«Ο Λευτέρης μού έδωσε να διαβάσω το “Cleansed” (“Καθαροί, πια”), στα τέλη του ’99 νομίζω. Το ήθελε πολύ, μου είχε πει. Πάντα αυτό έλεγε: “Το θέλω πολύ”. Χωρίς μεγάλες κουβέντες και χωρίς αναλύσεις. Και χωρίς προκαθορισμένες απόψεις. Κι έφτιαξε μια μεγαλειώδη παράσταση. Δεν ξέρω, ούτε καν τώρα, πώς μου φάνηκε το έργο σ’ εκείνη την πρώτη ανάγνωση. Θυμάμαι όμως καλά τον τρόμο του κειμένου: πώς να το αγγίξω απαλά για να μην το σπάσω. Ή για να μην το πονέσω κι άλλο»: θυμάται η Τζένη Μαστοράκη, ποιήτρια και μεταφράστρια, η οποία μετέφρασε αριστοτεχνικά τη Σάρα Κέιν που της πρωτογνώρισε ο Λευτέρης Βογιατζής.
Ο έλληνας σκηνοθέτης είχε τα αντανακλαστικά για να καταλάβει από πολύ νωρίς κάτι που οι συμπατριώτες της Βρετανοί –με επικεφαλής ως συνήθως τους σκληροπυρηνικούς κριτικούς –αρνούνταν να της αναγνωρίσουν: ότι πίσω από την ατέρμονη πάλη της Κέιν με την κατάθλιψη, τα ψυχοφάρμακα, τη νοσηλεία σε ψυχιατρικές κλινικές και τελικά την αυτοκτονία της στις 20 Φεβρουαρίου του 1999 στα 28 της χρόνια υπήρχε μια συγγραφική ιδιοφυΐα. Τα πέντε θεατρικά έργα και η μία ταινία μικρού μήκους («Skin») που πρόλαβε να κληροδοτήσει στην παγκόσμια δραματουργία ανεβαίνουν ξανά και ξανά, είναι όμορφα βίαια και λειτουργούν σαν διαυγή, καλογραμμένα και καθόλου παραληρηματικά σημειώματα που άφησε μια καλλιτέχνις προτού τραβήξει με βία προς τα κάτω την αυλαία της ζωής της.
Εφέτος θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η θεατρική χρονιά της Σάρα Κέιν. Ενα μπαράζ από ανεβάσματα έργων της σε κεντρικές και εναλλακτικές σκηνές, από καταξιωμένους σκηνοθέτες αλλά και από πρωτοεμφανιζόμενους, μας κάνουν να αναρωτηθούμε: Μήπως σήμερα που το κλίμα στην Ελλάδα αποκαθηλώνει με μεγαλύτερη ευκολία τις lifestyle φούσκες και την επίπλαστη κανονικότητα, σε μια εποχή που οι άνθρωποι εξαιτίας της κρίσης μιλούν πιο ανοιχτά για τη θλίψη ή και την κατάθλιψή τους, μια συγγραφέας σαν την Κέιν είναι πιο ευπρόσδεκτη από ποτέ;
Η Τζένη Μαστοράκη θυμάται ότι κατά τη διάρκεια του «Καθαροί, πια» υπήρχαν «διακριτικές αποχωρήσεις. Θυμάμαι δύο θεατές να φεύγουν στην πρεμιέρα, μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο. Ο Λευτέρης μού έλεγε ότι κατά μέσο όρο υπήρχαν τέσσερις αποχωρήσεις σε κάθε παράσταση μετά την πρώτη σκηνή. Δεν τους αδικώ εκείνους που έφευγαν. Είναι δύσβατο το σκοτάδι της Κέιν –κυρίως αν το κοιτάς από κάπου απέναντι και αναρωτιέσαι: Τι δουλειά έχω εδώ εγώ, ένας πάμφωτος και τέρας υγείας;». Ούτε και η Σάρα αδικούσε τους θεατές που τρέπονταν σε φυγή. Απεναντίας, κολακευόταν: «Θεωρώ ασυγχώρητο να μην υπάρχουν αποχωρήσεις σε μια παράστασή μου. Η παράσταση δεν έχει πετύχει αν όλα βαίνουν ομαλά».
Ο Δημήτρης Τάρλοου ετοιμάζεται αυτή την εποχή για την πρεμιέρα του έργου της Κέιν «Ερείπια» («Blasted»), που θα ανέβει στο θέατρο Πορεία στις 27 Μαρτίου. Ο ίδιος υπογράφει τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία: «Πριν από δύο καλοκαίρια διάβασα τα άπαντα της Κέιν και ανακάλυψα μια πραγματικά σπουδαία συγγραφέα. Μου άρεσε τόσο που τα μετέφρασα όλα, εκτός από το “Crave” (“Λαχταρώ”), το οποίο ήταν πολύ ποιητικό για τα γούστα μου. Το “Blasted” είναι το πιο τραχύ και εκρηκτικό της έργο. Η λέξη σημαίνει “έκρηξη, διαολεμένος, σακατεμένος, πιωμένος”. Διάλεξα το “Ερείπια”, που τα περικλείει όλα. Μιλάει για τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου από τους Αμερικανούς, αλλά ταυτόχρονα έχει πολλές μεταφορές. Αυτό το έργο θα είναι πάντα πέτρα του σκανδάλου. Οι σκηνές του προκαλούν φρίκη και δυσανεξία».
Ηρθε άραγε η ώρα που οι θεατές είναι πιο έτοιμοι από ποτέ για τα σκοτάδια της Κέιν; Ο σκηνοθέτης αμφιβάλλει: «Το κοινό έχει στραφεί σήμερα, αλλά και χειραγωγείται προς μια διασκέδαση πολύ πιο συντηρητική και βλακώδη. Βλέποντας ένα έργο της Κέιν, είναι πολύ εύκολο για κάποιον να πει ότι πρόκειται για μια ψυχοπαθή που γράφει φρικώδη πράγματα, επειδή αποφεύγει να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Οι υποψιασμένοι θεατές σίγουρα το βλέπουν αλλιώς. Δεν πιστεύω όμως ότι ο κόσμος είναι έτοιμος να αναμετρηθεί με τους δαίμονές του. Εγώ πάντως οφείλω να κάνω μια παράσταση που απευθύνεται σε όλους».
Η σκηνοθέτρια Αντζελα Μπρούσκου είναι από τα πιο ταιριαστά πρόσωπα που θα μπορούσαν να μεταφράσουν και να ανεβάσουν Κέιν στην Ελλάδα και αυτή την εποχή και ως τις 9 Φεβρουαρίου μάς συστήνει στο Bios τη δική της εκδοχή του «4.48 Ψύχωση». Το έργο αναφέρεται στην ειδική ώρα πριν από την ανατολή: ένας χρόνος καταγεγραμμένος ως μία στιγμή ακραίας διαύγειας, αλλά και στατιστικά η ώρα κατά την οποία διαπράττονται πολλές αυτοκτονίες: «Ηθελα να το ανεβάσω από τότε που είχα ανεβάσει Μαργαρίτα Καραπάνου. Θυμάμαι ότι το είχα δείξει στη Μαργαρίτα και είχε πάθει σοκ, το είχε λατρέψει. Η Καραπάνου είναι η δική μας Σάρα Κέιν, με τη διαφορά ότι εκείνη ήθελε να χάνεται σε πιο παραμυθένιους κόσμους που έφτιαχνε, ενώ στην Κέιν είναι πιο έντονα το Εγώ και ο κόσμος, έχει πιο πολιτική γραφή».
Το συγκεκριμένο έργο καταπιάνεται με πράγματα που «όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποια στιγμή βιώσει, έστω και για τριάντα δεύτερα, σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής τους. Το έργο δεν είναι σπουδαίο επειδή αυτοκτόνησε. Αλλά τυχαίνει να είναι αριστούργημα. Σατιρίζει και την αποτυχία της ψυχοθεραπείας, η ίδια με πολύ σθένος προσπαθούσε να μην πάρει ψυχοφάρμακα, παλεύει με τους δαίμονές της, δεν τους καταστέλλει, τους εκθέτει. Σε μια τόσο δύσκολη εποχή θεωρούμαστε όλοι κλινικές περιπτώσεις. Θέλουμε άμεσα αποτελέσματα για τη δουλειά, για τη σεξουαλική μας ζωή, για όλα. Δεν ψάχνουμε τα βαθύτερα αίτια, προτιμούμε να υπνωτιζόμαστε με χάπια, αποφεύγουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα».
Θεωρεί ότι το ελληνικό κοινό είναι πλέον πιο ανοιχτό σε τέτοια θέματα: «Ολα γύρω μας ακροβατούν στα όρια. Η καθημερινότητα αδυνατεί να μακιγιάρει τραύματα. Κάθε μέρα βαλλόμαστε από τόσο τρομερές εικόνες, είναι σχεδόν πορνογραφική η σχέση μας με τον πόνο. Και ξαφνικά έρχεται η Κέιν και λειτουργεί σαν κάθαρση, μας καθαγιάζει».
Εκτός από την αυθεντική Σάρα όμως, η σκηνοθέτρια έχει εντοπίσει και διάφορες «Σάρα-μαϊμού» σε αθηναϊκές σκηνές: «Κάποιοι ανεβάζουν Κέιν κόβοντας για παράδειγμα τον τίτλο του έργου στη μέση και κρατώντας είτε το “4.48” είτε το “Ψύχωση”, δηλώνοντας ότι η παράσταση είναι “εμπνευσμένη” από το έργο της. Αν είσαι απλά εμπνευσμένος από κάτι, οφείλεις να βάλεις άλλον τίτλο. Αλλιώς αυτό που κάνεις είναι να τσιμπολογάς το σώμα και τη γραφή της, αλλάζεις ένα κόμμα και μια τελεία προκειμένου να μην πληρώσεις τα πνευματικά δικαιώματα, δεν παύει όμως να είναι κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Μακάρι να φτάσουμε σε τέτοιο σημείο επιφοίτησης, ώστε να μπορέσουμε να γράψουμε τέτοια έργα».
Ο Τίνκερ, η Κέιν και οι ηθοποιοί
Ο Μιχάλης Οικονόμου θα αναμετρηθεί με τον ρόλο του Τίνκερ στο «Καθαροί, πια», που θα ανέβει στα τέλη Φεβρουαρίου σε σκηνοθεσία Εφης Γούση και μετάφραση Εβίτας Τσοκάντα σε χώρο που δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί: «Ο Τίνκερ βασανίζει σωματικά και ψυχολογικά τα μέλη ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος. Είναι ο Θεός, ο Σατανάς, το Σύστημα. Νιώθω πολύ τυχερός γι’ αυτόν τον ρόλο, μαζί και καταραμένος. Αλλοι ονειρεύονται να παίξουν Αμλετ, εγώ πάντα τον Τίνκερ ήθελα. Μου ήρθε κομματάκι νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενα, ίσως να μου πήγαινε περισσότερο σε καμιά δεκαριά χρόνια, αλλά αφού ήρθε τώρα, τώρα θα λογαριαστούμε».
Ο Μιχάλης Οικονόμου θα αναμετρηθεί με τον ρόλο του Τίνκερ στο «Καθαροί, πια», που θα ανέβει στα τέλη Φεβρουαρίου σε σκηνοθεσία Εφης Γούση και μετάφραση Εβίτας Τσοκάντα σε χώρο που δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί: «Ο Τίνκερ βασανίζει σωματικά και ψυχολογικά τα μέλη ενός ακαδημαϊκού ιδρύματος. Είναι ο Θεός, ο Σατανάς, το Σύστημα. Νιώθω πολύ τυχερός γι’ αυτόν τον ρόλο, μαζί και καταραμένος. Αλλοι ονειρεύονται να παίξουν Αμλετ, εγώ πάντα τον Τίνκερ ήθελα. Μου ήρθε κομματάκι νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενα, ίσως να μου πήγαινε περισσότερο σε καμιά δεκαριά χρόνια, αλλά αφού ήρθε τώρα, τώρα θα λογαριαστούμε».
Πιστεύει ότι αυτό το έργο «είναι όλη η ψυχοθεραπευτική σε μιάμιση ώρα. Αυτό που έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος είναι να καταφέρει να γεφυρώσει τον φωτεινό του εαυτό, τον κοινωνικά και χριστιανικά ορθό, με τον σκοτεινό, τον πρωτόγονο, τον αμαρτωλό, γιατί όλοι έχουμε κι από τους δύο και να μη νιώθει ενοχές για το ασυμβίβαστο αυτών των δύο. Η Κέιν σού φωνάζει στα μούτρα ότι είσαι και το ένα και το άλλο και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα μ’ αυτό».
Η Λένα Παπαληγούρα (φωτογραφία) θα υποδυθεί την Κέιν στα «Ερείπια» του θεάτρου Πορεία: «Μία γυναίκα που είχε σχέση με τον πολύ μεγαλύτερό της Ιαν (Ακύλας Καραζήσης). Το έργο σκιαγραφεί τη βία μεταξύ τους που ξεσπά μέσα σε ένα δωμάτιο. Η αναρχία και η αλήθεια της Κέιν ξεβολεύουν τον θεατή. Ξεγυμνώνεται τόσο μέσα από τη γραφή της και αυτό δεν σε αφήνει ανεπηρέαστο. Με όσα συμβαίνουν σήμερα γύρω μας είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε περισσότερο από ποτέ την απόγνωση τέτοιων έργων. Επίσης έχουμε ανάγκη από τέχνη που μας ξυπνά και μας μετακινεί. Και η Κέιν το κάνει καλύτερα απ’ τον καθένα».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



