ο Φεστιβάλ Αργους με τα διαδοχικά, ετήσια προγράμματά του Genius Loci (1995) και «Μεταμορφώσεις» (1996) επεξεργάστηκε την ιδέα του Site Specific θεάτρου: θεάτρου σε ειδικά επιλεγμένους χώρους. Το Φεστιβάλ της Βαϊμάρης επιτρέπει σε ανθρώπους του θεάτρου με εικαστικά οράματα να υλοποιούν σχέδια που επανακατακτούν τόπους ή ενεργοποιούν χώρους όπως λατομεία, νεκροταφεία, ερείπια. «Εκρηξη μνήμης σε μιαν απονεκρωμένη δραματική στρουκτούρα», η «Περιγραφή Εικόνας» που παρουσίασε ο Μίκαελ Ζίμον στη Βαϊμάρη ήταν οργανωμένη γύρω από τη δραματική σύγκρουση των στοιχείων ενός τεράστιου, εγκαταλειμμένου λατομείου. Σκηνοθετώντας μέσα σε απόκρημνα, άγρια, σεληνιακά τοπία το κείμενο του Χάινερ Μύλερ, ο Μίκαελ Ζίμον, σκηνογράφος και καλλιτέχνης των μεικτών μέσων, «οργάνωσε» μια πορεία των θεατών από το αινιγματικό στο καταστροφικό και από το αποκαλυπτικό στο επιθανάτιο και μοναχικό. Οι σκηνικές ενδείξεις του Μύλερ με τις αναφορές στην «Αλκηστη», στο ιαπωνικό θέατρο Νο, στην «Οδύσσεια», στη σαιξπηρική «Τρικυμία» και στα «Πουλιά» του Χίτσκοκ, ήταν ο μίτος για αυτόν τον λαβύρινθο από γωνιά σε γωνιά του λατομείου.
Πέρυσι στην ιταλική πόλη Βολτέρα, ένα δραματικό οχυρό της Τοσκάνης, δοκιμάστηκε θέατρο σε ιδιάζοντες χώρους αποδεικνύοντας δύο διαμετρικά αντίθετες προοπτικές της Site Specific θεατρικής εμπειρίας. Η Σοσιετάς Ραφαέλο Σάντσιο, γνωστή θεατρική ομάδα, έπαιζε τον «Τοσοδούλη», διασκευή από το παραμύθι του Σαρλ Περό σε μιαν ολοσκότεινη καλύβα όπου κατέληγαν οι θεατές ξεγλιστρώντας από έναν στενό διάδρομο. Ο σκηνοθέτης απέδωσε τον «Τοσοδούλη» σαν «ακουστικό παραμύθι κάτω από τα σκεπάσματα 50 μικρών κρεβατιών». Σε παιδικά κρεβάτια, σκεπασμένοι με κουβερτούλες και με τα μάτια να τρυπούν το πιο βαθύ σκοτάδι, οι θεατές άκουγαν την αφηγήτρια να διαβάζει αλλά και να ερμηνεύει το παραμύθι, να υποδύεται τις φωνές των ηρώων ενώ χτυπήματα, κραυγές, ήχοι έπλαθαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα τρόμου και απειλής. Οι Ιταλοί δεν είχαν βρει αλλά εφεύρει έναν χώρο, είχαν κατασκευάσει τον τόπο για τους θεατές – ακροατές από τη βιωματική σκοπιά του παιδιού που έχει γίνει ενήλικος.
Ιστορικά κτίρια ή χώροι με ειδικό βάρος, όπως μια φυλακή ή μια εκκλησία, μπορούν να φορτισθούν και να λειτουργήσουν ειδικά αν προβλεφθούν μέσα σε αυτά συγκεκριμένες δράσεις ή σκηνικά δρώμενα. Τέτοια είναι η περίπτωση του «Κέντρου Θεάτρου και Φυλακής» στη Βολτέρα με την «Κομπανία ντέλα Φορτέτσα» που τα μέλη της, φυλακισμένοι με διάφορες ποινές, ανεβάζουν έργα μερικά από τα οποία αντλούν κύρος όχι μονάχα από την κατάσταση των ηθοποιών – φυλακισμένων αλλά και από τον ίδιο τον χώρο.
Το 1995 οι φυλακισμένοι της Κομπανία έπαιξαν το έργο του Κένεθ Μπράουν «Το μπαλαούρο» εκθέτοντας τα βάσανα και τον σωματικό πόνο μιας κοινότητας μέσα σε έναν χώρο αυθεντικό που ταυτίστηκε με το έργο ενώ προσέδωσε στην κατάσταση του παιξίματος αλλά και στην παρουσία των θεατών άλλες διαστάσεις. Ο χώρος της ιστορικής φυλακής στη Φορτέτσα, ως χώρος κοινωνικός που διατηρεί και επιτείνει την ταυτότητά του, είναι ένας άλλου τύπου χώρος εκτός του φυσικού τοπίου, των κτιρίων που αλλάζουν ρόλο ή των χώρων που κατασκευάζονται ειδικά για Site Specific θεατρικά διαβήματα.
Κάτι που διαφοροποιεί τα διαβήματα αυτά σήμερα από παλιότερες επεμβάσεις μέσα στη φύση ή σε οικοδομήματα μη θεατρικά είναι ο βαθμός συνειδητοποίησης των προβλημάτων του φυσικού και οικοδομημένου περιβάλλοντος. Τα σύγχρονα Site Specific θεάματα συμπίπτουν με ένα ρεύμα για τη διάσωση παλιών κτιρίων και τον μετασχηματισμό τους σε σύγχρονους χώρους δημόσιας σύναξης και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ο 20ός αιώνας κλείνει σαν αιώνας των θεατρικών κτιρίων με τις πολύπλοκες σκηνικές μηχανές, τις τεχνολογίες αλλά και σαν αιώνας αναζήτησης της χαμένης φύσης.
Η φύση σαν έννοια και σαν πραγματικότητα βρέθηκε εξάλλου στο επίκεντρο όλων των καλλιτεχνικών πρωτοποριών του αιώνα. Από τις δράσεις των φουτουριστών που φαντάστηκαν και υλοποίησαν τα φανταχτερά και πολύβοα θεάματά τους με μεικτά μέσα στον ανοιχτό χώρο, στη φύση, ως τις δράσεις και επεμβάσεις του Γιόζεφ Μπόις που αντλούσε από τη φύση υλικά για τις εικαστικές δράσεις του το μέλι, το ζωντανό λυκόσκυλο, ο νεκρός λαγός είναι μερικά από αυτά ή στόχευε στην προστασία της φύσης με επεμβάσεις υπέρ του περιβάλλοντος. Οταν ο Μπόις φύτευε δεκάδες δέντρα με τους σπουδαστές του εξέφραζε μέσα από την οικολογική και καλλιτεχνική δράση του μια στάση πολιτική ως την άλλη όψη του ίδιου καλλιτεχνικού νομίσματος.
Η φύση σαν θέμα διήνυσε έναν μεγάλο δρόμο από την Παστοράλε, είδος όπου λειτουργούσε νοσταλγικά, ως την πιο φιλόδοξη και ολοκληρωμένη ως προς την προβολή της φύσης σύγχρονη μορφή τέχνης που φέρει το όνομα Land Art. Οχι μονάχα καλλιτεχνικές δράσεις μέσα στη φύση αλλά και η ίδια η φύση ως έργο τέχνης, ως τεράστιο «φυσικό» θέατρο έχει δοκιμασθεί. Παράδειγμα τα περιβάλλοντα του Χάιντς Μακ που συνέλαβε και πραγματοποίησε με φωτισμό μια μεγάλη δράση στη Σαχάρα. Μεταξύ 1961 και 1968 το σχέδιο της Σαχάρας έπλαθε με το φως πάνω στην έρημο ένα καινούργιο τοπίο. Ο ουρανός, η θάλασσα, η αρκτική, οι έρημοι, αυτοί είναι οι χώροι της τέχνης κάθε φορά που θέλει να οικειοποιηθεί το φυσικό περιβάλλον σε μεγάλη κλίμακα. Ο Yves Klein, που υπέγραφε τον Ουρανό της Κυανής Ακτής ως μονοχρωμία υποστηρίζοντας ότι κανένας ζωγράφος δεν μπορεί να ζωγραφίσει ένα τόσο τέλειο γαλάζιο, περιλαμβάνεται στους καλλιτέχνες μιας ουτοπιστικής τέχνης όπου η φύση ξαναγυρίζει θριαμβικά στην καθημερινή ζωή για να «υπερβεί» το ισχύον οικοδομημένο περιβάλλον και να ανακηρυχθεί σε ανώτατη εκδοχή της τέχνης.



