Ηταν Δευτέρα 20 Απριλίου 1914, δεύτερη ημέρα του Πάσχα των ορθοδόξων. Στο Λάντλοου του Κολοράντο, οι 1.200 ανθρακωρύχοι της περιοχής, οι οποίοι απεργούσαν από την προηγούμενη χρονιά, βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Οι πληροφορίες έλεγαν πως η εθνοφρουρά η οποία τους είχε περικυκλώσει θα εισέβαλλε στον καταυλισμό τους. Επικεφαλής των απεργών ήταν ο τριαντάχρονος, ελληνικής καταγωγής, Λούης Τίκας (Σπαντιδάκης) γεννημένος στο χωριό Λουτρά της Κρήτης, ο οποίος μετανάστευσε το 1906 στις ΗΠΑ. Τα ορυχεία ανήκαν στην οικογένεια Ροκφέλερ.


Εργασιακά Νταχάου


Εκείνα τα χρόνια, οι εταιρείες εγκαθιστούσαν τους εργάτες τους σε εργατουπόλεις-γκέτο, που παρείχαν τα πάντα σε ειδικά καταστήματα, στα οποία οι εργάτες πλήρωναν αυτά που αγόραζαν – και σε τιμές αισθητά υψηλότερες από αυτές που ίσχυαν στην αγορά – με το ειδικό «χαρτονόμισμα» της εταιρείας, μικρότερο της αξίας του δολαρίου, το λεγόμενο scrip. Δεν τους επιτρεπόταν φυσικά να κάνουν τις αγορές τους από οποιοδήποτε κατάστημα, το οποίο δεν ανήκε στον εργοδότη τους.


Θεσμοί όπως του οκτάωρου, της υπερωρίας και της κοινωνικής ασφάλισης ήταν πράγματα άγνωστα. Στα εργασιακά αυτά Νταχάου η θνησιμότητα των εργατών ήταν διπλάσια του μέσου όρου των ΗΠΑ και στα ορυχεία εργάζονταν και μικρά παιδιά.


Τα κυριότερα αιτήματα των απεργών του Λάντλοου ήταν τα παρακάτω:


1. Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι.


2. Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρείας.


3. Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους.


4. Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία.


5. Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.


Σφαγή


Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία για να την καταπνίξει προέβη σε έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Εστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία. Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά της, έμπιστα πρόσωπα, αποφασισμένα αν χρειαστεί να ρίξουν στο ψαχνό. Ο κυβερνήτης το αποδέχθηκε και αυτό. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν – ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο το οποίο έφερε πολυβόλο και οι εθνοφρουροί το αποκαλούσαν Death Special. Ηταν όμως φανερό ότι την 20ή Απριλίου 1914 η εθνοφρουρά θα εισέβαλλε και θα εκκένωνε τον καταυλισμό των απεργών.


Ο Τίκας τότε, δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ. Ο τελευταίος όχι μόνο αρνήθηκε να συζητήσει αλλά με πρωτοφανή αγριότητα τον χτύπησε στο κεφάλι με τον υποκόπανο του όπλου του. Το χτύπημα ήταν τέτοιο που ο υποκόπανος έσπασε.


Ο Τίκας έπεσε μπρούμυτα στο χώμα και οι εθνοφρουροί τον εξετέλεσαν επί τόπου, πυροβολώντας τον πισώπλατα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κινιόταν. Εδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Οταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.


«Ταξικός πόλεμος»


Μετά τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις των εργατών με την εθνοφρουρά σε όλη την Πολιτεία του Κολοράντο έλαβαν τεράστιες διαστάσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα που διήρκεσε δέκα ημέρες. Στο περιοδικό «The Masses» ο γνωστός αριστερός τότε και αργότερα υποστηρικτής του Μακάρθι αρθρογράφος Μαξ Ιστμαν δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Ταξικός πόλεμος στο Κολοράντο. Το συνόδευε η εικονογράφηση του επίσης γνωστού και αριστερών πεποιθήσεων ζωγράφου Τζον Φρεντς Σλόαν.


Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν μόνον όταν ο πρόεδρος Γούντρο Γουίλσον έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώθηκαν συνολικά 69 άτομα. Στον θλιβερό απολογισμό θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: 400 απεργοί συνελήφθησαν, 332 από αυτούς παραπέμφθηκαν για φόνο και μόνο ένας, ο Τζον Λόουσον, καταδικάστηκε αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αργότερα τον αθώωσε. Από την εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22 άτομα – ανάμεσά τους και δέκα αξιωματικοί -, και σε μια δίκη-παρωδία, που ως τέτοια διδάσκεται σήμερα σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές, αθωώθηκαν όλοι, πλην του λοχαγού Λίντερφελτ, ο οποίος δολοφόνησε τον Τίκα. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν απλή πειθαρχική επίπληξη.


Το Λάντλοου σήμερα είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής έχει στηθεί μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων.