Στα φανάρια, πέρυσι, ο θάνος αγόρασε το πιο αστείο αντικουνουπικό. Μια ρακέτα που, έτσι και το πετύχει το οπισθόβουλο έντομο, με μια λευκή λάμψη και ένα εκρηκτικό τσαφ, το αφήνει στον τόπο. Μα αυτές οι παμπόνηρες κουνουπίτσες, λες και το καταλαβαίνουν, όλο χάνονται και κρύβονται στα πιο απρόσιτα σημεία. Τέρμα, λοιπόν, αυτή την εβδομάδα αγοράζουμε τούλι και φτιάχνουμε κουνουπιέρες. Προστατευμένοι και με ελαφρύ κλιματιστικό που αναβοσβήνει για μιαν απαλή δροσιά, έχουμε στήσει τον ιδεώδη καμβά για να δούμε παλιές ταινίες. Αυτό κάναμε χθες το βράδυ.

Η τηλεόραση πρόβαλλε μια υπέροχη, ελαφριά κωμωδία της δεκαετίας του ’60. Τίτλος της, «Η κυρία και οι άνδρες της». Στον ρόλο της κυρίας, η Σίρλεϊ Μακ Λέιν και από αγόρια ο Ντιν Μάρτιν, ο Ρόμπερτ Μίτσαμ, ο Πολ Νιούμαν, ο Τζιν Κέλι, μια πλειάδα σπουδαίων ηθοποιών. Το θέμα, ιδιαιτέρως διασκεδαστικό. Μια ωραία γυναίκα, που όμως δεν αγαπά το χρήμα, απορρίπτει τον πλούσιο γαμπρό, τον πλουσιότερο της πόλης, τον οποίο η μαμά της τής προξενεύει ακριβώς για τα πλούτη του, και παντρεύεται διαδοχικά τέσσερις άλλους, στους οποίους φέρνει τόσο γούρι, που φιναλμέντε όλοι γίνονται Κροίσοι… και όλοι πεθαίνουν!

Ο αμερικανικός τίτλος της ταινίας, «What a Way to Go!» (τι τρόπος για να πεθάνεις), ενδεικτικός. Εν τέλει, καταλήγει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή για να πει τον καημό της. Ο ψυχίατρος, έχοντας αντίκρυ του την κληρονόμο των 200.000.000 δολαρίων, αναρωτιέται μήπως, αν της την πέσει, θα κάνει την τύχη του. Σε αυτή τη ζάλη του, πέφτει ξερός στο πάτωμα και, τη στιγμή εκείνη, να σου και ο κύριος που καθαρίζει το κτίριο και τα γραφεία. Που είναι ποιος; Το πρώτο πρώτο φλερτ, ο ίδιος που η μητέρα επέμενε να πάρει. Δεν το έκανε η θυγατέρα, τον άφησε και ο χριστιανός… φτώχυνε! Αγκαλιάζονται, φιλιούνται με γαλλικό φιλί, παντρεύονται, σκαρώνουν τρία παιδιά και ο φτωχούλης βρίσκει… πετρέλαιο στην αυλή του! Που ευτυχώς δεν είναι πραγματικό, γι’ αυτό και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Αλλά τι κορίτσι και αυτή η Μακ Λέιν. Τα πόδια της, τα ωραιότερα, τα πιο κομψά του Χόλιγουντ. Κολλά το μάτι και δεν ξεκολλά. Δεν έχω ξαναδεί τόσο φίνα πόδια: Γάμπες, μηροί, ποπός. Η τελειότης. Το ίδιο έλεγαν και για το φωτεινό, εξαίσιο δέρμα της. Και αν μια γυναίκα έχει ωραία πόδια και δέρμα, δεν χρειάζεται άλλο τι. Ασε που, εν προκειμένω, το κορίτσι μας έχει και αυτά τα μπιρμπίλικα, έξυπνα ματάκια.

Σε όλα τα έργα της και πολύ περισσότερο σε τούτο εδώ, η Σίρλεϊ κατακτά την οθόνη. Τόσο χαριτωμένη, χαμογελαστή, με ευχέρεια και άνεση στον λόγο, δεν γίνεται παρά να τους συνεπάρει όλους. Ολους τους συζύγους και όλους εμάς που τη χαζεύουμε. Θυμηθείτε απλώς την «Τροτέζα (Irma la Douce)» με τον Τζακ Λέμον, ο οποίος υποδύεται τον καλό μπάτσο που την ερωτεύεται. Και πώς, δηλαδή, να ξεφύγεις από τη γλυκιά παγίδα; Προσωπικά, τη θαυμάζω επειδή ακριβώς δεν πρόκειται για μια δίμετρη νταρντάνα, τύπου σούπερ μόντελ, παρά για μια αληθινή και πραγματικά ελκυστική γυναίκα. Χωρίς υπερβολές, χωρίς σέξι πόζες, επιθυμητή, λαχταριστή και όλο χάρη.

Στη ζωή της διέγραψε μιαν ενδιαφέρουσα πορεία, καθώς αργότερα το γύρισε κάπως στα μεταφυσικά, αλλά και αυτό με μέτρο και χωρίς ακρότητες. Κατέθεσε τις απόψεις της και τις προσωπικές εμπειρίες της, δίχως να προσπαθήσει να στρατολογήσει τους άπιστους και δίχως σαχλές προβολές. Αυτό, δηλαδή, που έπρεπε ή νόμιζε στην κάθε περίπτωση. Εβδομήντα οκτώ χρόνων σήμερα, εξακολουθεί να παίζει σε ταινίες. Της εύχομαι κάθε καλό, γιατί πραγματικά το αξίζει. Η Σίρλεϊ ενσαρκώνει μιαν ιδέα, κάτι σαν αιώνιο σύμβολο χάριτος…