Ως εργαζόμενος, και μάλιστα σκληρά (και ας το αμφισβητούν μερικοί από μη εργαζόμενους και προώρως συνταξιοδοτηθέντες αναγνώστες μου), φεύγω εκ των τελευταίων για τη φθινοπωρινή μου ετήσια άδεια. Αλλά, όπως σας έχω συνηθίσει να μην κάνει διακοπές και η στήλη μου, θα την παραχωρήσω, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, επί πέντε εβδομάδες ως ελεύθερο βήμα σε επιστολές αναγνωστών μου. Από τις πολλές που παίρνω και που δυστυχώς δεν μπορώ να φιλοξενώ, ελλείψει χώρου, θα ξεχωρίσω με κατ’ ανάγκην προσωπικά κριτήρια – ορισμένες, που αναφέρονται σε ευρύτερου ενδιαφέροντος θέματα και περιέχουν αξιοπρόσεκτες απόψεις και υποδείξεις, στις οποίες δεν σημαίνει αυτονόητα ότι και οπωσδήποτε συμφωνώ. Η διαφορετική άποψη είναι για μένα εξ ίσου αξιοσέβαστη με τη δική μου, αρκεί να είναι επαρκώς θεμελιωμένη και ευπρεπώς διατυπωμένη.
Ετσι κι εγώ θα κάνω πιο άνετα τις διακοπές μου και εσείς δεν θα με στερηθείτε (έστω και λόγω επιβλαβούς εθισμού), αλλά και η πρόσκαιρη αλλαγή περιεχομένου της στήλης ελπίζω ότι θα αποδείξει πως τελικά με προτιμάτε. Ο χρόνος θα δείξει, που λέει και ο φίλος μου ο Χαρίλαος Φλωράκης.
Ας ξεκινήσω, λόγω κυριολεκτικά καυτής επικαιρότητας, με το αλληγορικό κείμενο του κ. Γιώργου Μαρούδα (Καλλιγά 57, Φιλοθέη) στο οποίο υπό τον τίτλο «Η Καφροχώρα» εκφράζει την οδύνη του για το συνεχώς επεκτεινόμενο κάψιμο των δασών μας ως εξής:
«Μια φορά και έναν καιρό, υπήρχε μία Καφροχώρα που ζούσε κυρίως από τις πλούσιες φυσικές ομορφιές λάθος πετρελαιοπηγές της, που ήταν οι καλύτερες όλης της Γης!
Ηταν όμως τόσο Καφροχώρα, που αν και είχε λίγη γεωργία, λιγότερο εμπόριο και ελάχιστη βιομηχανία, αφιέρωνε γι’ αυτά υπερ-υπουργεία, ενώ για τις ανεκτίμητες πετρελαιοπηγές είχε απλώς έναν παρακατιανό Οργανισμό (ΕΟΠ νομίζω τον λέγανε) που τον περιέφερε από υπουργείου εις υπουργείον. Τόσο αδιάφοροι και ανάξιοι ήταν οι κάτοικοί της για τον φυσικό αυτό πλούτο, που η μια μετά την άλλη πηγές της καίγονταν, και αυτοί αγρόν ηγόραζον… Και τα σκουπίδια τους ακόμη τα έκαιγαν δίπλα και μοιραία μαζί με τις πετρελαιοπηγές τους!
Χρόνια τώρα, τη μια έφταιγε ο κακός τους ο καιρός, την άλλη ο ξένος δάκτυλος, την τρίτη οι πυροσβέστες που τσακώνονταν με τους πετρελαιοφύλακες.
Ποτέ όμως δεν έφταιγε το καφρόμυαλό τους! Σε σημείο μάλιστα, που μετά κάθε μεγάλη πυρκαγιά, οι διάφοροι καφροΰπεύθυνοι έβγαιναν στους κατάπληκτους και καμένους υπηκόους τους και… συνέχαιραν αλλήλους για τη χρόνια αποδεδειγμένη καφροσύνη και αναποτελεσματικότητα που επεδείκνυαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την καταστροφή!
Αυτή η Καφροχώρα, αφού της κάηκαν όλες οι μοναδικές φυσικές πηγές της, έσβησε τελικά άδοξα από τον χάρτη των πολιτισμένων χωρών, όπου απεγνωσμένα προσπαθούσε να εισέλθει, μια που γι’ αυτές κυρίως την ήθελαν, και μπήκε με το (καμένο) σπαθί της στην καφρο-Ηπειρο, μένοντας έτσι στην Ιστορία για το ένδοξο παρελθόν της και το άδοξο παρόν της». Ενας κατακα(η)μένος γηγενής…
Αλλά δυστυχώς οι έλληνες-κάφροι δρουν και στο εξωτερικό. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την επιστολή της Δρος Ελισάβετ Κοσμετάτου, η οποία με αγανάκτηση μου γράφει:
«Κατοικώ στο Βέλγιο, τα τελευταία τρία χρόνια, λείπω από την Ελλάδα συνολικά εννέα χρόνια, και πληροφορήθηκα πρόσφατα ότι είναι δυνατόν σε έλληνες πολίτες, κατοίκους του εξωτερικού, να ψηφίζουν στον τόπο διαμονής τους και να μη χάνουν την ευκαιρία να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα όπως συνέβαινε ως τώρα. Τηλεφώνησα λοιπόν στο ελληνικό προξενείο στις Βρυξέλλες για να ρωτήσω σχετικά με αυτό.
Το γραφείο του προξενείου με το οποίο μίλησα είναι συνδεδεμένο με τον αριθμό τηλεφώνου [00-32] (0)2-6465 551. Δυστυχώς, δεν γνωρίζω τα ονόματα των υπαλλήλων που δουλεύουν στο εν λόγω γραφείο, διότι αρνήθηκαν να μου τα δώσουν. Μίλησα στο τηλέφωνο με έναν ευγενή κύριο, ο οποίος, μη γνωρίζοντας την πληροφορία που του ζήτησα, ρώτησε τον συνάδελφό του που δούλευε στο ίδιο γραφείο. Ο συνάδελφος αυτός κυριολεκτικά εξερράγη και άρχισε να φωνάζει (τον άκουγα δυστυχώς πολύ καθαρά) “πες της τον κακό της τον καιρό”, κάτι που επανέλαβε πολλές φορές. Ο κύριος με τον οποίο συνδιαλεγόμουν ήταν εμφανώς αμήχανος και μου είπε ότι δεν είχε έρθει ακόμη σχετική εντολή. Οταν διαμαρτυρήθηκα για τη συμπεριφορά του συναδέλφου του και ζήτησα το όνομά του, μου απάντησε ότι έχω βεβαίως δίκιο, αλλά ο συνάδελφός του είναι “πιεσμένος από την πολλή δουλειά”, ότι φέρνω τον ίδιο σε πολύ δύσκολη θέση και ότι δεν μπορεί να μου δώσει το όνομα που ζήτησα.
Το ελληνικό προξενείο και η ελληνική πρεσβεία είναι για εμάς τους Ελληνες του εξωτερικού ένας κρίκος σύνδεσης με την Ελλάδα, και καλό θα ήταν να τυγχάνουν μιας στοιχειώδους ευγενικής αντιμετώπισης. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν γίνεται πάντοτε, αλλά πρώτη φορά μου τυχαίνει να με βρίσουν ανοιχτά, και μάλιστα στο γενικό προξενείο των Βρυξελλών που βρίσκεται σε τέτοιο νευραλγικό σημείο, στην “πρωτεύουσα” της Ευρωπαΐκής Ενωσης. Ολοι δουλεύουμε σκληρά και έχουμε προβλήματα, αλλά συνήθως δεν ξεσπάμε σε άλλους. ‘Η, τουλάχιστον, αν ο εν λόγω υπάλληλος δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του, αναρωτιέμαι γιατί έρχεται σε επαφή με το κοινό και συντελεί στο να αποκτά η χώρα μας κακό όνομα. Τέλος πάντων, έχω γράψει σχετικά στον έλληνα πρεσβευτή κ. Αναστάσιο Σιδέρη, και ελπίζω η διαμαρτυρία μου να μην αντιμετωπισθεί με τον συνηθισμένο ωχαδερφισμό, αν και η ως τώρα εμπειρία μου με κάνει δυστυχώς να αμφιβάλλω».
Καλώς αμφιβάλλει η κυρία Κοσμετάτου;



