Ο Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ Πόλεμος δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας σύμπτωσης ή λανθασμένων χειρισμών από κάποια κυβέρνηση, από κάποιον πολιτικό. Αν ο πόλεμος του 1914-1918, ο γνωστός αρχικά ως Μεγάλος Πόλεμος, έγινε από τη συναισθηματική έκρηξη ενός υπερήλικου αυτοκράτορα- του Φραγκίσκου Ιωσήφ τής τότε Αυστροουγγαρίας- και από τις συγγενικές παρορμήσεις ενός άλλου, του τσάρου Νικολάου Β΄, έχει πολύ βαθύτερα αίτια η πολεμική σύγκρουση που άρχισε 70 χρόνια σαν μεθαύριο, Τρίτη, με την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στην Πολωνία και διαδοχικά
εξελίχθηκε σε ευρωπαϊκό πόλεμο όταν η Αγγλία και η Γαλλία στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 κήρυξαν τον πόλεμο κατά της χιτλερικής Γερμανίας. Η άποψη γερμανών κυρίως αλλά και άλλων ιστορικών ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι συνέπεια της «βάναυσης συμπεριφοράς των αγγλο-γάλλων νικητών του Μεγάλου Πολέμου (…) απέναντι στη Γερμανία του Κάιζερ»
μπορεί να έχει κάποια βάση- έδωσε άλλωστε το αρχικό προπαγανδιστικό άλλοθι στον Χίτλερ-, στην πραγματικότητα όμως είναι «καρπός» οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, ακόμη και ιδεολογικών αντιθέσεων που αναπτύχθηκαν, ωρίμασαν και τελικώς εξερράγησαν στη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1918-1939).
Τον Μάρτιο του 1936 γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις εισέρχονται στη Ρηνανία, παραβαίνοντας ρητή διάταξη της Συνθήκης των Βερσαλλιών που απαγόρευε την παρουσία γερμανικών δυνάμεων στα δυτικά του Ρήνου και ως τα γαλλικά σύνορα γερμανική περιοχή. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Χίτλερ είχε δώσει διαταγή στον αρχηγό του στρατού στρατηγό Φον Μπράουχιτς να υποχωρήσουν οι δυνάμεις αν συναντούσαν αντίσταση. Δεν συνάντησαν. Κάποιες διαμαρτυρίες που διατυπώθηκαν στη γαλλική Εθνοσυνέλευση δεν βρήκαν γενικότερη απήχηση. Στην Αγγλία, όπου ο διάδοχος του θρόνου Εδουάρδος είχε ήδη εκφράσει θαυμασμό για τις προόδους της ναζιστικής Γερμανίας, η κοινή γνώμη περίπου δικαίωσε τον Χίτλερ , μάλιστα η κυβερνητική «Daily Τelegraph» υποστήριζε ότι η Γαλλία θα πρέπει να είναι μάλλον ικανοποιημένη επειδή εφεξής δεν θα χρειάζεται να διατηρεί στη Ρηνανία πολυδάπανες έκτακτες δυνάμεις για την τάξη. Είμαστε στην εποχή όπου η Αγγλία συνταράσσεται από εργατικές απεργίες στις οποίες παίρνουν μέρος και παλαιοί πολεμιστές, στη Γαλλία η κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου του Λεόν Μπλουμ έχει ανταποκριθεί σε σειρά εργατικών αιτημάτων και η κοινωνική πολιτική της γίνεται πρότυπο για άλλες χώρες, ενώ η Ιταλία του Μουσολίνι έχει γίνει το ίνδαλμα των ανά την Ευρώπη συντηρητικών λόγω των επιτυχιών της στην κατάκτηση της Αιθιοπίας, στην οποία είχε εισβάλει τον Οκτώβριο του 1935 παρά τις άνευ περιεχομένου απειλές περί κυρώσεων που ακούγονταν στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ο πρώην πρόεδρος της (μεταπολεμικής) Γερμανίας Ρίχαρντ φον Βαϊστσέκερ γράφει ότι ο φασισμός, σε οποιαδήποτε μορφή και υπό οποιοδήποτε «νοικιασμένο ένδυμα», είναι ασθένεια

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕVΕRΕΤΤ CΟLLΕCΤΙΟΝ/ΙΜL
 2. Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου του 1939 γερμανοί στρατιώτες ανοίγουν τα σύνορα και εισβάλλουν απρόκλητα στην Πολωνία. Αρχιζε ο πιο αιματηρός και καταστρεπτικός πόλεμος της Ιστορίας, ένας πραγματικά παγκόσμιος πόλεμος.

μεταδοτική και αν δεν ληφθούν μέτρα από την πρώτη στιγμή που εκδηλώνεται σε κάποιο μέρος θα έχουμε πανδημία. Αυτό έγινε τη δεκαετία του ΄30 στην Ευρώπη. Η άνοδος του Χίτλερ το 1933 χαιρετίστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (ιδιαίτερα στην Πολωνία, κατά σύμπτωση) και στην Αγγλία ο πρωθυπουργός Στάνλεϊ Μπάλντουιν εξεδήλωσε δημόσια «ανακούφιση» επειδή επιτέλους θα επικρατούσε «κάποια τάξη» στη Γερμανία, όπου οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη ανά τρίμηνο, οι δολοφονίες πολιτικών και συνδικαλιστών ήταν η εβδομαδιαία πραγματικότητα και όπου η επιρροή των κομμάτων υπολογιζόταν από το πόσα τάγματα ενόπλων μπορούσαν να παρατάξουν. Τον Ιούλιο του 1936 ο στρατηγός Φράνκο επιχειρεί να ανατρέψει τη δημοκρατική κυβέρνηση

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΕVΕRΕΤΤ CΟLLΕCΤΙΟΝ/ΙΜL  3. Μάιος 1945, η τελευταία πράξη του πολέμου. Ανδρες του Κόκκινου Στρατού τής τότε Σοβιετικής Ενωσης υψώνουν τη σημαία τους στο Βερολίνο

της Ισπανίας αρχίζοντας έναν εμφύλιο πόλεμο στον οποίο επιδεικτικά έσπευσαν να τον υποστηρίξουν στρατιωτικά ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, ενώ η Αγγλία, διατηρώντας πάντοτε αψεγάδιαστη ουδετερότητα, συζητούσε επί μήνες μέχρι πόσων τόνων φορτηγά σκάφη θα επιτρεπόταν να προσεγγίσουν σε λιμάνια της Ισπανίας. Εναν μήνα αργότερα ο Ιωάννης Μεταξάς εγκαθιστά τη δικτατορία του στην Ελλάδα και τους επόμενους μήνες ως τον Μάρτιο του 1937 η Ρουμανία, η Ιαπωνία και η Αυστρία μεταβάλλονται σε σκιώδεις δημοκρατίες υμνολογώντας την «εθνικοσοσιαλιστική» Γερμανία και μιμούμενες- στο μέτρο που μπορούσαν- την εσωτερική πολιτική της. Εννοείται ότι σε όλες αυτές τις χώρες υπήρχε πάντοτε κάποια πολιτική ανωμαλία, σοβαρές λίγοπολύ εργατικές διεκδικήσειςστην Αυστρία έχουμε και αιματηρές συγκρούσεις την άνοιξη του 1935- και βεβαίως αυτή η κατάσταση οδηγούσε σε ανοχή και εύνοια προς τον Χίτλερ και τροφοδοτούσε ένα πανευρωπαϊκό κύμα εναντίον τής τότε Σοβιετικής Ενωσης και των κομμουνιστών τους οποίους υποστήριζε σε κάθε χώρα.

Το κλίμα επομένως ήταν καλό για τον Χίτλερ ώστε να προχωρήσει σε πρακτικές πλέον κινήσεις με στόχο το «μεγάλο βήμα», την κατάκτηση της Ευρώπης και τον έμμεσο έλεγχο του υπόλοιπου κόσμου. Η αρχή έγινε, φυσικά, με κινήσεις διπλωματικές. Τον Νοέμβριο του 1936 η Ιαπωνία υπογράφει με τη Γερμανία τη Συνθήκη Εναντίον της Κομιντέρν με στόχο τον «διά παντός τρόπου εξοβελισμό της κομμουνιστικής προπαγάνδας», όπως εξήγησε ο χιτλερικός υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς στον αμερικανό δημοσιογράφο Γουίλιαμ Σίρερ. Εναν χρόνο αργότερα, στις 6 Νοεμβρίου 1937, σπεύδει να υπογράψει και ο Μουσολίνι, ο οποίος και ονόμασε την τριμερή συμφωνία «Αξονα» επειδή, όπως δήλωσε, από εκείνη τη στιγμή όλες οι χώρες θα γυροφέρνουν περί το τρίγωνο Βερολίνο- Ρώμη- Τόκιο. Ετσι, όπως γράφει ο Τζέιμς Ντάνινγκαν, ο Χίτλερ χώρισε τον κόσμο σε «καλά παιδιά» και σε «κακά παιδιά». Απροόπτως όμως για τον Χίτλερ, ένα ως τότε «καλό παιδί» έδειξε ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε «κακό παιδί». Πρόκειται για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η γερμανο-ναζιστική επιρροή είχε αυξηθεί σε τέτοιον βαθμό ώστε, όπως αποκαλύπτουν τα χιτλερικά αρχεία, το ένα τρίτο της Βουλής υποστήριζε δημόσια τα «ανορθωτικά βήματα» της Γερμανίας, ενώ οι μισοί και πλέον γερουσιαστές «βλέπουν θετικότατα το Βερολίνο». Εξάλλου ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αγγλία Τζόζεφ Κένεντι, ο πατέρας του προέδρου, ήταν τόσο θερμός υποστηρικτής της πολιτικής του Χίτλερ ώστε ο Ρούζβελτ αναγκάστηκε να τον στείλει σπίτι του.

Αυτή λοιπόν η Αμερική τον Μάιο του 1937 με πρόταση του προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ πέρασε από τη Γερουσία μάλλον εύκολα την Πράξη Πολέμου η οποία τροποποιούσε την Πράξη Ουδετερότητας του 1935 ώστε να είναι δυνατή η δανειοδότηση ξένων κρατών, ακόμη και η πώληση όπλων. Ολοι σχεδόν οι αμερικανοί ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτό ήταν μια «πράξη πρόνοιας» η οποία επέτρεψε αργότερα στον Ρούζβελτ να υπογράφει άδειες αποστολής όπλων στην Αγγλία και να της δανείζει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Στο Βερολίνο η «Voelkischer Βeobachter», η εφημερίδα του ναζιστικού κόμματος, σχολίασε την τροποποίηση του νόμου περί ουδετερότητας ως «στραβοπάτημα» με σοβαρές συνέπειες για την παγκόσμια ειρήνη. Η εφημερίδα δεν έπεσε έξω. Τον Ιανουάριο του 1939 το Κογκρέσο ψηφίζει έναν εξαιρετικά διογκωμένο στρατιωτικό προϋπολογισμό ο οποίος θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να επανεξοπλιστούν. Η αμερικανική προσοχή όμως στρέφεται προς την Ασία, όπου η Ιαπωνία τον Ιούλιο του 1937 εξαπολύει επιθέσεις σε πολλά σημεία της Κίνας- σε μια χώρα η οποία εθεωρείτο εντός της (άτυπης) σφαίρας επιρροής των ΗΠΑ.

Η Ευρώπη όμως απορροφά όλο το ενδιαφέρον. Τον Μάρτιο του 1938 ο Χίτλερ «προσαρτά» (Αnschluss) την Αυστρία στη Γερμανία εν ονόματι της «αρχής για την ένωση όλης της γερμανικής φυλής», μια «αρχή» την οποία έχει διακηρύξει από το 1926 στο βιβλίο του «Μein Κampf» (Ο Αγών μου). Ηταν ένα σαφές μήνυμα προς τις Τσεχοσλοβακία και Πολωνία, δύο γειτονικές χώρες με γερμανική μειονότητα. Η Πράγα το αντιλήφθηκε αμέσως, όπως και η Μόσχα, όπου ο υπουργός Εξωτερικών Μαξίμ Λιτβίνοφ επέστησε την προσοχή του τσέχου πρεσβευτή, ενώ ο σοβιετικός πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιβάν Μαΐσκι πήρε εντολή να βολιδοσκοπήσει την κυβέρνηση Τσάμπερλεν για μια «από κοινού επίδειξη εμμονής στην ειρήνη». Η αγγλική κυβέρνηση δεν έδειξε ενδιαφέρον, αλλά αντιθέτως προσέφυγε στις «καλές υπηρεσίες» του Μουσολίνι για να εξακριβώσει αν ο Χίτλερ ενδιαφερόταν «να λυθούν όλα τα θέματα με εκατέρωθεν συμβιβασμούς» (σ.σ.: Τόσο ο Γουίνστον Τσόρτσιλ όσο και ο υπουργός του Αντονι Ιντεν αλλά και ορισμένοι ιστορικοί σε βιβλία και άρθρα τους για τον πόλεμο αφήνουν να εννοηθεί ότι αυτό το «εκατέρωθεν» βρίσκεται μόνο στην αγγλική έκδοση του σχετικού αιτήματος).

Ο Χίτλερ δέχτηκε και τον Μάρτιο του 1938 υπογράφεται η Συμφωνία του Μονάχου, από τους Χίτλερ, Τσάμπερλεν, Μουσολίνι και τον γάλλο πρωθυπουργό Εντουαρντ Νταλαντιέ. Η Τσεχοσλοβακία, η οποία αποκλείστηκε ακόμη και από προκαταρκτική ενημέρωση, υποχρεωνόταν να παραχωρήσει το βόρειο τμήμα της, όπου κατοικούσαν περίπου 3 εκατομμύρια γερμανόφωνοι, οι Σουδήτες, έναντι της δήλωσης του Χίτλερ ότι «ένα όνειρο και μια υπόσχεσή μου εκπληρώθηκαν τώρα». Ο Τσάμπερλεν επιστρέφοντας θριαμβευτής στο Λονδίνο ονόμασε τη Συμφωνία «ντοκουμέντο ειρήνης», την ερμήνευσε ως το τέλος της επεκτατικής πολιτικής του Χίτλερ και βεβαίωσε ότι «ήταν η ωραιότερη ημέρα της ζωής μου». Ας σημειωθεί ότι η Τσεχοσλοβακία ήταν καλά οχυρωμένη, είχε ισχυρό στρατό και σοβαρή πολεμική βιομηχανία και, όπως αποκάλυψε αργότερα ο πρόεδρός της Εντουαρντ Μπένες, ήταν πρόθυμη να δεχθεί σοβιετική στρατιωτική βοήθεια αν η Αγγλία και η Γαλλία δεν της «φέρονταν κατά τρόπο που πλησιάζει την προδοσία» και αν η Πολωνία επέτρεπε τη διέλευση σοβιετικών δυνάμεων από το έδαφός της. Αλλά η Πολωνία όχι απλώς αρνήθηκε σχετικό αίτημα της Πράγας – δικαιολογημένα, ασφαλώςαλλά προτίμησε να επωφεληθεί από τη Συμφωνία του Μονάχου. Πολωνικές δυνάμεις εισέβαλαν και κατέλαβαν την περιοχή του Τέσχεν η οποία, όπως υποστήριξε η Βαρσοβία, κατοικείτο από Πολωνούς. Για τους ίδιους λόγους και η Ουγγαρία κατέλαβε ένα τμήμα στον Νότο της Τσεχοσλοβακίας.

Αν υπήρχαν αμφιβολίες για τα σχέδια του Χίτλερ, η ολοκληρωτική κατάληψη του υπόλοιπου τμήματος της Τσεχοσλοβακίας τον Μάρτιο του 1939- ακριβώς έναν χρόνο από την υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου-, η κατάληψη του λιμένος Μέμελ της Λιθουανίας λίγες ημέρες αργότερα και η καταγγελία εκ μέρους της Γερμανίας της αγγλογερμανικής συμφωνίας του 1935 για περιορισμό του Ναυτικού της στο ένα τρίτο της δύναμης του αγγλικού στόλου αποκαλύπτουν τη μηδαμινή αξία της υπογραφής του Φύρερ. Σήμερα γνωρίζουμε ότι στα μέσα Μαρτίου ο Χίτλερ αποφάσισε την εισβολή στην Πολωνία αρχίζοντάς τη με διπλωματική επίθεση και πόλεμο προπαγάνδας για δήθεν εγκλήματα των Πολωνών εναντίον γερμανόφωνων πολιτών. Με διακοίνωσή της η Γερμανία τον Απρίλιο καταγγέλλει τη συνθήκη μη επιθέσεως που είχε υπογράψει με την Πολωνία το 1934 και ζητεί την «επιστροφή» στη Γερμανία της «Ελεύθερης Πόλης του Ντάντσιχ» (σημερινού Γκντανσκ), δικαιώματα ελεύθερης διέλευσης προς την Ανατολική Πρωσία κ.ά.

Με διπλωματία απάντησαν η Αγγλία και η Γαλλία και στον ορίζοντα κάνει τώρα την εμφάνισή της και η Σοβιετική Ενωση. Η Αγγλία προσφέρει τον Απρίλιο εγγυήσεις σε Πολωνία, Ελλάδα, Τουρκία και Ρουμανία για το ενδεχόμενο να δεχθούν αυτές οι χώρες γερμανική επίθεση, αλλά οι εγγυήσεις δεν έχουν κάτι το συγκεκριμένο από στρατιωτικής πλευράς, σε σημείο ώστε ο Τσόρτσιλ «απορεί» για την αξία τους και, όπως αποκαλύπτει ο σοβιετικός πρεσβευτής στο Λονδίνο Ιβάν Μαΐσκι, οι εγγυήσεις «ιδιαίτερα προς την Πολωνία θα ήταν δύσκολο να έχουν κάποια σημασία (…) οι ναζιστές δεν είναι τυφλοί, ούτε στρατιωτικώς αδαείς». Η πρωτοβουλία του Τσάμπερλεν συνοδεύτηκε ωστόσο και με ένα «άνοιγμα» προς τη Μόσχα. Ο καθηγητής Ντόναλντ Κάμερον Μπράουν στο ογκώδες σύγγραμμά του «Ηow War Came» υποστηρίζει ότι το «άνοιγμα» έγινε «μάλλον για να κατευνάσει τις σφοδρές επιθέσεις από τους κόλπους των Συντηρητικών (…) παρά από ενδιαφέρον στρατιωτικής συνεργασίας με τον Στάλιν». Ηταν πάντως μια ενέργεια σε απάντηση της Μόσχας η οποία είχε υποβάλει πολύ νωρίτερα πρόταση στην Αγγλία για μια «από κοινού εγγύηση στρατιωτικής βοήθειας» στην Πολωνία. Ο Τσάμπερλεν όμως δεν μπορούσε να τη δεχθεί επειδή η Βαρσοβία αρνείτο κατηγορηματικά οποιαδήποτε στρατιωτική συνεργασία με τη Σοβιετική Ενωση. Αλλά η σοβιετική πίεση στην Αγγλία ήταν συνεχής και για πρώτη φορά οι Εργατικοί εγκατέλειψαν την αντικομμουνιστική φλυαρία τους και ζήτησαν «να ερευνηθούν οι προθέσεις και οι δυνατότητες» της Σοβιετικής Ενωσης να συνεργαστεί με την Αγγλία.

Τον Αύγουστο, ύστερα από ένα καλοκαίρι διπλωματικής δραστηριότητας μεταξύ Μόσχας, Λονδίνου και Παρισιού, με τον πρόεδρο Ρούζβελτ να εκφράζει δημόσια «απογοήτευση» για τις «περιορισμένες δυνατότητες της δημοκρατίας» να αντισταθεί στον ολοκληρωτισμό και με παροτρύνσεις του στον Πάπα Πίο ΙΑ΄ αλλά και στον Μουσολίνι να βοηθήσουν ώστε να αποφευχθεί ένας «αδικαιολόγητος πόλεμος», στη Μόσχα διεξάγονται στρατιωτικές συνομιλίες μεταξύ Σοβιετικών, Αγγλων και Γάλλων οι οποίες καταλήγουν σε αδιέξοδο επειδή η Πολωνία αρνείται να επιτρέψει την είσοδο σοβιετικών δυνάμεων στη χώρα σε περίπτωση χιτλερικής εισβολής. Το Παρίσι και, λιγότερο, το Λονδίνο δεν δείχνουν διάθεση να παρέμβουν, γιατί όπως εξηγεί ο Σίντνεϊ Αστερ κατά βάθος ο Τσάμπερλεν «εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο Χίτλερ θα δίσταζε να κάνει έναν πόλεμο χάριν μιας αμφιβόλου γερμανικότητος πόλης» (του Ντάντσιχ). Ας σημειωθεί εδώ ότι είναι κάπως περίεργη η προσφυγή του Ρούζβελτ στον Μουσολίνι τη στιγμή που τον Απρίλιο ο Μουσολίνι είχε εισβάλει και καταλάβει την Αλβανία.

Η αποτυχία των συνομιλιών της Μόσχας έδωσε την ευκαιρία στον Χίτλερ να κλείσει εκείνος στις 23 Αυγούστου «σύμφωνο φίλιας και συνεργασίας» με τη Σοβιετική Ενωση, η οποία περιείχε και μυστικό Πρωτόκολλο το οποίο έδινε στον Στάλιν το δικαίωμα να εισβάλει στην Πολωνία και να επεκτείνει τα ανατολικά σύνορα της χώρας στα όρια της τσαρικής Ρωσίας. Η Αγγλία απάντησε την επομένη με συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας με την Πολωνία, η οποία ρητώς ανέφερε ότι η μία χώρα θα σπεύσει σε βοήθεια της άλλης αν αυτή δεχθεί επίθεση «οποθενδήποτε».

Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939 η χιτλερική Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία. Δύο ημέρες αργότερα και αφού ο Χίτλερ απέρριψε τηλεσιγραφική διακοίνωση της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι δύο χώρες κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος άρχιζε.

* Διαβάστε επίσης τις αντιδράσεις στη Γερμανία με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου «Ο Αγών μου» του Χίτλερ, ΒΗΜΑ2,  και τα άγνωστα εγκλήματα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, ΒΗΜΑ2.