Το ότι στη Δημόσια Υπηρεσία δεν είναι όλοι άριστοι είναι πασίδηλο. Προκύπτει α) από την αίσθηση του πολίτη σε κάθε επαφή του με το κράτος, β) απ’ ό,τι αποκομίζει ο ξένος δημόσιος λειτουργός που γνώρισε τον εδώ αντίστοιχο συνάδελφό του (εμπειρία που μεταφέρει στη χώρα του διαχέοντας την αρνητική εντύπωσή του και σε βάρος των πραγματικώς άξιων υπαλλήλων αλλά και του τόπου), γ) από τις τεκμηριωμένες μελέτες σε ό,τι αφορά τη λειτουργική αποδοτικότητα της δημόσιας διοίκησης και δ) από τη γνώση κάποιων που, συμμετέχοντας σε Συμβούλια Κρίσεως για την ανάδειξη των υποψηφίων σε γενικούς διευθυντές, βρέθηκαν ενώπιον υπηρεσιακών φακέλων που… μόνο ζήλια προκαλούσαν στους κριτές.
Με ποσόστωση όμως αντιμετωπίζεται το πρόβλημα; Οπου μόνο το 25% θα κρινόταν ως άριστο; Οχι περισσότεροι; Οχι ενδεχομένως και λιγότεροι;
Ποσόστωση μόνο από τα αποτελέσματα μιας αξιολόγησης μπορεί να προκύψει. Και μπορεί να είναι αυτή όσο αυστηρή επιβάλλεται. Και επιβάλλεται. Κάθε άλλη ρύθμιση αριθμητικού προκαθορισμού θα πάσχει από πολλαπλή –ακόμα και συνταγματική –παρανομία. Η λύση, ή έστω ένα μέρος αυτής, βρίσκεται στον «κατά χειρισμό θέματος» (piecemeale valuation) του κάθε υπαλλήλου και στην ηθικοπολιτική ακεραιότητα των κριτών. Γιατί αν αυτά κατορθωθούν, τότε τα οποιαδήποτε ποσοστά θα είναι όχι προκαθορισμένα αλλά προκύπτοντα και… κοινωνικά νομιμοποιημένα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ