Δεν εξέπληξε πολλούς η ημίωρη ομιλία του γερμανού προέδρου Γιόακιμ Γκάουκ στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου στις αρχές του μήνα. Είχαν διαρρεύσει από το Βερολίνο πολύ ενωρίτερα σοβαρές ενδείξεις ότι η Γερμανία προσανατολίζεται σε μια «στρατηγική στροφή» της εξωτερικής πολιτικής της. Συγκεκριμένα, ότι η νέα κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ θέλει να αναλάβει η Γερμανία μεγαλύτερο, πιο ενεργητικό ρόλο στον διεθνή χώρο, περιλαμβανομένων στρατιωτικών αποστολών στο εξωτερικό.
Για όσους δεν μπόρεσαν είτε δεν θέλησαν να κατανοήσουν τα όσα, σε γενικότητες, δήλωνε ο πρόεδρος Γκάουκ στους υπερπεντακόσιους συνέδρους στο Μόναχο, έσπευσε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η (πρώτη γυναίκα) υπουργός Αμυνας της Γερμανίας, να τους βοηθήσει, παίρνοντας τον λόγο ευθύς μετά τον γερμανό πρόεδρο. «Η αδιαφορία στα διεθνώς δρώμενα δεν αποτελεί (πλέον) επιλογή της Γερμανίας» δήλωσε. Η γραμμή του πρώην υπουργού Εξωτερικών Γκίντο Βεστερβέλε, η λεγόμενη «πολιτική της στρατιωτικής συγκράτησης», εγκαταλείπεται. Το τόνισε και στο Βερολίνο ο υφυπουργός Εξωτερικών Μάρκους Εντερερ δηλώνοντας την περασμένη Τρίτη ότι «γίνεται όλο και πιο δύσκολο κάθε μήνα να δικαιολογείς την πολιτική στρατιωτικής συγκράτησης».
Και από τα λόγια στα έργα. Απορούσε ο βρετανικός «Guardian» γιατί ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ επισκέφθηκε τρεις φορές σε δύο εβδομάδες στο Παρίσι τον ομόλογό του Λοράν Φαμπιούς. Το Βερολίνο ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η Γερμανία «θα συνεργαστεί στρατιωτικά» με τη Γαλλία στις «επιχειρήσεις ασφαλείας στο Μάλι» της Αφρικής και ότι το γερμανικό υπουργείο Αμυνας θα στείλει «αεροσκάφη και το σχετικό υλικό» στις γαλλικές δυνάμεις στην κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Πλήρης στροφή. Υπενθυμίζω ότι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Δεκεμβρίου η καγκελάριος Μέρκελ απέρριψε τις εκκλήσεις του προέδρου Φρανσουά Ολάντ για «στρατιωτική υποστήριξη» της Γαλλίας στο Μάλι. Αυτό δεν την εμποδίζει να δηλώνει ότι «δεν αξιολογεί θετικά» τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό, ιδιαίτερα μάλιστα μετά το φιάσκο στο Αφγανιστάν.
Ο τελικός στόχος –«το όραμα της συγκυβέρνησης συντηρητικών με Σοσιαλιστές», όπως το βλέπει η συντηρητική «Frankfurter Allgemeine» –είναι μια «δυνατή Ευρώπη με ζωτικό οδηγό την οικονομικά και πολιτικά εύρωστη» Γερμανία. Γερμανικές πηγές αυτές τις ημέρες καταγίνονται να αποδείξουν το αυταπόδεικτο, ότι «το ΝΑΤΟ δεν ικανοποιεί πλέον το Βερολίνο» – και, ασφαλώς, πολλούς άλλους –και ότι χρειάζεται μια «εκ βάθρων ανασύσταση».
Και η υπουργός Αμυνας σε δηλώσεις της στο περιοδικό «Spiegel» οραματίζεται μια γερμανική πολιτική η οποία «θα σφυρηλατήσει μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασφαλείας με τη Γερμανία στην καρδιά».
Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «δεν δείχνουν ενθουσιασμό για τα ευρωπαϊκά δρώμενα» και ότι «η Βρετανία του Ντέιβιντ Κάμερον (…) αποκρούει κάθε μορφής συνεργασία με την Ευρώπη στον αμυντικό και στον πολιτικό χώρο» επιτρέπει στο Βερολίνο «να παίρνει πρωτοβουλίες», πάντοτε σε συνεργασία με τους εταίρους στην ΕΕ.
Φυσικά όλα εξαρτώνται από τις αποφάσεις της Ανγκελα Μέρκελ. Η καγκελάριος συζήτησε την περασμένη Δευτέρα το θέμα της εξωτερικής πολιτικής και πώς θα υλοποιηθεί αυτή με τους Σταϊνμάγερ, Λάιεν και Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, τον ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών. Δεν πήρε απόφαση. «Δεν έχω ακόμη καταλήξει» δήλωσε αργότερα. Το ζήτημα θα απασχολήσει την κυβέρνησή της πολλές εβδομάδες ασφαλώς.
Ενταση
Το ρήγμα με τη Μόσχα
Υπάρχει –ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται –αλλαγή της γερμανικής πολιτικής και προς τη Ρωσία. Φθάνει ως τον παροξυσμό η επίθεση του Βερολίνου εναντίον του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς της Ουκρανίας. Και το Βερολίνο γνωρίζει πολύ καλά ότι δημιουργεί έτσι ρήγμα στις σχέσεις με τη Μόσχα, για την οποία «η Ουκρανία είναι αναντικατάστατη» –ενώ για την Γερμανία έχει δευτερεύουσα σημασία.
Πού μπορεί να αποδοθεί η αλλαγή στάσης της καγκελαρίου; Γερμανικές πηγές την αποδίδουν σε δύο κυρίως λόγους. Το Βερολίνο δεν πιστεύει ότι η Ρωσία μπορεί ποτέ «να ανορθωθεί (…) σε βαθμό που να γίνει αξιόλογος εταίρος» της Γερμανίας. Φόβος να διακόψει η Ρωσία τη διοχέτευση φυσικού αερίου και πετρελαίου στη Γερμανία αποκλείεται επειδή η ενέργεια εξακολουθεί να αποτελεί για τη Ρωσία ίσως τον μοναδικό μοχλό για ανάπτυξη της χώρας.
Ο δεύτερος λόγος είναι πιο ουσιαστικός. Το Βερολίνο διαπίστωσε ότι η Ρωσία αυξάνει συστηματικά το τελευταίο διάστημα τη διείσδυσή της στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη. Η κατασκευή ατομικού αντιδραστήρα στην Ουγγαρία –έναντι ρωσικού «δανείου» 15 δισ. δολαρίων –και η εξάπλωση του ρωσικού ενεργειακού δικτύου στα Βαλκάνια συμπίπτουν με τη μείωση των γερμανικών εξαγωγών προς τη ΝΑ Ευρώπη, μια από τις κυριότερες περιοχές εξαγωγής γερμανικών προϊόντων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



