Πέντε Γερμανοί, μεγαλοστελέχη της Siemens, ήρθαν εν κρυπτώ στην Ελλάδα, απολογήθηκαν στον ανακριτή και έφυγαν… Συνολικά έχουν ήδη απολογηθεί 10 Γερμανοί για τη σύμβαση ΟΤΕ – Siemens (8002/1997). Υπόμνημα έχει υποβάλει και ο πρόεδρος του ΔΣ της εταιρείας την επίμαχη περίοδο Χάινριχ φον Πίρερ, αναμένεται πάντως να απολογηθεί με αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
Οι πέντε βασικοί ταμίες στο σκάνδαλο της Siemens, επτά χρόνια μετά την αποκάλυψη των μαύρων πληρωμών, μίλησαν για τις διαδρομές των «προμηθειών» κατά τους ίδιους, των μιζών σύμφωνα με το ελληνικό κατηγορητήριο. Δεν αποκάλυψαν πάντως τα πρόσωπα στα οποία κατέληγαν τα εμβάσματα. Ενας από αυτούς, ο Χανς-Βάλτερ Μπερνζάου, παραδέχτηκε συζητήσεις στη Γερμανία για τα δύο μεγάλα ελληνικά κόμματα που εναλλάσσονταν στην εξουσία, αλλά όχι συγκεκριμένα πρόσωπα. Περιέργως αρνείται ότι συνεργάστηκε με τον Χρήστο Καραβέλλα, με τον οποίο είναι γνωστές οι στενές του σχέσεις.
Για πρώτη φορά οι Γερμανοί, πρώην μεγαλοστελέχη της εταιρείας αντιμέτωπα με την ελληνική Δικαιοσύνη, ήρθαν και έφυγαν χωρίς να τους επιβληθούν περιοριστικοί όροι. Στις απολογίες τους, τις οποίες φωτίζει «Το Βήμα», έχουν ανακαλέσει πολλά σε σχέση με αυτές που έφτασαν από τη γερμανική Εισαγγελία πριν από πέντε χρόνια και προκάλεσαν τον γνωστό πολιτικό σεισμό. Κάτω από μισόλογα πάντως και αρνήσεις περιγράφουν ότι συγκεκριμένα πρόσωπα, που είναι και βασικοί κατηγορούμενοι στη χώρα μας (και στη δίκη για τον πρώην υπουργό Αν. Μαντέλη που άρχισε τελικά), επισκέπτονταν το Μόναχο και ζητούσαν τις επονομαζόμενες «ωφέλιμες» πληρωμές.
Ανάμεσα στα πέντε στελέχη είναι και ο βασικός ταμίας Ράινχαρτ Σίκατσεκ, το πρόσωπο που πρωταγωνιστούσε στις «μαύρες πληρωμές» προς την Ελλάδα, ο οποίος εμφανίζεται να ξεχνά τα εκατομμύρια ευρώ που διακινήθηκαν προς στελέχη του ΟΤΕ. Συνομιλητής του, λέει, ήταν κυρίως ο Πρόδρομος Μαυρίδης, ενώ ο Μιχάλης Χριστοφοράκος συνομιλούσε με ανωτέρους του. Θυμάται όμως ότι άλλα μεγαλοστελέχη από τη Γερμανία του είχαν πει ότι κάποια από τα χρήματα που καταβάλλονταν προορίζονταν για ελληνικά πολιτικά κόμματα.
Η απολογία του είναι πολύ πιο αποστασιοποιημένη από εκείνη που έδωσε στη γερμανίδα εισαγγελέα Χίλντεγκαρντ Μπόιμλερ-Χεσλ το 2006. Επιμένει μάλιστα ότι μέρος των χρημάτων που εντοπίστηκαν στην Ελβετία θα πήγαινε σε επενδύσεις στα Βαλκάνια. Είναι γεγονός ότι σε κάθε απολογία ή κατάθεσή του ο Ρ. Σίκατσεκ ανακαλεί κάτι από όσα είχε πει αρχικά, με αποτέλεσμα να αποδομείται σημαντικά το κατηγορητήριο που κτίστηκε στη χώρα μας.
Στις 10 Δεκεμβρίου ενώπιον του έλληνα ανακριτή κ. Νίκου Πιπιλίγκα απολογήθηκε και το άλλο σημαντικό πρόσωπο του σκανδάλου, ο Βόλφγκανγκ Ρούντολφ. Είναι το στέλεχος που κατέθεσε τα 250.000 γερμανικά μάρκα στον πρώην υπουργό Αν. Μαντέλη με αποτέλεσμα σήμερα να δικάζεται για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Στην απολογία του ο Β. Ρούντολφ –πιθανότατα δεν θα βρεθεί δίπλα στον Αν. Μαντέλη αλλά σε άλλο δικαστήριο –όταν ερωτάται για την κρίσιμη καταβολή παραδέχεται: «Εγώ πραγματοποιούσα μόνο τις πληρωμές, δεν έπρεπε να ξέρω το υπόβαθρο της σύμβασης». Ολοι πάντως στις απολογίες τους έχουν προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες ακόμη και με τους έλληνες εμπλεκομένους.
Την περασμένη εβδομάδα απολογήθηκαν και τα γνωστά πλέον από την ελληνική δικογραφία πρώην μεγαλοστελέχη της γερμανικής εταιρείας Λούντβιχ Γιάσπερ και Ρόναλντ Κοχ. Και αυτοί επικαλέστηκαν τις δίκες τους στη Γερμανία και έθεσαν θέμα «ne bis in idem». Αποτελεί αγκάθι για το Συμβούλιο Εφετών η αρχή ότι δεν μπορείς να καταδικαστείς για την ίδια υπόθεση από δύο ευρωπαϊκά δικαστήρια, που θα αντιμετωπίσει σε λίγους μήνες.
Σίκατσεκ: «Δεν είδα…»

Από απλός υπάλληλος άρχισε να εργάζεται στη Siemens ο Ρ. Σίκατσεκ. Οπως ομολογεί, την περίοδο 2001-2002 «πληροφορήθηκα ότι ο Μαυρίδης έπρεπε να λάβει για επιχειρηματικούς σκοπούς ποσά ύψους μέχρι το 8% του κύκλου εργασιών του τομέα ICN (τηλεπικοινωνιών), του προηγουμένου έτους στην Ελλάδα». Στη συνέχεια για καταβολές προς Μαυρίδη και Placid Blue απάντησε: «Δεν θυμάμαι αν είχα ρωτήσει σχετικά τους Μπενζάου, Νιντλ, Κουτσενρόιτερ και Χριστοφοράκο σχετικά με τον σκοπό πληρωμών από την Placid Blue, αλλά μου είχε απαντηθεί ότι τα χρήματα προορίζονταν για πολιτικά κόμματα…».
Παραδέχτηκε ότι το σημείωμα «2% πολιτική» έφερε τον γραφικό του χαρακτήρα, αλλά ότι είχε γραφεί σε post it. Σε σχέση με την ενημέρωση των ανωτέρων του για τις «διακριτικές πληρωμές» επιμένει ότι είχε ενημερώσει μόνο τον Γκάνσβιντ (οι δυο τους είχαν μεγάλη αντιπαράθεση στο Πρωτοδικείο του Μονάχου, κυρίως όταν ο Γκάνσβιντ τον κατηγόρησε για αθέμιτο πλουτισμό).
Ρούντολφ: οι πληρωμές


Ο Ρούντολφ ευθέως παραδέχεται ότι είχε την ευθύνη των «διακριτικών πληρωμών». Το πρώτο βήμα, όπως λέει, γινόταν από τα τμήματα πωλήσεων και εκείνα αποφάσιζαν αν οι πληρωμές θα γίνονταν με κανονικό ή διακριτικό τρόπο. «Επαιρνα εντολές από τον Νιντλ, ο Σίκατσεκ υπέγραφε άλλο έγγραφο και συγκεκριμένα ένα παραστατικό λογιστηρίου για την εκταμίευση των χρημάτων». Υπογραμμίζει επίσης ότι ο Χρ. Καραβέλλας «με επισκεπτόταν συχνά στο Μόναχο για να διασφαλίσει ότι οι πληρωμές θα γίνουν το συντομότερο δυνατόν. Στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον Μαυρίδη, ο οποίος ζητούσε και μετρητά».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ