Διαβάζοντας κανείς τη δραματική αφήγηση του ιστορικού του 4ου αιώνα Αμμιανού Μαρκελλίνου σχετικά με τη διέλευση του Δούναβη από τους βαρβάρους Γότθους το 376, είναι δύσκολο να φανταστεί ότι τρεις αιώνες αργότερα ένας άλλος λατίνος συγγραφέας, ο επίσκοπος του Τολέδου Ιουλιανός, από το άλλο άκρο του τότε ρωμαϊκού κόσμου, θα εξυμνούσε την άνοδο στον θρόνο του Γότθου Wamba, βασιλιά του Τολέδου από το 672 ως το 680. Στα κείμενα των δύο συγγραφέων εντοπίζονται, αντίστοιχα, η απαρχή και το τέλος της μεγαλύτερης κρίσης που γνώρισε ποτέ ο δυτικός ρωμαϊκός κόσμος μεταξύ του 4ου και του 7ου αιώνα. Η είσοδος των Βησιγότθων στην Αυτοκρατορία το 376 με την άδεια του αυτοκράτορα της Ανατολής Ουάλη υπήρξε πράγματι το γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας εποχής για τα Βαλκάνια και σημάδεψε ταυτόχρονα την τύχη της δυτικής Αυτοκρατορίας.
Τα γεγονότα – ορόσημα που επέσπευσαν τη διαδικασία μετάβασης από τη δυτική ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη μεσαιωνική Δύση, είναι αναμφίβολα η άλωση της Ρώμης από τον βησιγότθο Αλάριχο το 410 και η κατάκτηση της Ιταλίας από τον Οστρογότθο Θεοδώριχο το 493. Και μπορεί στη συνείδηση του τότε κόσμου αλλά και στη σύγχρονη ιστορική αντίληψη τα ονόματα των θρυλικών βασιλέων της γοτθικής ιστορίας να έχουν ταυτιστεί με τα μεγάλα γεγονότα που προαναφέρθηκαν, ωστόσο ένα μεγάλο μέρος της λαμπρής τους ιστορίας έχει γραφτεί αλλού. Γιατί, όπως στις μέρες μας, έτσι και τότε τον μοιραίο ρόλο για τη μετάβαση από τη μια ιστορική εποχή στην άλλη κλήθηκε να τον παίξει ο ευρύτερος χώρος των Βαλκανίων. Από τη γεωγραφική και γεωπολιτική του θέση έχει καταστεί, από τη μια, χώρος «εισδοχής» και «υποδοχής» των βαρβάρων του Δούναβη και, από την άλλη, πεδίο σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με πρωταγωνιστές και συχνά ρυθμιστές των μεταξύ τους σχέσεων τους «φοιδεράτους» Βησιγότθους και Οστρογότθους και τους φιλόδοξους ηγέτες τους.
Η ηγεμονία του Αλάριχου
Η χρονική πάντως στιγμή της ανάδειξης του Αλάριχου σε μοναδικό και αδιαμφισβήτητο ηγέτη των Γότθων της Βαλκανικής συμπίπτει με την εκδήλωση του πιο σκληρού και αμείλικτου ανταγωνισμού που ξέσπασε ποτέ μεταξύ Ανατολής και Δύσης για τη διεκδίκηση κυρίως του Ιλλυρικού, το οποίο είχε γίνει τότε «μήλον της έριδος» ανάμεσά τους. Στη φάση αυτή εγκαινιάζεται μια νέα πολιτική προς τους Γότθους που δεν αποσκοπεί πλέον στην αφομοίωσή τους – πολιτική που ακολούθησε ο Θεοδόσιος – αλλά καθορίζεται από τις σχέσεις των δύο ισχυρών ανδρών της εποχής Ρουφίνου και Στηλίχωνα, εκπροσώπων των δύο τμημάτων της Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο Γότθος ηγεμόνας μετατρέπεται σε σπουδαίο και επικίνδυνο συνάμα όργανο αυτού του σκληρού ανταγωνισμού που παραδίδεται εύκολα από τα χέρια του ενός στα χέρια του άλλου. Το πνεύμα αυτής της διπολικής προς τον Αλάριχο πολιτικής απηχούν τα παρακάτω λόγια του πανηγυριστή της δυτικής αυλής Κλαυδιανού: «Τώρα εκείνος που ερήμωσε την Αχαΐα και προκάλεσε άλλοτε ατιμωρητί τον όλεθρο της Αυτοκρατορίας διοικεί το Ιλλυρικό, μπαίνει σαν φίλος μέσα στις πόλεις που ο ίδιος είχε πολιορκήσει και εφαρμόζει τον νόμο σ’ εκείνους των οποίων κατέχει τις γυναίκες και έχει δολοφονήσει τα παιδιά». Ως την οριστική του πορεία προς την Ιταλία (408) ο Αλάριχος βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο της ιστορίας του Ιλλυρικού και της Θράκης, πρωταγωνιστώντας σ’ ένα έργο με δραματικό για τον ρωμαϊκό κόσμο φινάλε, αφού η οξύτατη αντιπαράθεση των δύο πλευρών και η ανικανότητα της Δύσης να αντιδράσει ή, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Peter Brown («The World of Late Antiquity»), να «κατακτήσει» τους κατακτητές, θα τον εξωθήσουν στην εκπόρθηση της αιωνίας πόλης.
Αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν στη Δύση οι κοινωνικές και πολιτικές δομές είχαν σχεδόν καταρρεύσει, με την εναλλαγή στον θρόνο μιας σειράς ανίκανων να αντιστρέψουν το κλίμα αυτοκρατόρων, στα Βαλκάνια στήθηκε πάλι το ίδιο σκηνικό με εκείνο της εποχής του Αλάριχου και πρωταγωνιστές τη φορά αυτή τους ομώνυμους οστρογότθους ηγέτες Θεοδώριχο Στράβωνα και Θεοδώριχο Αμαλό. Οι επαρχίες του Ιλλυρικού και της Θράκης κλήθηκαν να πληρώσουν και πάλι το βαρύ τίμημα των σκληρών αντιπαραθέσεων και των πολιτικών σκοπιμοτήτων της εποχής. Η πολυετής δράση των δύο βαρβάρων φυλάρχων στις βαλκανικές επαρχίες συντηρήθηκε επιμελώς από την αυλή της Κωνσταντινουπόλεως, όχι πια στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με τη Δύση, από την οποία δεν απειλείτο πλέον, αλλά για την αντιμετώπιση των δικών της εσωτερικών προβλημάτων. Απέφυγε να τους εντάξει επίσημα στους κόλπους της, εφαρμόζοντας την πολύ γνωστή αργότερα βυζαντινή τακτική των εναλλασσομένων συμμαχιών και υποκινήσεων, της εξαγοράς και απονομής τίτλων, και πέτυχε ως τον θάνατο του Στράβωνα (481) να περιορίσει τις δραστηριότητές τους στα Βαλκάνια. Για μία ακόμη φορά οι επαρχίες τους θυσιάστηκαν στον βωμό του δημοσίου συμφέροντος, «διά το κοινή λυσιτελές», όπως επισημαίνει ο ιστορικός του 5ου αιώνα Ζώσιμος.
Η δράση του Θεοδώριχου
Οι σχέσεις του Θεοδώριχου Αμαλού με την Αυτοκρατορία και η δράση του στη Βαλκανική κατά την περίοδο της μονοκρατορίας του σε αυτήν είναι σχεδόν ταυτόσημες με εκείνες του Αλάριχου δεκαετίες πριν. Τη μια στρέφεται εναντίον της Αυτοκρατορίας, απειλώντας και καταστρέφοντας τις επαρχίες της στον Ιλλυρικό και τη Θράκη, και την άλλη την υπηρετεί ως διορισμένος από εκείνη στρατιωτικός διοικητής των περιοχών που ο ίδιος λίγο πριν είχε καταστρέψει. Η δυναμική του ωστόσο παρουσία και η πολύμορφη δράση του ανατρέπουν τις ισορροπίες στον χώρο της Βαλκανικής και απειλούν το πολιτικό παιχνίδι της Ανατολής. Στην πιο κατάλληλη ίσως στιγμή, όταν η μία μετά την άλλη οι επαρχίες της Δύσης παραδίδονται στα χέρια αλλόθρησκων και ξένων προς το Βυζάντιο βαρβάρων και οι προθέσεις του ισχυρού Θεοδώριχου είναι ακόμη ασαφείς, οι αρχές της Κωνσταντινουπόλεως του ανάβουν το πράσινο φως για την κατάκτηση της Ιταλίας. Με την κίνηση αυτή ο αυτοκράτορας της Ανατολής προσβλέπει και σε κάτι ακόμη πολύ σημαντικό. Επιδιώκει τον έλεγχο των εξελίξεων της Δύσης μέσω του «δικού» του βαλκάνιου ανθρώπου και ασφαλώς δικαιώνεται.
Ο «βασιλεύς» των Γότθων και ρωμαίος «πατρίκιος», όπως τον αποκαλεί ο ιστορικός Προκόπιιος, θα γράψει λίγο αργότερα στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αναστάσιο: «Regnum nostrum imitatio vestra est unici exemplar Imperii». Είναι η στιγμή της δικαίωσης της πολιτικής του προκατόχου του Ζήνωνα, ο οποίος το 488 έδωσε την άδεια στον φύλαρχο της Βαλκανικής να καταλάβει την Ιταλία στο όνομα του βυζαντινού αυτοκράτορα και να την κυβερνήσει ως «ρωμαίος» εντολοδόχος και αξιωματούχος, παραμένοντας συγχρόνως βασιλιάς του δικού του λαού. Η λαμπρή του βασιλεία στην Ιταλία έμοιαζε όλο και περισσότερο με υποκατάστατο της ανατολικής εξουσίας στη Δύση. «Ην τε ο Θευδέριχος λόγω μεν τύραννος, έργω δε βασιλεύς αληθής» θα γράψει ο Προκόπιος αργότερα, χωρίς προφανή τουλάχιστον διάθεση υπερβολής ή κολακείας.
Κυρίαρχος της Ιταλίας το 493, επιχειρεί στη συνέχεια και επιτυγχάνει να προσδέσει στο άρμα της πολιτικής του όλους σχεδόν τους βάρβαρους ηγεμόνες της Δύσης, δημιουργώντας μαζί τους δεσμούς αίματος μέσω ποικίλων δυναστικών επιγαμιών. Γίνεται με τον τρόπο αυτό ο συνεκτικός ιστός των διαφόρων βαρβαρικών βασιλείων και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτά και την αυτοκρατορία της Ανατολής. Η διακυβέρνησή του, βασισμένη στις πλούσιες διοικητικές και πολιτικές εμπειρίες που αποκόμισε κατά τη νεότητά του ως όμηρος στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κυρίως κατά τη μακρά παραμονή του στα Βαλκάνια ως αρχηγός των Οστρογότθων και κατά διαστήματα διορισμένος από τις αυτοκρατορικές αρχές στρατηγός, θα καταστεί πρότυπο διακυβέρνησης για όλους σχεδόν τους βάρβαρους βασιλείς, που ο ένας μετά τον άλλο εκχριστιανίζονται και δηλώνουν «φιλία» και θεωρητική έστω υποτέλεια στον βυζαντινό αυτοκράτορα. Ο βουργουνδός βασιλιάς Σιγισμούνδος (516-523), για παράδειγμα, θα γράψει σε μια επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο: «Ο λαός μου σας ανήκει. Εγώ που τον κυβερνώ σάς είμαι ταυτόχρονα υποτεταγμένος. Εμφανίζομαι ως βασιλεύς εν μέσω των δικών μου αλλά δεν είμαι παρά στρατιώτης σας. Εγώ είμαι ο μεσάζων διά του οποίου εσείς διοικείτε τα πιο απομακρυσμένα από την έδρα σας μέρη».
Από εχθροί σύμμαχοι
Η οικουμενική ιδεολογία από την οποία εμφορείτο η πολιτική της αναδυόμενης τότε ανατολικής Αυτοκρατορίας, υπό το πνεύμα και κυρίως το πρόσχημα του χριστιανισμού, φαίνεται ότι είχε θετικό αντίκτυπο στη Δύση πολύ ενωρίτερα και μάλιστα από την επομένη κιόλας της άλωσης της Ρώμης από τον Αλάριχο. Την αρνητική ρωμαϊκή αντίληψη για τους εκείθεν του Δουνάβεως «βαρβάρους» Γότθους διαδέχεται σιγά – σιγά μια νέα, ευνοϊκότερη γι’ αυτούς, εικόνα, στην οποία αποτυπώνονται και χαρακτηρισμοί όπως «άνθρωποι», «χριστιανοί», «υποτελείς των Ρωμαίων», ιδιότητες που την ίδια εποχή δεν αποδίδονται στους άλλους αλλόθρησκους κατακτητές των επαρχιών της Δύσης.
Στα μάτια του Ορόσιου για παράδειγμα, ο Χριστιανισμός μετρίασε τον βάρβαρο χαρακτήρα τους προσδίδοντάς του «ρωμαϊκή» ποιότητα ενώ ο Αλάριχος ως χριστιανός έγινε πιο «Ρωμαίος», σε αντίθεση με τον Ραδαγαΐσο που παρέμεινε «βάρβαρος». Η αντίθεση βάρβαροι – Ρωμαίοι, διατυπωμένη στην αρχή του έργου του, δίνει σιγά σιγά τη θέση της στο σχήμα Γότθοι – Ρωμαίοι, δύο λαοί των οποίων η χριστιανική πίστη αποτελεί το βασικό συνεκτικό στοιχείο. Η εξέλιξη της εικόνας των Γότθων στα τελευταία κεφάλαια των «Ιστοριών» του Ορόσιου είναι σχεδόν επαναστατική. Οι Γότθοι γίνονται «συνεργάτες», «σύμμαχοι» και «συμπολεμιστές» των Ρωμαίων εναντίον των βαρβάρων που έχουν εισβάλει στη Γαλατία και στην Ισπανία. Κατακτητές και κατακτηθέντες απεικονίζονται ως ίσοι σχεδόν μεταξύ τους σε μια κοινή πορεία για τη μετάβαση από τον αρχαίο ρωμαϊκό κόσμο στον χριστιανικό κόσμο της μεσαιωνικής Δύσης. Η σταδιακά μεταβαλλόμενη εικόνα τους κατά τον 5ο αιώνα προϊδεάζει για την καθολική αποδοχή της οποίας θα τύχουν οι βησιγοτθικοί «λαοί» της Ισπανίας από τους συγγραφείς του 6ου αιώνα Κασιόδωρο, Ιορδάνη, Ισίδωρο της Σεβίλλης κ.ά., για να καταλήξει τον 7ο αιώνα στην εξύμνηση του γότθου βασιλιά Wamba από τον Ιουλιανό του Τολέδου, όπως έχει ήδη επισημανθεί.
Ο εκχριστιανισμός των «βαρβάρων»
Ο εκχριστιανισμός των Γότθων ξεκίνησε από πολύ νωρίς στις βόρεια του Δουνάβεως περιοχές και ολοκληρώθηκε σταδιακά κατά τη μακρά περιπλάνησή τους στη Βαλκανική χερσόνησο. Υπήρξε πράγματι το βασικό στοιχείο που τους διαφοροποίησε στα μάτια του τότε πολιτισμένου κόσμου από τους άλλους βαρβαρικούς λαούς της εποχής. Η διαλείπουσα ειρηνική τους συμβίωση με το ρωμαϊκό στοιχείο των επαρχιών του Δούναβη, παρά τις συχνές αντιπαραθέσεις και τις οξύτατες συγκρούσεις που είχαν μαζί του, τους έδωσε την ευκαιρία να προσλάβουν στοιχεία του πολιτισμού του και να αποκτήσουν γνώσεις γύρω από τις δομές της πρώιμης βυζαντινής κοινωνίας. Ενδεικτική αυτής της εξέλιξης είναι η πρόβλεψη που είχε διατυπώσει ο πανηγυριστής της αυλής του Θεοδοσίου, Θεμίστιος, στον Λόγο που απηύθυνε προς το κοινό της Κωνσταντινουπόλεως μετά την υπογραφή της συνθήκης του 382, με την οποία οι Βησιγότθοι θα εγκαθίσταντο νόμιμα πλέον στη Θράκη: «Εντός ολίγου χρόνου ληψόμεθα Γότθους ομοτραπέζους, ομοσπόνδους, ομού στρατευομένους, ομού λειτουργούντας». Την πρόβλεψη του ρήτορα Θεμίστιου θα επαληθεύσει δύο αιώνες αργότερα ο ιστορικός Ιορδάνης. Στη γοτθική του Ιστορία επισημαίνει τις απεριόριστες δυνατότητες κοινωνικής προσέγγισης που πρόσφερε ο βαλκανικός χώρος στους δύο κόσμους και προσθέτει ότι η πολιτική του Αλάριχου πέτυχε να οδηγήσει Ρωμαίους και Γότθους σε μια κοινή ζωή με τόσο φιλικές μεταξύ τους σχέσεις, ώστε να θεωρούνται ένας λαός.
Και ήταν πράγματι η πολιτική του Αλάριχου, όπως αργότερα αυτή του Θεοδώριχου για να επανέλθουμε στους πρωταγωνιστές της εποχής κατά την περίοδο της βαλκανικής τους ιστορίας ένας διστακτικός συνδυασμός στοιχείων των ανταγωνιστικών τάσεων της κοινωνίας στην οποία είχαν μεγαλώσει. Γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν εν μέσω των δύο αντίρροπων δυνάμεων της βαλκανικής κοινωνίας, δηλαδή του γοτθικού «εθνικισμού» και του κοινωνικοπολιτικού ρωμαϊκού συστήματος. Και οι δύο ωστόσο είχαν αναπτύξει σχέσεις με μέλη της επίσημης αριστοκρατίας της Αυτοκρατορίας, τα οποία, κατά τις μαρτυρίες των πηγών, ασκούσαν πάνω τους σημαντική επιρροή. Και οι δύο είχαν εκδηλώσει, έμμεσα ή άμεσα, ενδιαφέρον να ενταχθούν στο κοινωνικοπολιτικό της σύστημα διά τους ανόδου τους στη στρατιωτική ιεραρχία. Αν και δεν κατάφεραν να ενταχθούν πλήρως στο ρωμαϊκό σύστημα, υπέστησαν ωστόσο τη χειραγώγησή του ως διορισμένοι από τις αυτοκρατορικές αρχές στρατηγοί του Ιλλυρικού και της Θράκης.
Οι διεργασίες στα Βαλκάνια
Στον βαλκανικό κατά συνέπεια χώρο συντελέστηκαν οι βασικές διεργασίες που προετοίμασαν το έδαφος για τη μεταβίβαση από τη μια ιστορική εποχή στην άλλη. Ως ζώνη επαφής του Βορρά και του Νότου και σφαίρα άσκησης επιρροής και ελέγχου από τη νέα δύναμη της εποχής, την ανατολική Αυτοκρατορία, η Βαλκανική χερσόνησος υπέστη το κόστος των αλλεπάλληλων βαρβαρικών εισβολών αλλά και τις βαριές συνέπειες της γοτθικής πολιτικής των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Λειτούργησε ως μήτρα μέσα στην οποία κυοφορήθηκαν οι διαδικασίες εκείνες που θα οδηγούσαν ευκολότερα στο νέο ιστορικό «γίγνεσθαι» της Δύσης. Στα εδάφη της «φιλοξενήθηκαν» για δεκαετίες και δέχθηκαν τα πρώτα φώτα του πολιτισμού βαρβαρικοί λαοί που έμελλε να γίνουν αργότερα ηγήτορες των εξελίξεων στη Δύση και γεννήτορες των πρώτων «εθνικών» μορφωμάτων της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Η επικοινωνία των δύο γοτθικών φύλων με το ντόπιο ρωμαϊκό στοιχείο, κατά τη μακρά παραμονή τους στις επαρχίες της Βαλκανικής, μέσα έστω από τις ιδιότυπες και αμφιλεγόμενες σχέσεις που είχαν αναπτύξει μαζί του, τους έδωσε την ευκαιρία να προσλάβουν στοιχεία της κοινωνικής του ζωής και να αποκτήσουν εμπειρίες και γνώσεις πολύ σημαντικές για τη συνέχεια της ιστορικής τους πορείας. Η πολιτιστική τους όσμωση και η κοινωνικοπολιτική τους συνύπαρξη με τους λαούς που συνάντησαν στη Δύση ρωμαϊκούς και βαρβαρικούς οφείλουν πολλά στον πρώτο χώρο «υποδοχής» τους, εκείνον των Βαλκανίων.
Η κυρία Σοφία Πατούρα είναι ιστορικός – ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών / Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών.



![Golden visa: Μειώνονται το ενδιαφέρον – Τι φρενάρει τη ζήτηση [πίνακες]](https://www.tovima.gr/wp-content/uploads/2025/12/26/18644925-90x90.jpg)