Αν δεν βρίσκεσαι στο Πλατύ την ώρα που ο ήλιος βουτά στο Καρπάθιο Πέλαγος και αρχίζει ο χορός του Δεκαπενταύγουστου, δεν μπορείς να καταλάβεις λέξη από το μυστήριο που λέγεται Ελυμπος (η Ολυμπος για τους ντόπιους). Κυριολεκτικά δεν καταλαβαίνεις λέξη, αφού και η ασυνήθιστη λαλιά των ανθρώπων εδώ στην Πάνω Κάρπαθο ακούγεται σαν μελωδική ηχώ από τα βάθη των αιώνων, κατευθείαν από το στόμα των Δωριέων που λάτρευαν όσο κανείς άλλος τον Ποσειδώνα, τον θεό της θάλασσας, και τα ψηλά απότομα βράχια που είναι ριζωμένα στον βυθό της. Κι εδώ, όντως, αυτό το τοπίο αποθεώνεται. Τα πάντα γκρεμίζονται και όλα ανορθώνονται με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Από τη μεριά της θάλασσας οι απότομες πλαγιές κατρακυλούν μέχρι τον γιαλό με κοσμογονικό πάταγο. Στα αφτιά σου φτάνει η μακρινή μουρμούρα του πελάγους, αλλά εδώ είναι ένα μέρος που βλέπεις τους ήχους, παρά τους ακούς. Κι αυτή η παραστατική εικόνα των εξαιρετικά απότομων βουνών φέρνει στον νου σου τον σάλο τιτανομαχίας. Συνήθως αυτή η τιτανομαχία μεταξύ της στεριάς και της θάλασσας μοιάζει αμφίρροπη, αλλά, από εδώ πάνω, η επίθεση των γκρεμών στο πέλαγος είναι τόσο άγρια και μεγαλόπρεπη, που η συνήθης οργή του Ποσειδώνα φαντάζει σαν αντίδραση θυμωμένου κατοικίδιου. Είναι απίστευτα γοητευτική η θέα του Μαλό και των γκρεμών του Σαραντάκοπου, που τους γλυκαίνει της Μέλισσας το Σελάι στην περιοχή της Ασίας. Αλλά και οι γλυκές αγκαλιές, παρ’ όλη τη σκληράδα τους, με τα γκρίζα βότσαλα, το Φορόκλι, ο Νάττης, ο Αγιος Μηνάς.

Tο πανηγύρι της Καρπάθου
Το καβάι, αυτή η πολύχρωμη παραδοσιακή φορεσιά –πιο σοβαρή για τις παντρεμένες και πιο φανταχτερή για τις ελεύθερες –που φορούν οι μεγάλες γυναίκες καθημερινά και οι νεότερες όταν έχουν γιορτή, όπως το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου, θυμίζει τα ρούχα των λαών που ζουν γύρω από τα Ιμαλάια στην ήπειρο της Ασίας. Μπορεί να έχεις δει μια γυναίκα με την ελυμπίτικη φορεσιά της στην Αθήνα ή ακόμη και στη Νέα Υόρκη. Κάποιες δεν την αποχωρίζονται ποτέ και όλες τη φορούν με περίσσια υπερηφάνεια. Τη ράβουν μόνες τους, εκτός από τα καλά πασούμια και τα καθημερινά στιβάνια, τα οποία τσαγκαρεύει ο Γιάννης Πρεάρης που παίζει και λαούτο. Πόσο λαχταρώ να δω εφέτος τον Γιάννη και τον Μιχάλη Ζωγραφίδη να παίζουν δίπλα στα απομεινάρια μιας από τις τέσσερις αρχαίες πόλεις της Καρπάθου, τη Βρουκούντα, στο πανηγύρι του Αϊ-Γιάννη στις 29 Αυγούστου! Λες να αξιωθούμε να ξενυχτήσουμε εκεί ακούγοντας το τραγούδι τους που γίνεται ένα με τη μουσική της θάλασσας;
Κορίτσι ετραγούδησε στην εντολή τ’ αγέρα
και παίρνει αγέρας τη λαλιά
κι εις τον γιαλό τη ρίχνει
κι η θάλασσα εμπονάτσαρε
και τα καράβια αράξαν
μ’ ένα καράβι της φιλιάς, καράβι της αγάπης
να ταξιδέψει δεν μπορεί, να ‘ράξει δεν ηξέρει…
Η πρώτη εικόνα της Ελύμπου σού κόβει την ανάσα. Αυτό δεν θέλουμε από το τοπίο; Να σε κάνει να κρατάς την αναπνοή σου, μη και του δημιουργήσεις ρυτίδες με το παραμικρό φύσημα. Απ’ όπου κι αν την προσεγγίσεις, από την Κάτω Κάρπαθο (46 χλμ. από τα Πηγάδια) ή από το Διαφάνι (10 χλμ.), η μεταφυσική εικόνα της σε αφήνει να μετεωρίζεσαι μεταξύ ουρανού και γης. Σπίτια σε όλες τις αποχρώσεις της ώχρας, του λουλακιού και του ρόδινου δημιουργούν μια ζωγραφιά στην απέναντι κορυφογραμμή. Γύρω της γκρίζα βουνά με μυτερές κορφές, στα οποία σκαρφαλώνουν μερικοί ανεμόμυλοι, και στην κορφή τους έχει προφτάσει ήδη ο προφήτης Ηλίας.
Σπίτια δίπλα στον γκρεμό
Από τη μεριά της θάλασσας, στη συνοικία Εξω Καμάρα, τα σπίτια της Ολύμπου σταματούν μισό βήμα προτού γκρεμιστούν μέχρι κάτω τις Φρίκες. Από την άλλη πλευρά, τα σπίτια κατρακυλούν ως το βάθος της ρεματιάς. Πολλά άλλα κτίσματα μοιάζουν να διστάζουν να κινδυνεύσουν να γκρεμιστούν ή να κατρακυλήσουν και συνωστίζονται στην κόψη, εκατέρωθεν του κεντρικού σοκακιού που διατρέχει την πιο πυκνή γειτονιά του οικισμού ως το Πλατύ, τη μικρή πλατεία μπροστά στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, το επίκεντρο της ζωής στην Ολυμπο. Η πολύ ατμοσφαιρική εκκλησία, με τη φιγούρα του μερακλή παπα-Γιάννη, φαίνεται να είναι η κορυφή του οικισμού, απ’ όπου ξεκινούν όλα, και το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου φυσικά. Στην απέναντι άκρη, όμως, και στην πίσω γειτονιά, ο οικισμός καταλήγει σε σειρές ανεμόμυλων, που κάποτε συντηρούσαν τη ζωή στην Ολυμπο και τώρα συντηρούν τη μαγευτική εικόνα της.
Το τραγούδι του μελτεμιού
Ενας από τους ανεμόμυλους διατηρεί ακόμη την αρματωσιά του στραμμένη επάνω στην αφετηρία του μπονέντη, έτσι λένε το μελτέμι στο Καρπάθιο, και λειτουργεί κανονικά αν τον απελευθερώσεις. Μέσα πλάθουν με τα χέρια τους μακαρούνες και τις σερβίρουν με τσιγαρισμένο κρεμμύδι έξω στα τραπέζια μαζί με χίλιες δυο άλλες γεύσεις αρωματισμένες δίπλα στον φούρνο που καίει με ξύλα από τα γύρω όρη. Στο Μέγαρο, ο Βασίλης Μιχαλής και ο Ηλίας Λιορεΐσης μαγείρεψαν για τους ξένους το πιάτο του πανηγυριού, σφαχτό κοκκινιστό με άσπρο πιλάφι και πατάτες τηγανητές. Ολο κι έρχονται καινούργιοι για να το γευτούν, αλλά ο ήχος των πιρουνιών που χτυπούν στα πιάτα κατά το βυζαντινό συνήθειο επιβάλλει ησυχία για να κηρύξουν ο παπα-Γιάννης και οι ψάλτες την αρχή του γλεντιού. Ξεκινούν με τροπάρια και γρήγορα περνούν στα φημισμένα συρματικά τραγούδια, όπως το πιο παλιό «Αρχοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένια τάβλα». Στο μεταξύ, στο Πλατύ το αρχικό κύτταρο του γλεντιού, η παρέα με τους βασιλικούς της Παναγίας περασμένους στον γιακά, άρχισε να πίνει και να τραγουδά. Μόλις ο ήλιος ακουμπήσει το Καρπάθιο, θα χτυπήσουν την καμπάνα και οι κοπέλες θα έρθουν στο Πλατύ για να πιαστούν στον χορό –και θα χορεύουν μέχρι ο ήλιος να διατρέξει όλο το ημισφαίριο και να εμφανιστεί από την κορυφή του προφήτη Ηλία.
Τρεις κοπελιές ε(γ)άπου κι ήτο κι οι τρεις μικρές
κι εβαγιοκλάευγά τες σα τις πορτοκαλιές.
Κι απείτις με(γ)αλώσα κι επιάσασι καρπό,
ο χάρος εκατέει κι επήρε μου τις δυο
κι επόμεινε κ’ η άλλη σα τον βασιλικό.
Στον Α(δ)η θα κατέ(β)ω τον χάροντα να βρω,
να τον παρακαλέσω, δυο λόγια να του πω:
Χάρε και χάρισέ μου, σαΐτες δεκοχτώ
να πάω να σαϊτέψω την κόρη π’ αγαπώ.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ