Αυτές τις ημέρες, σε αίθουσες του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, εκτίθενται για πρώτη φορά αντικείμενα από μια πολύτιμη συλλογή ιστορικών τεκμηρίων και έργων τέχνης που κατέχει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η έκθεση, που θα είναι ανοικτή στο κοινό σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, αποτελεί προϊόν συνεργασίας του Πανεπιστημίου με το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Πρόκειται για μια συλλογή που ήταν άλλοτε στην κατοχή του αιγυπτιώτη καπνέμπορα Ιωάννη Τρικόγλου και δωρήθηκε από τον ίδιο στο Πανεπιστήμιο το 1963. Σήμερα, σύμφωνα με τους όρους της δωρεάς, στεγάζεται σε ξεχωριστό χώρο της κεντρικής πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης που φέρει το όνομα «Τρικόγλειος Βιβλιοθήκη».
Ο ευπατρίδης αυτός ομογενής, που εκτός των άλλων χαρισμάτων του διακρινόταν και από μεγάλη φιλοπατρία συνδυασμένη με βαθιά παιδεία – γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν άλλωστε την πλειονότητα της ελληνικής ομογένειας της Αιγύπτου -, γεννήθηκε το 1888 στην Αλεξάνδρεια, αλλά επαγγελματικά δραστηριοποιήθηκε στο Κάιρο. Σχεδόν ως τον θάνατό του, που συνέβη το 1975 στο Παρίσι, διέθετε μεγάλα ποσά για την αγορά βιβλίων, συχνά σπανίων εκδόσεων και παλαιτύπων, ιστορικοφιλολογικού κυρίως περιεχομένου, ακόμη πινάκων ζωγραφικής, χαρακτικών, σχεδίων, φωτογραφιών, εγγράφων, φυλλαδίων ποικίλων οργανισμών και ιδρυμάτων, εικονογραφημένων πιάτων κ.ά. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των αγορών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και μια χάρτα του Ρήγα, ήταν η Ελλάδα.
Ο ανεκτίμητος πνευματικός και καλλιτεχνικός αυτός θησαυρός, του οποίου τα παλιότερα αντικείμενα ανάγονται στα τέλη του 15ου αι., μπορεί να ταξινομηθεί σε ενότητες, από τις οποίες τρεις είναι μάλλον οι σημαντικότερες. Πρόκειται για ενότητες που αναφέρονται στην Επανάσταση του ’21, στον περιηγητισμό και στον φιλελληνισμό. Ποικίλες συγκυρίες, μεταξύ των οποίων και ο παράγων τύχη, συνέβαλαν ώστε η συλλογή Τρικόγλου να καταλήξει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Δύο πάντως γεγονότα φαίνεται ότι έπαιξαν καταλυτικό ρόλο: ο διωγμός των Ελλήνων της Αιγύπτου μετά την πτώση του Φαρούκ το 1952 και η επαπειλούμενη κατάσχεση των περιουσιών τους και η στενή προσωπική φιλία που υπήρχε ανάμεσα σε έναν έλληνα πολιτικό, τον Μικέ Μαυρογορδάτο, τόσο με τον Τρικόγλου όσο και με τον προπύτανη, πρύτανη και αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου τα έτη 1953 ως 1956 Χαράλαμπο Φραγκίστα. Μεσολάβησαν πολύχρονες όσο και λεπτές διαπραγματεύσεις ώσπου η πνευματική αυτή κιβωτός να περιέλθει το 1963 στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο για γραφειοκρατικούς και όχι μόνο λόγους η συλλογή αυτή εισήλθε στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη μόλις το 1973-74 και την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1975, άρχισε η ταξινόμηση και καταγραφή της.
Το 1993 τυπώθηκε, εκτός εμπορίου, ο κατάλογος των βιβλίων της (γύρω στα 14.000), ενώ το 2006 ολοκληρώθηκε και η ηλεκτρονική τους καταγραφή. Την ίδια χρονιά, στο πλαίσιο του προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας» του Γ’ ΚΠΣ, ψηφιοποιήθηκαν τα χαρακτικά, ποικίλα κειμήλια και τα σημαντικότερα παλαίτυπα. Οι πίνακες ζωγραφικής, τα χαρακτικά, τα σχέδια, οι φωτογραφίες και τα διάφορα κειμήλια ξεπερνούν τις 3.500. Η ηλεκτρονική αναζήτηση των βιβλίων της συλλογής είναι πλέον δυνατή για οποιονδήποτε, ενώ μέσω σχετικής ιστοσελίδας δίδεται πρόσβαση και στα ψηφιοποιημένα έργα τέχνης της. Το πανεπιστήμιο μέσω της έκθεσης αυτής θέλει προφανώς να τιμήσει τον μεγάλο δωρητή. Ο Ιωάννης Τρικόγλου, που επιτυχώς έχει ονομασθεί «πολίτης του οικουμενικού Ελληνισμού», ήταν ένας από τους πολλούς Ελληνες της Διασποράς που έζησαν και διακρίθηκαν εκτός του εθνικού κορμού χωρίς να ξεχάσουν τη μητέρα πατρίδα. Ο Τρικόγλου μπορεί να λεχθεί ότι, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα, ακολούθησε την παράδοση μεγάλων ευεργετών του 19ου αι., στους οποίους το νεοσύστατο νεοελληνικό κράτος οφείλει πολλά. Η δράση τους, ως γνωστόν, αποτελεί μάλλον μια ελληνική ιδιοτυπία, αφού το φαινόμενο αυτό είναι σχεδόν άγνωστο στον υπόλοιπο κόσμο. (Είναι λιγοστές οι χώρες όπου απαντώνται ανάλογα παραδείγματα.) Διαπνεόμενοι από βαθύ και υγιή πατριωτισμό θέλησαν να βοηθήσουν την πατρίδα τους στην αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων, πρωτίστως όμως εκπαιδευτικών και κοινωνικών. Πιστεύοντας ότι η επιβίωση και η προκοπή του νεοσύστατου κράτους θα εξαρτιόταν πάνω από όλα από το επίπεδο της παιδείας που θα πρόσφερε στους πολίτες του και υπερήφανοι για την πλουτοδότρια αρχαιοελληνική τους κληρονομιά, προσπάθησαν να συμβάλουν με κάθε μέσο στην ανύψωση του πνευματικού επιπέδου των Νεοελλήνων.
Ολοι αυτοί οι μεγάλοι ευεργέτες που διέπρεψαν εκτός του εθνικού κράτους επιβεβαιώνουν ότι οι Ελληνες δεν έχουμε στο DNA μας το σαράκι της αυτοκαταστροφής, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει με εμάς τους Ελληνες που ζούμε εντός των εθνικών μας συνόρων. Η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά μας μάς αναδεικνύει συχνά κατώτερους των περιστάσεων και μάλιστα σε δύσκολες συγκυρίες. Ας αντιμετωπίσουμε επιτέλους, χωρίς υπεκφυγές, το υπαρκτό αυτό πρόβλημα, εντοπίζοντας τα αίτια που το προκαλούν, με στόχο να το εξαλείψουμε ή έστω να το περιορίσουμε. Στις δύσκολες ημέρες που περνάμε ας παραδειγματιστούμε από την εν γένει συμπεριφορά του Ιωάννη Τρικόγλου, μιας προσωπικότητας που αβίαστα μπορεί να προσληφθεί και ως πρότυπο χρηστού Ελληνα. Κανείς δεν αμφιβάλλει, πιστεύω, ότι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε έχουμε ανάγκη από τέτοια πρότυπα.

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ακαδημαϊκός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ