτέχνη-παιδαγωγό –όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος –Αριστοτέλη Κουρτίδη, ο οποίος στον ευρύτερο στόχο του της πολιτισμικής διαπαιδαγώγησης του έθνους, αρωγό του είχε τη λογοτεχνία. Με σπουδές Παιδαγωγικών και Φιλοσοφίας στη Γερμανία, ο Κουρτίδης ήταν από τους πρώτους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, ένας λόγιος αναγνωρισμένης αξίας στην εποχή του.
Η πρώτη αυτοτελής έκδοση με μεταφράσεις παραμυθιών του Αντερσεν από τον Κουρτίδη έγινε το 1883, την υπέγραφε ως «Αιμίλιος Ειμαρμένος», όπως ήταν το ψευδώνυμό του στη «Διάπλασι των Παίδων», και είχε τον τίτλο: Ανδερσεν, «Διηγήματα». Στο βιβλίο που προσφέρει σήμερα στους αναγνώστες του «Το Βήμα», μια επιλογή που εκδόθηκε από τον «Ελευθερουδάκη» μετά τον θάνατό του, το 1931, έχουμε τη συνάντηση του ανανεωτή του παραμυθιού Αντερσεν με τον παιδαγωγό που επιθυμούσε μέσω της εκπαίδευσης ο νεοελληνικός πολιτισμός να γίνει εφάμιλλος του ευρωπαϊκού. Τη συνάντηση του συγγραφέα που συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλον στην αναγνώριση των παραμυθιών ως έντεχνης δημιουργίας με τον άνθρωπο που σε μεγάλο βαθμό καταξίωσε το παραμύθι στην Ελλάδα, φέρνοντάς το στις σελίδες τού πλέον δημοφιλούς νεανικού περιοδικού της εποχής.
Απόδοση υψηλής λογοτεχνικής αξίας
Στην έκδοση αυτή, ο Κουρτίδης υπογράφει την «παράφραση» των παραμυθιών, με την έννοια της ελεύθερης απόδοσης του νοήματος στα ελληνικά –στην πραγματικότητα, πρόκειται για απόδοση υψηλής λογοτεχνικής αξίας από την πένα ενός δημοτικιστή δασκάλου και λογοτέχνη. Οι τίτλοι των παραμυθιών μαρτυρούν πώς πρωτοεισήχθη ο Αντερσεν στη χώρα μας: «Η βασίλισσα των χιονιών» (έχει πλέον επικρατήσει ως «Η βασίλισσα του χιονιού»), «Το πετούμενο σεντούκι» (αργότερα «ιπτάμενο»), «Ο άγγελος», «Η σακοράφα», «Η βασιλοπούλα και το ρεβίθι» (σήμερα γνωστό ως «Η πριγκίπισσα και το ρεβίθι»), «Το ασχημόπαπο», «Ο χιονάνθρωπος», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», «Οι αγριόκυκνοι», «Ο ατρόμητος μολυβένιος στρατιώτης» (έγινε στην Ελλάδα διάσημος χωρίς το επίθετο), «Το ελατόπουλο», «Το αηδόνι του αυτοκράτορα της Κίνας» (πλέον μεταφράζεται χωρίς τον γεωγραφικό προσδιορισμό), «Η κοντορεβιθούλα» (δηλαδή, η γνωστή μας «Τοσοδούλα», την οποία ο Κουρτίδης ίσως μετέφρασε έτσι κατ’ αναλογία με τον «Κοντορεβιθούλη» του Σαρλ Περό, 1628-1703, του λαογράφου που, μεταξύ των άλλων, συνέγραψε τα παραμύθια: «Κοκκινοσκουφίτσα», «Σταχτοπούτα», «Παπουτσωμένος Γάτος», «Ωραία Κοιμωμένη», «Κοντορεβιθούλης» κ.ά.).
Οπως γίνεται φανερό, στα 22 παραμύθια του Αντερσεν που επέλεξε ένας από τους πρώτους μεταφραστές του στα ελληνικά περιλαμβάνονται αρκετές από τις γνωστότερες και πιο αγαπημένες ιστορίες του, που έμελλε να υπερβούν τον δημιουργό τους και να σταδιοδρομήσουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς, μάλλον διότι κατάφεραν να συναντηθούν με την παράδοση του κάθε τόπου, σπάζοντας τα εθνικά σύνορα. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που η λέξη «ασχημόπαπο» (οι μελετητές του Αντερσεν θεωρούν το ομώνυμο παραμύθι ως την αυτοβιογραφία του) και η φράση «τα ρούχα του βασιλιά» έχουν αποκτήσει παροιμιακές διαστάσεις. Ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν σε μια επιστολή του το 1835 ανέφερε ότι αρχίζει να γράφει παιδικά παραμύθια διότι επιθυμεί να κατακτήσει τις μελλοντικές γενιές. Παρότι, λίγο πριν από τον θάνατό του, ζήτησε από έναν μουσικό να συνθέσει μουσική λαμβάνοντας υπόψη ότι τη σορό του θα ακολουθούν κυρίως μικρά παιδιά, μάλλον δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι επί 140 χρόνια μετά τον θάνατό του εξακολουθεί να διαβάζεται μανιωδώς –και έπεται συνέχεια.

Η κυρία Ελένη Κεχαγιόγλου είναι φιλόλογος-επιμελήτρια εκδόσεων και έχει επιμεληθεί τη σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό» του «Βήματος».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ