«Το καλοκαίρι είναι η εποχή που αγαπώ, γιατί όλα είναι πιο ανοιχτά, πιο χύμα, θέλω να πω το μέσα επικοινωνεί περισσότερο με το έξω».
Του βουνού και του γιαλού οι ζωγραφιές. Το καλοκαίρι του Χρόνη Μπότσογλου εξελίσσεται μεταξύ της κορυφογραμμής του βουνού του Κλαπάδου και της αμμουδερής γραμμής της Εφταλούς. Ανάμεσά τους το μικρό σπιτάκι δίπλα στο καφενείο στο Πετρί της Λέσβου, το παρατηρητήριο του ζωγράφου στον δρόμο που ανεβαίνει για το χωριό.

«Τότε εμφανίστηκε στον χωματόδρομο που φέρνει στο Πετρί ο Βικέντιος Βαν Γκογκ, με το ψάθινο καπέλο στο κεφάλι του να τον προστατεύει από τον αδυσώπητο ήλιο της Προβηγκίας. Εβάδιζε ξυπόλυτος ανάμεσα στ’ αγκάθια που τον ξέσκιζαν. Σκεφτόμουνα πόσο παράλογο ήτανε το τόλμημά του, όμως εκείνος έμοιαζε να μην καταλαβαίνει. Τον ρώτησα:

“Πού πας, Βικέντιε, σ’ αυτά τα χαλασμένα μέρη;”.

“Ζητώ τον Γιώργη και τον Χαριλή, μου είπανε πως πέθαναν και ψάχνω εδώ τριγύρω να τους βρω…”.

Ο ήλιος ετοιμαζόταν να βουτήξει στη θάλασσα και το αίμα έβαφε κόκκινο τον ουρανό καθώς οι τρεις μοναχικές μορφές διαγραφόταν στον ορίζοντα όπως καθότανε στο καφενείο του Πετριού άκρη στον βράχο και ο καφετζής ο Στράτος με ούζο τα ποτήρια γέμιζε»
.
Κάθε έργο του πρώην πρύτανη της ΑΣΚΤ συνοδεύεται και από μια τέτοια ημερολογιακή καταγραφή: «Δεν είναι ποιήματα. Κι αν πασχίζω να πάρουν μια μορφή όσο γίνεται πιο σφιγμένη, είναι για να μπορέσω να πω πιο καθαρά αυτό που θέλω να πω. Τίποτε άλλο. Ημερολόγια είναι. Είναι οι ιστορίες έργων που έχω κάνει, όνειρα που έχω δει και πάνε παράλληλα με τα έργα».
Αυτή όμως η καταγραφή περιλαμβάνει δυο έργα που βγήκαν ταυτοχρόνως. Ο Βικέντιος Βαν Γκογκ στον δρόμο για το Πετρί και το Καφενείου του Πετριού. Γιατί ο μυθικός ζωγράφος ανηφόρισε τελικά μέχρι το τραπεζάκι του καφενείου του Στράτου και έκατσε να πιει ούζο με τον άνθρωπο του απέναντι βουνού, τον Γιώργη, και τον τραγικό Χαριλή, όλοι τους, και οι τέσσερις αγαπημένοι του Χρόνη Μπότσογλου που έχουν φύγει για πάντα. Ομως τι ζητούσε τελικά ο Βικέντιος στο Πετρί; «Σκεφτόμουν ποιους θα μπορούσα να φέρω πιο κοντά στα δικά μου ζητήματα που με ακολουθούν εκείνη τη στιγμή. Και γιατί ο Βαν Γκογκ; Ισως γιατί είναι ο πιο ονειροπαρμένος απ’ όλους». Αλλά η επίσκεψη του μέγιστου ζωγράφου στο Πετρί εξελίχθηκε σε οδύσσεια: «Μου το κλέψανε. Εκανα πριν από δυο χρόνια έκθεση σε γκαλερί της Λευκωσίας και δεν μου επέστρεψαν τρία έργα που δεν είχαν πουληθεί. Δύο από αυτά ήταν οι αγαπημένοι μου, “Ο Βικέντιος Βαν Γκογκ στον δρόμο για το Πετρί ”και “Ο Μπουζιάνης και η σκιά του”».
Και το φετινό καλοκαιράκι ο Χρόνης Μπότσογλου θα σηκώνεται σύναυγα και από την αυλή του, στην άκρη του βράχου, δίπλα στο καφενείο, θα μαθαίνει το βουνό απέναντι και όλο το τοπίο, πίσω από τον χωραφόδρομο, που βαδίζει ξυπόλυτος ο Βικέντιος προς το Πετρί. Εκεί επικεντρώνεται η τέχνη του τα τελευταία χρόνια. Το 2009 είχε ήδη τολμήσει τις πρώτες ματιές του και σε μια συνομιλία μας τότε μου είχε πει: «Η τέχνη δεν έχει να κάνει με τη φύση, αλλά με την αίσθηση και την καταγραφή της αίσθησης, με τη νόηση και την καταγραφή της νόησης. Ολα αυτά που κάνουμε είναι μεταφορές του κόσμου, δεν είναι ο κόσμος. Πάντοτε χανόμουνα στο τοπίο και πάντα έχω ως στόχο να φτιάξω μια ζωγραφιά, ένα-δυο καλά τοπία, από αυτά που τα βλέπεις και τρελαίνεσαι. Αν το πετύχω, αν μπορέσω να βρω τη ματιά μου πάνω σ’ αυτά, τότε θα κάνω τα τοπία δικά μου και θα συμφιλιωθώ μαζί τους»…
Σήμερα, έπειτα από εκατοντάδες έργα και πολλαπλάσιες απόπειρες σπουδής της κορυφογραμμής, θα πει: «Τώρα ίσως να μπορώ να πω ότι πλησιάζω προς το τέλος. Κάθομαι ώρες και παρατηρώ το βουνό, το μοντέλο μου είναι, και δουλεύω, δουλεύω, δουλεύω… Ναι, κάθε φορά δίνει άλλα πράγματα το τοπίο. Και κάθε φορά από τη δική μας οπτική εξαρτάται τι παίρνουμε. Δεν προσπαθώ να κάνω το χρώμα όπως είναι. Προσπαθώ να δω πώς είναι η αίσθηση. Είναι άλλο πράγμα. Οταν τα έκανα παλιά, ένιωθα ότι δεν ξέρω τι κάνω, πώς να τα κάνω. Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν μπορώ, δεν καταλαβαίνω. Ηταν φυσικό, εγώ ήμουν άνθρωπος της πόλης και φοβόμουνα το τοπίο, τώρα δεν το φοβάμαι. Κατάφερα να έρθω με τον κόσμο σε πιο καλή σχέση. Θέλω να πω ότι υπάρχει ένα ψάξιμο και μέσα στον εαυτό μου πώς δουλεύουνε τα πράγματα. Κι όταν αρχίσεις εσύ πια να ανοίγεις και να παίρνεις πράγματα από το τοπίο, τότε δεν τελειώνει. Μπορείς να το κάνεις και να το ξανακάνεις. Αλλωστε και στο ίδιο το τοπίο αυτό γίνεται. Αν βγαίνει σε κάθε ζωγραφιά κάτι λίγο διαφορετικό, ε, τότε αξίζει τον κόπο που έγινε».

Του γιαλού τα παραμύθια και οι ζωγραφιές
Και πίσω από το βουνό είναι η παραλία που καλεί την παρέα για να κολυμπήσει και τον ζωγράφο να αρπάξει στιγμές του καλοκαιριού. Τα μοντέλα του είναι μικρά, πεταλίδες, θαλασσόξυλα, βότσαλα, και η σκευή του ελαφριά, ένα μικρό μπλοκ και μια κασετινούλα με ακουαρέλες. Κάθεται κάτω, δίπλα τους, και τα αποτυπώνει στο χαρτί. Δεκάδες μικρές ακουαρέλες, μια ολόκληρη συλλογή ονείρων θερινής ημέρας. Καμιά φορά ζωγραφίζει και ανθρώπους της παρέας. «Πέτρα είναι, τη ρίχνεις κάτω και ζωγραφίζεις. Ενα ξύλο και μια πέτρα πάνω στην πετσέτα μιας φίλης. Ε, ναι… Είναι του γιαλού εντελώς… Μετά στο σπίτι βάζω και γραφίτη, βάζω και διάφορα. Πάντα τα ξαναδουλεύω. Εδώ δουλεύω ξανά τα έργα που παίρνω από εκθέσεις. Τα έργα που είχα εκθέσει στο ΕΜΣΤ τα μισά τα έχω αλλάξει».
Και οι καλοκαιρινές ημέρες είναι ατελείωτες και το ίδιο το καλοκαίρι χορταστικό και ανεξάντλητο: «Το τοπίο αλλάζει όπως όλα τα τοπία πάντοτε, συνέχεια. Εχει να κάνει με το φως, έχει να κάνει με τον αέρα, έχει να κάνει με πολλά. Ποτέ δεν είναι ίδιο. Κάποιες μέρες όμως είναι εξαιρετικό. Τώρα που είναι η μεγαλύτερη μέρα, αν είναι καθαρός ο ουρανός και η ατμόσφαιρα, γίνεται ένα μετείκασμα και φαίνεται η άκρη του Αγίου Ορους. Από το Πετρί φαίνεται πολύ καλά. Οταν μικραίνει η μέρα στενοχωριέσαι»…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ