«Ηταν τόσο γλυκιά. Και ήσυχη. Ησυχη και γλυκιά»… Αντιμέτωποι με το ακατανόητο, οι γονείς της παλεύουν να βρουν τη σωστή διατύπωση. «Πρέπει να είναι ακόμη εδώ. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκε». Οι φράσεις τους κόβονται κομμάτια, τα θραύσματα επαναλαμβάνονται, μια άγαρμπη προσπάθεια να υφανθεί ένα δίχτυ ασφαλείας, έστω με πρόχειρα υλικά, ταπεινά, λέξεις απλές, συνηθισμένες. «Ο Φόσε φέρνει ανθρώπους, που δεν είναι κύριοι του λόγου, αντιμέτωπους με πραγματικότητες που υπερβαίνουν τον λόγο» γράφει εξαιρετικά εύστοχα η Ντοροτέ φον Χαμερστάιν. Ενας λόγος ελλειπτικός, ακόμη και κουραστικός ή δυσλειτουργικός θα έλεγε κανείς, έτσι όπως ακολουθεί μια ροή αυτιστική, κλειστή και περιορισμένη (θα φύγω, να φύγεις, φύγε, όλα έχουν φύγει, τίποτα δεν έμεινε, κ.ο.κ.).
Και όμως: αυτός ο περιορισμένος λόγος, όταν βυθιστεί στην απέραντη οδύνη, όταν πνιγεί στην απώλεια, χτυπάει φλέβα λυρική, τινάσσεται με ορμή και διοχετεύεται με άφατο ρομαντισμό: «Κι εκείνος ήρθε περπατώντας προς εμένα κι η βροχή στα μαλλιά του… Εκείνο που ποτέ δεν αλλάζει είναι η βροχή στα μαλλιά του… Διέσχισε τις αποβάθρες μόνη στο σκοτάδι κι εκείνος ήρθε περπατώντας προς εμένα μέσα στο τόσο δικό του φως…»: προσπαθώντας να αναπαραστήσουν τον χαμό της κόρης τους, οι δύο γονείς καταφεύγουν στην ποίηση. Δεν επιλέγουν ως όπλο τους τη λογική ούτε καν την ψυχολογία. Η ανάγκη να κατασκευάσουν μια όμορφη ιστορία προσφέρει τη μεγαλύτερη ικανοποίηση, τη μοναδική διαφυγή.
«Death is the mother of beauty»: ο θάνατος είναι η μητέρα της ομορφιάς, γράφει ο Γουάλας Στίβενς και οι δυο τους θέλουν να ερμηνεύσουν την αυτοκτονία της κόρης τους ως την πλέον όμορφη ιστορία αγάπης. Η Κόρη και ο Θάνατος, θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της και στην ιστορία αυτή η Κόρη παρουσιάζεται από μικρή ερωτευμένη με τον όμορφο, μυστηριώδη νέο που επιμένει πως δεν πρέπει να της αρέσει αλλά αυτή του εξομολογείται πως τον σκέφτεται όταν είναι ξαπλωμένη τα βράδια, τον σκέφτεται σαν μια θάλασσα που της προσφέρει γαλήνη, τον διεκδικεί και τον αποζητεί μέχρι τέλους. «Εμείς οι δύο είμαστε ένα» της λέει ο καλός της, που την καλεί να έρθει κοντά του ένα βροχερό βράδυ, ένα βράδυ που της χαϊδεύει τα μαλλιά και τη φιλάει, ένα βράδυ όπου επιτυγχάνεται τελικά η απόλυτη ένωσή τους, «και δεν θα φύγουμε ποτέ ο ένας μακριά από τον άλλο» υπόσχονται καθώς σμίγουν, αιώνιοι εραστές, «γιατί η αγάπη είναι σαν τον θάνατο» και η μόνη αληθινή ομορφιά είναι αυτή που πρέπει να πεθάνει, να χαθεί, να σβήσει.
Από τη μία η μελαγχολική, πεισιθάνατη φαντασίωση ενός κοριτσιού που αγκαλιάζει τον θάνατο με όλο της το είναι· από την άλλη, η άβολη, απογυμνωμένη πραγματικότητα ενός χωρισμένου ζευγαριού που συναντιέται ύστερα από ένα τηλεφώνημα για να μοιραστεί την είδηση της αυτοκτονίας της κόρης του. Η αντιπαράθεση αυτή, τόσο διακριτική, τόσο αιθέρια, τόσο ρευστή, θα μπορούσε να περιγραφεί, όπως έχει ήδη γίνει από μελετητές του Φόσε, ως «σκηνικό ποίημα».
Την ποιητική, ονειρική αυτή ατμόσφαιρα προσπάθησε να ανασυνθέσει επί σκηνής ο Γιάννης Χουβαρδάς. Εντυσε τους ηθοποιούς στα λευκά και έστησε στο κέντρο της σκηνής ένα παγοδρόμιο: την παγωμένη αυτή ερωτική αρένα διασχίζει με χάρη η Κόρη και την ακολουθεί αβίαστα ο Φίλος. Γύρω-γύρω στέκονται ή κάθονται οι άλλοι πρωταγωνιστές του δράματος, οι γονείς της, στις «κανονικές» αλλά και στις «νεανικές» εκδοχές τους: όπως είναι τώρα και όπως ήταν πριν από είκοσι χρόνια, όταν περίμεναν την κόρη τους να γεννηθεί, όταν την έβλεπαν να κλείνεται στον εαυτό της, όταν της ανακοίνωσαν πως θα πάρουν διαζύγιο κ.ο.κ.
Το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης κυλάει βασανιστικά αργά και, το χειρότερο, δημιουργώντας διαρκώς την αίσθηση ότι ούτε ο τόνος ούτε ο ρυθμός είναι σωστοί σε αυτό το μουσικό σύνολο σπασμένων και ναυαγισμένων φράσεων. Το ζεύγος Λυδίας Φωτοπούλου – Νίκου Καραθάνου, ως μητέρα και πατέρας, προσδίδει έναν κλαψιάρικο αισθησιασμό στους διαλόγους τους, τονίζει τη δραματικότητα των παύσεων, αλλοιώνει τον μινιμαλισμό του Φόσε προτάσσοντας μια επιτηδευμένα λαβωμένη «ευαισθησία», που κραυγάζει διαρκώς «είμαι στο χείλος του γκρεμού, κοιτάξτε με!». Στον αντίποδα, το ζεύγος Μαρίας Πρωτόπαππα – Γιάννου Περλέγκα (οι γονείς σε νεαρή ηλικία) κρατά χαμηλό προφίλ, αποφεύγει κάθε υπερβολή, συμπλέει περισσότερο με το κείμενο, δεν μπορεί όμως να μη σκεφθεί κανείς ότι οι δύο καλοί αυτοί ηθοποιοί χαραμίζονται σε δύο ανιαρούς ρόλους, πολύ κατώτερους των δυνατοτήτων τους.
Το τρίτο ζεύγος παρουσιάζει το μεγαλύτερο ή μάλλον το μοναδικό ενδιαφέρον. Η Αλκηστις Πουλοπούλου φέρει μιαν αθωότητα και έναν ρομαντισμό που ταιριάζει στον ρόλο της Κόρης, ενώ ο Χρήστος Λούλης την ακολουθεί σε ουδέτερο στυλ, αμέριμνος και αμέτοχος –επειδή ο θάνατος δεν μπορεί να είναι συμμέτοχος, φαντάζομαι. Και οι δυο τους χρειάζονταν περισσότερη σκηνοθετική καθοδήγηση: η Πουλοπούλου όσον αφορά την «εξέλιξη» της φωνής της, καθώς αυτό το κοριτσίστικο ηχόχρωμα κουράζει από ένα σημείο και πέρα. Ο Λούλης προκειμένου να γίνει πιο συγκεκριμένος, να πλάσει ένα πιο καθαρό, πιο ιδιαίτερο πορτρέτο του «Φίλου», και να μην αρκείται σε γοητευτικά περιγράμματα.
Η αδυναμία των ηθοποιών να συνυπάρξουν ουσιαστικά και να συμπορευτούν, οι διαρκείς «παραφωνίες» που μας πετάνε εκτός και δεν επιτρέπουν στον ρομαντισμό να απλωθεί όπως του ταιριάζει –παρά την προσπάθεια που γίνεται προς το τέλος, συνοδεία τραγουδιού από την ταινία «ΤheTwilight Zone» –αφήνουν έντονη την αίσθηση ενός θολού, αβέβαιου σκηνοθετικού οράματος που δεν κατάφερε ποτέ να μετουσιωθεί σε ολοκληρωμένη θεατρική πράξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ