Μαρσέλ Προυστ
Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο:
VI – Η Αλμπερτίν αγνοούμενη
Μετάφραση – Επιμέλεια έκδοσης Παναγιώτης Πούλος
Εκδόσεις της Εστίας, 2014,
σελ. 289, τιμή 18 ευρώ

Το 1979 ο Παναγιώτης Πούλος σπούδαζε Φιλοσοφία και Λογική στη Γαλλία. «Αρχισα να διαβάζω το “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”, στις εκδόσεις τσέπης (Folio) του Γκαλιμάρ τότε, χωρίς να γνωρίζω τίποτε για τον άνθρωπο. Δεν μπορούσα όμως να σταματήσω. Συνέχισα, απορροφημένος, για ολόκληρο σχεδόν το καλοκαίρι, στην Κέρκυρα. Επιστρέφοντας εκεί δεν είχα προλάβει να ολοκληρώσω τον τελευταίο τόμο».

Την ίδια περίοδο έψαχνε θέμα για τη διατριβή του. «Είχα βρει τον βασικό συνομιλητή της ζωής μου», τον Μαρσέλ Προυστ. «Η διατριβή μου ήταν πάνω στη σχέση λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, είχε να κάνει με τη διάσταση της χρονικότητας στην οικοδόμηση του έργου του, πώς δηλαδή αναδύεται η έννοια αυτή τη στιγμή ακριβώς που γράφει το μυθιστόρημά του, η ίδια η διαδικασία της γραφής, πολύτιμη παρακαταθήκη που με συνόδεψε στη μετάφρασή του» είπε στο «Βήμα» ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Στα κεντρικά γραφεία των Εκδόσεων της Εστίας επί της Ευριπίδου, όπου και συναντηθήκαμε, ήταν συχνότατα, κατά την τελευταία δεκαετία, τα τηλεφωνικά «παράπονα» αναγνωστών που ζητούσαν την ταχύτερη μετάφραση και ολοκλήρωση του επτάτομου έργου –ξεπερνά τις 3.000 σελίδες. O ίδιος πάντως μόλις παρέδωσε την προτελευταία ενότητα υπό τον τίτλο «Η Αλμπερτίν αγνοούμενη» ενώ αναμένεται, εντός του 2015, και η τελευταία, «Ο ανακτημένος Χρόνος».
Ο Παναγιώτης Πούλος, επιμελητής της έκδοσης από το 1997, ανέλαβε ως ο πλέον αρμόδιος από το 1989, χρονιά κατά την οποία πέθανε και ο μεταφραστής Παύλος Ζάννας, τη βαριά σκυτάλη και είναι σήμερα πολύ κοντά στον δημιουργικό τερματισμό.

Ο γάλλος συγγραφέας Μαρσέλ Προυστ (1871 – 1922)

Στο εξώφυλλο της πέμπτης ενότητας του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» υπό τον τίτλο «Η Φυλακισμένη», που κυκλοφόρησε το 2004, το πρώτο μέρος δηλαδή σε αυτόν τον κύκλο που λέγεται και «μυθιστόρημα της Αλμπερτίν», υπήρχαν δύο ονόματα μεταφραστών, εκεί είχε καταγραφεί η μετάβαση από τον έναν στον άλλο.


«Είναι παράξενη η αίσθηση, είναι σαν να έχω χάσει τον πατέρα μου υπό μία έννοια»
είπε ο Παναγιώτης Πούλος αναφερόμενος στον Παύλο Ζάννα που άρχισε να μεταφράζει την πρώτη ενότητα του έργου «Από τη μεριά του Σουάν» στις φυλακές της Αίγινας, ως πολιτικός κρατούμενος της χούντας, με την παρότρυνση και την υποστήριξη του Στρατή Τσίρκα.

«Ο ένας νονός, ο αποκαλούμενος μικρός Σουάν, ήταν αυτός, ο άλλος, ο αποκαλούμενος
(από τον Τσίρκα) και μεγάλος Σουάν, ήταν ο Σεφέρης» την απόδοση του οποίου για την εναρκτήρια πρόταση του μυθιστορήματος («για χρόνια πλάγιαζα νωρίς») είχε προτάξει ο Ζάννας. Την άρτι εκδοθείσα ενότητα του έργου, «το πιο σύντομο, πιθανώς το πιο συμπαγές αλλά και το πιο “γόνιμο” δείγμα γραφής του Προυστ», ο Παναγιώτης Πούλος τη χαρακτήρισε ως ένα «σκληρό και απαιτητικό κείμενο για τον μεταφραστή». Γιατί; «Επειδή είναι το κομμάτι που δούλευε ο Προυστ προτού πεθάνει (1922), είναι ένας αποχαιρετισμός στον οποίο ο ίδιος φαίνεται ότι απέδιδε ξεχωριστή θέση. Εκτός αυτού είναι και το πλέον “ευάλωτο” με γνώμονα τα μέτρα και σταθμά της φιλολογίας» συνέχισε, αναφερόμενος στις περιπέτειές του και στο σχετικό «σκάνδαλο» που ξέσπασε στη Γαλλία το 1986 με την ανακάλυψη και τη δημοσίευση έναν χρόνο αργότερα ενός χαμένου «δακτυλόγραφου», όπου εικάζεται ότι περιέχονται οι ύστατες προσθήκες και διορθώσεις του συγγραφέα.
Η δική του μετάφραση βασίζεται στη δεύτερη έκδοση (1989) του μυθιστορήματος στην περίφημη «Βιβλιοθήκη της Πλειάδας» στην οποία οι επιμελητές επανέφεραν τον αρχικό τίτλο –στην πρώτη (1954) ο τίτλος ήταν «Η δραπέτισσα», τον οποίο ο Προυστ μάλλον αποκήρυξε προς το τέλος της ζωής του. Τι συμβαίνει, λοιπόν, σε αυτόν τον τόμο; Ο «ομιλητής», λέξη που ο Παναγιώτης Πούλος προτιμά από τον «αφηγητή» –αργότερα, στον τελευταίο τόμο ο αφηγητής Μαρσέλ συγχωνεύεται με τον μυθιστοριογράφο Προυστ στον ορίζοντα μιας νέας συνείδησης -, έρχεται αντιμέτωπος με τη φυγή και εν συνεχεία τον θάνατο (ένα μοιραίο ατύχημα) της Αλμπερτίν την οποία, όπως λέει ο ίδιος, πρώτα τη ζήλεψε και ύστερα την αγάπησε.
Από τη «Φυλακισμένη» ξέρουμε ότι αυτό που τον κινητοποιεί είναι ο παράξενος ανταγωνισμός με τις λεσβίες ερωμένες της. «Η στάση του αφηγητή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί στάση λεσβιάζοντος άνδρα, μια παραλλαγή της ανδρόγυνης φαντασίας που εκδηλώνει και δοξάζει ο Προυστ» γράφει σχετικώς στον «Δυτικό Κανόνα» ο Χάρολντ Μπλουμ αποκαλώντας θριαμβευτικά τον συγγραφέα «καλλιτέχνη της ζήλιας» και την τελευταία, στο έργο του εν γένει, «ένα προσωπείο που συγκαλύπτει τον φόβο του θανάτου».
Εδώ ο ήρωας ανασκάπτει και διερευνά την ερωτική ζωή της νεκρής πλέον αγαπημένης. Βασικότατα όμως «η περιπλοκή έγκειται όχι τόσο στα δρώμενα όσο στον τρόπο με τον οποίο καταγράφεται η διεργασία της λήθης» επεσήμανε ο Παναγιώτης Πούλος.

«Πάνω από όλες τις ερμηνείες ο Προυστ μας προτρέπει να χτίσουμε τη ζωή μας με εργαλείο την τέχνη»
σημείωσε. «Οποια ενότητα και αν διαβάσει κανείς, έστω και τμηματικά, θα παρασυρθεί από τον “Νείλο της γλώσσας” όπως έγραψε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Δεν μου αρέσει η ιδέα του μνημείου για το έργο αυτό, αυτό ενδεχομένως φοβίζει πολλούς στο να το προσεγγίσουν, έναν κόσμο που όταν επιλέξεις να γνωρίσεις, δύσκολα αποχωρίζεσαι» κατέληξε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ