Ο 20ός αιώνας έχει μείνει στην Ιστορία ως ο αιώνας δυο φοβερών, πολυαίματων Παγκόσμιων Πολέμων, που συνοδεύτηκαν από έναν αγωνιώδη Ψυχρό Πόλεμο, ανάμεσα σε δυο υπερδυνάμεις που καθεμιά τους ορεγόταν να κυριαρχήσει στην Οικουμένη. Ο 21ος αιώνας θα είναι τάχα ο αιώνας ενός τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου, ανάμεσα σε μιαν επιτιθέμενη αόρατη υπερδύναμη και σ’ έναν μεγάλον αριθμό αμυνόμενων χωρών, που η πρωτόφαντη αυτή δύναμη θέλει να τις αφανίσει, επειδή τις θεωρεί άρνηση και θανάσιμη απειλή κατά των θρησκευτικών, πολιτικών και όποιων άλλων «πιστεύω» και φιλοδοξιών της – ακόμα και της επιβίωσής της;
ΤΙΣ ειδοποιούς διαφορές αυτού του ιδιότυπου πολέμου με όλους τους προηγούμενους, τους λεγόμενους «κλασικούς», τις ξέρει ο καθένας: Οχι πια πόλεμος κρατών κατά κρατών, στρατών κατά στρατών, όχι μάχες εκ παρατάξεως, όχι καν βομβαρδισμοί στρατιωτικών στόχων ή και πόλεων. Μόνο εκρηκτικές επιθέσεις κατά «συμβολικών» κτιρίων ή πολυσύχναστων αστικών χώρων, από μια χούφτα άγνωστους φανατικούς που σκοτώνουν αγνώστους και σκοτώνονται μαζί τους.
Την ακόμα πιο τραγική διαφορά αποτελεί το ότι θύματα αυτού του πολέμου δεν είναι ένοπλοι αντίπαλοι, αλλά – στη συντριπτική πλειοψηφία τους – άοπλοι, άμαχοι, ανυπεράσπιστοι, περαστικοί, που καμιά δεν έχουν σχέση με τις «εχθρικές» κυβερνήσεις κι εξουσίες, με τα «κέντρα αποφάσεων», που τόσο τα μισούν οι βομβιστές, επειδή τα θεωρούν υπαίτια της δικής τους δυστυχίας. Πόλεμος κατά των αν-εύθυνων και των άφταιγων, κατά των «ανθρώπων του δρόμου» που, ξαφνικά κι αναίτια, γίνεται τάφος τους.
MIA ακόμα διαφορά: ο πόλεμος αυτός δεν είναι σύγκρουση ισχυρών κατά ισχυρών (ή περίπου) αλλά πόλεμος φτωχών (της Ανατολής) κατά πλουσίων (της Δύσης) και των συμμάχων ή συμπαραστατών τους. H ευμάρεια, ο όλβος, η χλιδή των «δυνατών» – που αρδεύεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, από την υποταγή και την εκμετάλλευση των ενδεών χωρών – στοιχειοθετεί, για τις τελευταίες, «ύβρη» και πρόκληση κατά των αδύναμων, και επιχείρημα μέγα για τους ηγέτες τους, που μανιάζουν να καταλύσουν αυτή την υπεροχή και τους υπερέχοντες.
ΑΛΛΑ εδώ ενεδρεύει και η ουτοπία τους: Οσα πλήγματα κι αν καταφέρουν στους «πλουσιόσαυρους», όσα δημόσια ή μη οικοδομήματα κι αν ανατινάξουν, όσες χιλιάδες πολίτες κι αν σφαγιάσουν, είναι αδύνατο να τους φτωχύνουν απ’ τ’ αρίφνητα αγαθά τους, ν’ αποδυναμώσουν την ανεξάντλητη αρματωσιά τους, να τους επιβάλουν την πίστη τους και την εξουσία τους. Ακόμα κι αν κατόρθωναν να εξοντώσουν τους νυν ηγέτες τους – πολιτικούς, οικονομικούς κλπ. – τη θέση τους θα έπαιρναν αμέσως άλλοι, ακόμα πιο ασυμβίβαστοι, ακόμα πιο συνασπισμένοι, ακόμα πιο ανελέητοι σε «μέτρα ασφάλειας», αφού θα είχαν πια την πάγκοινη συγκατάθεση των πολιτών τους να αμυνθούν κατά των μαζο-δολοφόνων και να εξαφανίσουν από προσώπου Γης τους υπονομευτές της ευπορίας και της «τάξης» του Πρώτου και του Νέου Κόσμου. Ετσι, θα θυσιάζονται όλο και πιο πολλοί αμέτοχοι κι απ’ τα δύο «στρατόπεδα», ενώ θα μένουν σώοι, ανέπαφοι και «δικαιωμένοι» οι ένθεν κακείθεν μεγαλομέτοχοι στρατοπεδάρχες και στρατηλάτες, που κινούν τους πολέμους και ψωμίζονται απ’ αυτούς.
ΟΥΤΟΠΙΚΗ, όμως, αποδείχνεται και η πανστρατιά κατά των τρομοκρατών. Επειδή η «σταυροφορία» της αποτελεί πόλεμο πασίγνωστων κατά άγνωστων, που οι πρώτοι είναι ανήμποροι να τους αντιμετωπίσουν, μια και δεν ξέρουν ποιοι, πού, πώς, πότε οι δεύτεροι θα χτυπήσουν.
Στον γνωστό λόγο του της 4.6.1940 στη Βουλή των Κοινοτήτων, ο Τσώρτσιλ διακήρυττε: «Θα πολεμήσουμε [τους χιτλερικούς] στη γη και στη θάλασσα, θα πολεμήσουμε στον αέρα, θα πολεμήσουμε στις ακτές, στους κάμπους και στους δρόμους· δεν θα παραδοθούμε ποτέ». Αλλά σήμερα, πώς οι αμυνόμενοι θα πολεμήσουν στρατούς-φαντάσματα, μαχητές-σκιές, όπλα ανεξιχνίαστα – που απειλούν κάθε στιγμή, κάθε πόλη, κάθε χτίριο, κάθε δρόμο, κάθε ανθρώπινη ομάδα, ανύποπτη, ανυπεράσπιστη, στο έλεος ανθρώπων χωρίς έλεος;
Απ’ τη μια, τ’ αμέτρητα στρατά και τα τέλεια όπλα των δυνατών, αλλά και η τέλεια άγνοιά τους για τον χρόνο, τον τόπο και τα μέσα της επίθεσης – απ’ την άλλη, μερικοί αυτόχειρες και κάμποσοι τόννοι εκρηκτικών, αλλά και η τέλεια γνώση των σκοπών και των στόχων τους. Το παλαιό «δίκαιο του ισχυροτέρου» ανατρέπεται: οι εξ ορισμού «επιφανείς» πανίσχυροι μένουν ανίσχυροι μπρος στους εξ ορισμού ανίσχυρους, επειδή ετούτοι διαθέτουν την ασύλληπτη ισχύ της αφάνειας και του αιφνιδιασμού. Κι ακόμα, επειδή οι πρώτοι κατέχονται από έρωτα ζωής – έστω και εις βάρος των άλλων – ενώ οι δεύτεροι, από λατρεία θανάτου των άλλων και του εαυτού τους. Για τούτους, το ανέφικτο «ευ ζην» έχει αντικατασταθεί με το (κατά την πίστη τους) «ευ θνήσκειν», το εφικτότατο.
KAI δεν βλέπουν (δηλαδή, δεν θέλουν να βλέπουν), τόσο οι επιτιθέμενοι αόρατοι όσο και οι αμυνόμενοι ορατότατοι, πως ο καθένας τους παίζει το παιχνίδι του άλλου: Οσο περισσότερο αχόρταγοι δείχνονται οι κάθε «-κράτορες» και «-άρχες», τόσο πιο αιμοδιψείς θα γίνονται οι βομβοκράτες… όσο περισσότερο αδιαφορούν οι υπερεύποροι για τις τύχες και το μένος των απόρων, τόσο περισσότερο θ’ απλώνεται και θα εντείνεται των απόρων ο φονικός οίστρος… και όσο περισσότερο η τρομοκρατία θα μανιάζει και θα θεριεύει, τόσο πιο πολύ θα φουντώνει, θα δικαιώνεται, θα «αγιοποιείται» η αντίδραση των αμυνόμενων και η μέγγενή τους επί δικαίων και αδίκων.
Κύκλος φαυλότατος… αδιέξοδο ζοφερό… πόλεμος χωρίς νικητές και χωρίς τέλος, αφού οι φονταμενταλιστές δεν μπορούν να κατατροπώσουν ή έστω να λυγίσουν τους «άπιστους», και οι «άπιστοι» δεν μπορούν να κοιμηθούν για τον φόβο των «πιστών». Τέτοιος προμηνύεται ο αιώνας μας; Αιώνας απίθανης προόδου που μεταλλάζει σε αιώνα απύθμενου τρόμου;



