Μόνο η μία στις τρεις αμερικανικές μεγάλες επιχειρήσεις θα είναι σε θέση το 2017 να αντιμετωπίσει τον διεθνή ανταγωνισμό, και περισσότερο συγκεκριμένα, το 31%.

Αυτό διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, έρευνα της Σχολής Επιχειρήσεων του Χάρβαρντ, σημεία της οποία δόθηκαν τη Δευτέρα στη δημοσιότητα. Η έκθεση, την οποία υπογράφουν οι καθηγητές του πανεπιστήμιου,Μάικλ Πόρτερ και Γιαν Ρίβκιν, αναφέρει ότι μόνο το 27% των Αμερικανών με δίπλωμα Πανεπιστήμιου πιστεύει ότι έχει θετικό μέλλον εμπρός του.

Η σχετική έρευνα επιχείρησε να εντοπίσει και τους λόγους για τους οποίους δεν θα είναι ανταγωνιστικές σε διεθνές πεδίο οι αμερικανικές επιχειρήσεις. Κατέληξε στο ότι το εκπαιδευτικό σύστημα είναι παρωχημένο, η φορολογία είναι ανορθόδοξα διαμορφωμένη και «το πολιτικό σύστημα βρίσκεται διαμετρικά αντίθετο με τις υψηλής ποιότητας χρηματαγορές, το μάνατζμεντ και τα Πανεπιστήμια».

Πάνω από όλα όμως αυτό οφείλεται στο ότι ενώ σήμερα οι αμερικανικές εταιρίες «ανθούν σε κερδοφορία», ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας «υποφέρει». Σήμερα, γράφουν οι Πόρτερ και Ρίβκιν, «οι εργαζόμενοι είναι το ασθενές πλευρό του αμερικανικού επιχειρησιακού περιβάλλοντος». Και προειδοποιούν: «Οι επιχειρήσεις δεν θα επιβιώσουν επί πολύ ακόμη αν η πελατεία τους, δηλαδή η κοινωνία, παραμένει σε οικονομική ύφεση». Οι επιχειρήσεις «οφείλουν να δώσουν μεγάλη προσοχή στο αφυδατωμένο επίπεδο ζωής του μέσου Αμερικανού».

Παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα της έρευνας, ο καθηγητής Γιαν Ρίβκιν παρατήρησε ότι τα μέτρα τα οποία παίρνει κατά καιρούς η κυβέρνηση είναι βραχύβια, ενώ οι μισθοί και τα μεροκάματα μόλις ανταποκρίνονται στην άνοδο του τιμάριθμου. «Κάποιες αλλαγές που έγιναν αγνοούν τη βάση των προβλημάτων, δηλαδή το εκπαιδευτικό μας σύστημα, τον τρόπο τεχνολογικής μάθησης, την υποδομή–πράγματα που μπορεί να αποδειχτούν μοιραία αν η χώρα συνεχίσει να ακολουθεί τον ίδιο δρόμο».