Θορυβημένοι από το «αδόκητο» ενδεχόμενο της οριστικής διαγραφής τους, εκπρόσωποι της πολυθρύλητης συνομοταξίας των «αιωνίων φοιτητών» εμφανίστηκαν σε πρόσφατες περιόδους πανεπιστημιακών εξετάσεων, προστιθέμενοι σε άλλες βραδυπορούσες οπισθοφυλακές που διανύουν ήδη το 20ό ή 25ο εξάμηνο των σπουδών τους σε τμήματα όπου η κανονική διάρκεια φοίτησης είναι οκτώ εξάμηνα. Κάποιος πρέπει να συντάξει την «κοινωνιολογία» αυτού του τμήματος του φοιτητικού πληθυσμού, αλλά τα εμπειρικά και πρόχειρα στοιχεία του φαινομένου είναι λίγο-πολύ γνωστά: σύμφωνα με τις δικές τους διευκρινίσεις, κάποιοι υποχρεώθηκαν να εργαστούν, κάποιοι ορέχθηκαν οικογένεια (και πιθανώς επιστρέφουν τώρα που «ξεπαίδιασαν»), άλλοι είδαν τη μηχανή να σβήνει έπειτα από παρατεταμένο «ρελαντί» και άλλοι, οι λιγότεροι υποθέτω, έδωσαν το «παρών» σε όλες, ή σχεδόν σε όλες, τις εξεταστικές περιόδους με την ευσεβή ελπίδα ότι ο εξεταστικός κλήρος θα συνέπιπτε με τη λιτή και αυστηρά επιλεκτική προετοιμασία τους.
Είναι γνωστό ότι για μια υπολογίσιμη μερίδα σπουδαστών παρ’ ημίν οι πανεπιστημιακές σπουδές δεν είναι εντατικό αγώνισμα στη διάρκεια του οποίου κάποιοι, μετρώντας τις αντοχές τους ή αναθεωρώντας τις προτεραιότητές τους, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν για πολλούς το πτυχίο είναι το νομοτελειακό έπαθλο της επόμενης μέρας μετά τη φοιτητική αιωνιότητα. Αλλωστε, το ότι οι σπουδές δεν είναι, και δεν πρέπει να είναι, εντατικό αγώνισμα απετέλεσε θεσμικό αξίωμα του ελληνικού πανεπιστημίου, και πολλοί θα διατηρούν ακμαίες μνήμες από μάχες που δόθηκαν κατά της «εντατικοποίησης». Το ότι οι μάχες αυτές κερδήθηκαν πανηγυρικά το καταλαβαίνεις, ακριβώς, όταν έχεις απέναντί σου τους «επί πτυχίω» του 20ού ή του 25ου εξαμήνου. Και όταν τους έχεις απέναντί σου «παίζουν» δύο ενδεχόμενα: το ένα είναι ότι, σύμφωνα με κάθε λογική πιθανότητα, η επίδοσή τους δεν δικαιολογεί με κανέναν τρόπο ούτε καν το «δημοκρατικό 5» που ευδοκιμούσε σε άλλους, πιο ελεήμονες, καιρούς· το άλλο είναι το αίτημα της επιείκειας.
Δεν αποκλείεται η επιείκεια του εξεταστή να είναι αυτό που θα θεραπεύσει το μικρό κενό ανάμεσα στη φοιτητική επίδοση και τον ελάχιστο θετικό βαθμό –μακάριοι οι ελεήμονες, ευδαίμονες οι ελεηθέντες. Ωστόσο, συνήθως, αντί μικρού κενού χάσκει τρανό χάσμα που για να γεμίσει χρειάζονται αμύθητες ποσότητες επιείκειας και φιλάνθρωπης διάθεσης. Αν οι εξεταζόμενοι, μαζί με τον σπουδαστικό τους προσανατολισμό, δεν έχουν απολέσει και την αυτογνωσία, βλέπουν και αναγνωρίζουν το χάσμα, αλλά συνεχίζουν να προσδοκούν επιείκεια. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο –αλλά, κυρίως, ελληνικό και, λόγω συγκυρίας, εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο.
Κι αυτό επειδή στην περίπτωσή μας η «επιείκεια» δεν είναι παρά το διαφανές ψευδώνυμο της «μη αξιολόγησης». Το «5» αναμένεται όχι ως αξιολόγηση της ελάχιστης νόμιμης επίδοσης αλλά ως ανταπόκριση σε συναισθηματικές εκκλήσεις ποικίλλουσας δραματικότητας, το ρεπερτόριο των οποίων εμπλουτίζει τώρα η σοβούσα «κρίση». Το «5» δεν αξιολογεί γνώση και ικανότητα αλλά αναμένεται άλλοτε ως συμβατικός και αυθαίρετος τερματισμός του εκπρόθεσμου και άλλοτε ως χειρονομία παραίτησης εκ μέρους ενός εξεταστή που συναισθάνεται (και πολλοί συναισθάνονται) το μάταιο και το αδιέξοδο της παραπομπής στην επόμενη εξέταση. Αυτό το «5» είναι ο κωδικός αριθμός ενός βολονταρισμού και μιας άρνησης που ρυθμίζει τώρα την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητά μας –είναι ένας από τους κωδικούς της «κουλτούρας της μη αξιολόγησης» και ευδοκιμεί σε έναν χώρο, τον πανεπιστημιακό, ο οποίος συχνά υπήρξε στρεβλό παιδευτήριο και δυσοίωνη τροφός πολιτικού και δημόσιου ήθους.
Και ποιο είναι το συνώνυμο και συγγενικό α’ βαθμού της «μη αξιολόγησης»; Η «πλαστότητα» είναι η εύκολη, μονολεκτική απάντηση. Ωστόσο, το σημαδιακό «5» που μας απασχολεί εγγυάται την πλαστότητα όχι ως απότοκο δόλου και πλαστογράφησης αλλά ως φυσική συνέπεια της μη αξιολόγησης. Πρόκειται για πιο δόλια και συνάμα ουσιαστική εκδοχή πλαστότητας για την οποία δεν μπορεί να κάνει τίποτε κανένας τσάρος εσωτερικής μεταρρύθμισης. Και τι σημασία έχει στο κάτω-κάτω αν υπάρχουν «φύσει» και «θέσει» πλαστά πτυχία, πιστοποιητικά, τίτλοι; Και τα δύο βλάπτουν το ίδιο· και τα δύο είναι κακοήθεις αποφύσεις της «κουλτούρας του φαίνεσθαι» που νοθεύει και σακατεύει ατομικές, συλλογικές και πολιτικές πρακτικές.
Το μη αξιολογικό και πλαστό «5» βαθμολογεί πολύ περισσότερα και πολύ περισσότερους από τους «αναξιοπαθούντες» της φοιτητικής αιωνιότητας που έδωσαν αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις. Μας βαθμολογεί γενικώς, όπως μας βαθμολογούν εδώ και πολύν καιρό, εκόντες άκοντες, ξένοι παράκλητοι. Δεν τα πήγαμε καλά στο παρελθόν, ίσως αρχίσαμε, αρχίζουμε, να τα πηγαίνουμε κάπως καλύτερα τώρα· ίσως τώρα να κατανοούμε καλύτερα την ανάγκη να μετεγγραφούμε στον ενάρετο κύκλο της ουσιαστικής αξιολόγησης και της γνησιότητας, κι αυτό θα είναι πράγματι μια απτή, συγκεκριμένη προοδευτική κίνηση που πρέπει να γίνει από όλους όσοι, ανεξάρτητα από τις επιμέρους πολιτικές τοποθετήσεις μας, λαχταράμε να ζήσουμε τη ζωή μας σε, κατά το κοινώς λεγόμενο, «κανονική» χώρα. Για να μπορούμε να έχουμε, εκτός των άλλων, μόνο κανονικούς φοιτητές που θα ζητούν, αν χρειαστεί, κανονική επιείκεια.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ