Πρώτος κατέταξε το ανθρώπινο ριζικό στα φυλλοβόλα ο ομηρικός Γλαύκος – «όπως των φύλλων οι γενιές, έτσι και των ανθρώπων» είπε, αλλά θα πρέπει να υποπτευόταν ότι ο ισομορφισμός ανάμεσα στη φυσική ιστορία και το ανθρώπινο ριζικό είναι μαζί παρηγοριά και ειρωνεία. Για τους θνητούς η επόμενη άνοιξη, στον ανοιχτό κύκλο της εποχιακής αλληλουχίας, μπορεί να είναι αδιάφορη, και τη σωφρονιστική αναντιστοιχία ανέλαβε να την απομνημειώσει, από ωδή σε ωδή, ο λυρικός μαζοχισμός του Ορατίου: ο λατινικός Απρίλης του έρχεται σπαργωμένος με εαρινές ορμόνες, μαλακτικούς ζεφύρους και λιόχαρα νυμφίδια, αλλά τον επίδοξο χαροκόπο τον παραφυλάει στη γωνιά «ένα πελιδνό θανάτου» – «μη σε γελάσει τούτη η άνοιξη· των χρόνων μας η σούμα λειψή, κόψε στα μέτρα της ελπίδα».
Οι ποιητές έχουν το ελεύθερο να σκυθρωπάζουν· και αν συντύχουν τη Μούσα στις μαύρες της, ιστορούν τον τερματικό σταθμό ως αδιέξοδη και ανεπίστροφη ειρκτή. Αλλά κανένα μυθολογικό σύστημα που σέβεται τον εαυτό του δεν είναι τόσο αδέκαστο: κάποιο παραπόρτι μένει πάντα ανοιχτό, κατ’ εξαίρεση για τη θνητή πλέμπα, με τελετουργική κανονικότητα για τη θεϊκή και ημίθεη ελίτ. Από την Αίγυπτο μέχρι τα νορβηγικά φιόρδ, από την αυτόχθονη Ωκεανία μέχρι την κελτική Εσπερία, και από το ρηγάτο των Αζτέκων μέχρι τα γνώριμα μεσογειακά μας λημέρια, αμφίβιες φιγούρες ευρείας «δημοφιλίας» είχαν πάντα το προνόμιο του «αλέ ρετούρ» – ο Οσιρις, ο Baldur, ο Wawalag και ο Julunggul, o Cernunnos και ο βασιλιάς Αρθούρος, ο Quetzalcoatl, o Vishnu, o Μίθρας, ο Αττις, ο Αδωνις, ο Ορφέας, η Περσεφόνη. Οι ανθρωπολόγοι και οι θρησκειολόγοι καταχώρισαν την προνομιούχο παρέα σε ειδικό κεφάλαιο με τον τίτλο «θνήσκουσες και ανιστάμενες θεότητες», και παρατήρησαν ότι πολλές από αυτές, ίσως οι περισσότερες, προτιμούν να συγχρονίζουν τον καιρό της αναστάσιμης επιστροφής τους με τους φυσικούς χυμούς της εαρινής παλινόρθωσης· και αλάθευτο σήμαντρο για τα δρώμενα της υπόθεσης ορίστηκε, τις περισσότερες φορές, η χρονική ζώνη της εαρινής ισημερίας.
Είναι προφανές ότι το κύρος και η τελετουργική επένδυση τέτοιων μυθικών χαρακτήρων αποτελούσαν, αρχικά τουλάχιστον, συνάρτηση της σημασίας των εποχιακών εναλλαγών για τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Ετσι, η αποκατάσταση του αιγυπτιακού Οσιρι, ο αναστάσιμος θρίαμβος του σκανδιναβικού Baldur και η επιστροφή της λυγερής Περσεφόνης μας από την άραχλη αγκαλιά του Πλούτωνα στο εαρινό της εξάμηνο συνδέθηκαν από τους ανθρωπολόγους με πρωτόγονες τελετές συμπαθητικής μαγείας που είχαν σκοπό να εξασφαλίσουν γονιμότητα και καρποφορία της γης. Αυτό το είδος της φυσιοκρατικής-ρασιοναλιστικής ερμηνείας των μύθων πάει πίσω ως τον Αριστοτέλη και υιοθετήθηκε κυρίως από στοχαστές της Αρχαιότητας με στωικούς προσανατολισμούς. Δεν είναι, ωστόσο, δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι η ρυθμική αναστολή και επανενεργοποίηση των φυσικών διαδικασιών, που δρομολογεί τέτοιους μύθους, προσφερόταν σε αλληγορική και συμβολική διαστολή. Μέσα από αυτές τις διασταλτικές αναγνώσεις, η αλληλουχία θάνατος-αναγέννηση της Φύσης πήρε «ανθρώπινο πρόσωπο» και μετασχηματίστηκε σε ευρύ πλαίσιο αναφοράς για τον πολύμορφο μετεωρισμό του ανθρώπινου υποκειμένου ανάμεσα στα πάθη και τη λύτρωση. Τον 19ο αιώνα οι «θνήσκουσες και ανιστάμενες θεότητες» προμήθευσαν έμπνευση και σενάρια για προωθημένες θεοσοφίες και μυστικισμούς.
Τα στοιχεία προσφέρουν λαμπρή ευκαιρία για «νεοπαγανιστικά έκτροπα». Οι ιστορικά μαρτυρημένες τελετουργίες στον χώρο της Μεσογείου, με τον Οσιρι, τον Αδωνι και τον Αττι, εξουσιοδότησαν ορισμένους μελετητές να ταξινομήσουν τα Πάθη και την Ανάσταση του Ιησού Χριστού ως μυθικό και συγκριτικό (συνδυαστικό, ας πούμε) απότοκο του «θανόντος και αναστάντος θεού». Μια «ευσεβέστερη» παραλλαγή αυτής της προσέγγισης αποδέχεται την ιστορικότητα του προσώπου του Ιησού αλλά θεωρεί την ιστορία της Ανάστασης κατασκεύασμα που οφείλεται στην επίδραση του μυστηριακού θρησκευτισμού της ελληνιστικής εποχής. Φυσικά στο σημείο αυτό ο κόμπος φτάνει στο χτένι και για αυτούς που φιλοδοξούν να καταλάβουν το μυστήριο και για εκείνους που επιζητούν να μεταλάβουν του μυστηρίου. Και επειδή θρησκεία και επιστήμηβρίσκονται ακόμη, όσο βρίσκονται, σε διαδικασία οικοδόμησης μέτρων εμπιστοσύνης, η σχετική αντιπαράθεση μοιάζει συχνά άτοπη και ανεστίαστη.
Η αλήθεια είναι ότι αυτός που κάποτε ευφραίνεται να νιώθει τον Χριστό Αδωνι και τον Αδωνι Χριστό μπορεί, τελικά, να νοθεύει την αδιαμεσολάβητη και πατροπαράδοτη ευφροσύνη της Λαμπρής του κυρ Αλέξανδρου – αλλά πόσο ανευλαβές είναι αυτό δεν ξέρω. Στο κάτω κάτω, θα μπορούσε να συλλογιστεί κανείς, η φυσιοκρατική γείωση της λαμπριάτικης συγκίνησης στον μυριστικό ανθώνα της εαρινής ισημερίας αθωώνει και καθαρίζει με τον τρόπο της τη μεγάλη γιορτή από την καταναλωτική σκουριά που διαβρώνει τα Χριστούγεννά μας. Με τον θνήσκοντα και ανιστάμενο Χριστό του «εν ώρα έαρος», το Πάσχα είναι συνάμα νεύμα Μυστηρίου και ακόνη Αίσθησης, αλλά το πώς και πόσο ενδίδει κανείς σ’ αυτήν τη συζυγία είναι, τελικά, ζήτημα «ιδιωτικής οδού»: «Και να ‘χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από ‘κει μιλάει ο κόσμος. Από ‘κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό. Πιο καλά θάλλουν τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν τελειώνει. Εδώ». Χριστός Ανέστη!



