Στα Χανιά του τέλους της δεκαετίας του 1980, που είναι ήδη ρημαγμένα από τον τουρισμό, συμβαίνουν ιδιαιτέρως περίεργα πράγματα. Μια τρομοκρατική οργάνωση απειλεί με τηλεφωνήματα στις Αρχές ότι θα βάλει φωτιά σε όλο το οικοδόμημα της απατηλής ανάπτυξης, ένας ντισκ τζόκεϊ συλλαμβάνεται με μια προκήρυξη της οργάνωσης στην τσέπη του (η αστυνομία τον κατηγορεί και για βομβιστική επίθεση εναντίον του αυτοκινήτου του διοικητή της Ασφάλειας), ένας μοναχικός πρωτοδίκης που περνάει σοβαρή κρίση ταυτότητας δεν μπορεί να αποφασίσει πώς θα αντιμετωπίσει τον ντισκ τζόκεϊ (ξέρει από πρώτο χέρι πως δεν έχει την παραμικρή επαφή με τους τηλεφωνικούς τρομοκράτες) και μια νεαρή φλαουτίστα από τη Χαϊδελβέργη γοητεύει με τις ονειροφαντασίες της (δηλώνει φανατική οπαδός των νυχτερινών δρομολογίων των τρένων και διατυπώνει μια μελαγχολική θεωρία περί νοσταλγίας) τον εσωστρεφή δικαστή, ρίχνοντας μια στάλα δροσιάς στα μυστικά της σκοτεινιασμένης ψυχής του (μια καταστροφική ερωτική απογοήτευση, η οποία δεν έχει κοινολογηθεί σε κανέναν, όπως και μια κρυφή ακτιβιστική δράση, η οποία έτσι και αποκαλυφθεί θα οδηγήσει σε βέβαιο πνιγμό την καριέρα του).
Στο πρώτο του πεζογράφημα – σε καμία περίπτωση μυθιστόρημα, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος -, που φέρει τον τίτλο Η ζωή και τίποτ’ άλλο, ο Λεωνίδας Κακάρογλου δοκιμάζει να κινηθεί ανάμεσα σε δύο δύσκολα δίπολα. Από τη μια μεριά θέλει να συνταιριάξει τον πεντακάθαρο ρεαλισμό του (άμεσα αναγνωρίσιμο περιβάλλον, απρόσκοπτη διαδοχή των σταδίων της δράσης) με έναν επίμονο λυρισμό, ο οποίος τροφοδοτείται από τα ποιητικά σκαριφήματα του δικαστή και της φλαουτίστας (τόσο στο γλωσσικό όσο και στο ψυχολογικό επίπεδο).
Από την άλλη, επιδιώκει μια ακόμη πιο απαιτητική συστέγαση, που έχει σχέση με τη συμπλοκή δράματος και κωμωδίας: δράμα για τα πυκνά αδιέξοδα του ντισκ τζόκεϊ ή τις πάσης φύσεως υποχονδρίες του πρωτοδίκη-ανακριτή του και κωμωδία για την κοινωνία η οποία τους περιέχει. Μια αυτιστική και συνάμα αμοραλιστική κοινωνία, που διαστρεβλώνει εντυπωσιακά όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της, τείνοντας να αγγίξει τα όρια της γελοιότητας με το υπερδιογκωμένο μέγεθος της διαφθοράς της.
Η προσπάθεια του Κακάρογλου δεν είναι χωρίς προβλήματα. Οι ποιητικές αποφάνσεις της φλαουτίστας και του δικαστικού αδειάζουν συχνά τον ρεαλισμό της εξιστόρησης, την ώρα που και ο ρεαλισμός κάνει από την πλευρά του την ποιητική αύρα των δύο ηρώων να δείχνει ξεκάρφωτη. Παράλληλα, η συστηματική εναλλαγή πρωτοπρόσωπου και τριτοπρόσωπου αφηγητή, η οποία έχει σκοπό να συνθέσει το υποκειμενικό με το αντικειμενικό, πάσχει δραματουργικά, αφού μοιάζει να λειτουργεί με έναν ενοχλητικά μηχανικό, σχεδόν ξύλινο τρόπο.
Αν όμως το βιβλίο δεν τα καταφέρνει με το πρώτο αντιθετικό του ζευγάρι, κερδίζει αμέσως την προσοχή μας με το άλλο αντινομικό του στοιχείο, που είναι ο κωμικοτραγικός του κόσμος. Σημαντικός μοχλός εν προκειμένω αποδεικνύεται όχι μόνο ο διχασμένος ψυχισμός του πρωτοδίκη (πρώτα κοινωνικός επαναστάτης και μετά ρομαντικός περιπατητής), αλλά και ο σχεδόν διαταραγμένος παρορμητισμός του ντισκ τζόκεϊ: τόσο ο ένας όσο και ο άλλος αποτυπώνουν με ενάργεια την παρανοϊκή σύγχυση του συλλογικού τους περίγυρου. Περίγυρος από την εικονογράφηση του οποίου δεν λείπει και ένα αρκετά ερεθιστικό στοιχείο αστυνομικής ίντριγκας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ