Μισθώσεις και μεταβιβάσεις εργοστασίων


Πέντε χρόνια μετά την πλήρη «κρατικοποίηση» της ελληνικής βιομηχανίας λιπασμάτων, που συντελέστηκε με την αναγκαστική μεταβίβαση στην Εθνική Τράπεζα του ελέγχου της δεύτερης και της τρίτης σε μέγεθος εταιρείας του τομέα, δηλαδή της εταιρείας Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδος ΑΕ και της ονομαζόμενης σήμερα εταιρείας Λιπάσματα Δραπετσώνας ΑΕ, λόγω χρεοκοπίας του συγκροτήματος Μποδοσάκη, πριν από λίγες ημέρες σήμανε ουσιαστικά η αντίστροφη μέτρηση. Με εισήγηση της υπουργού Ανάπτυξης κυρίας Βάσως Παπανδρέου η διυπουργική επιτροπή αποκρατικοποίησης εξουσιοδότησε την ΕΤΒΑ, ιδιοκτήτη της τέταρτης σε μέγεθος, δηλαδή της μικρότερης αλλά… «προβληματικότερης», ελληνικής βιομηχανίας λιπασμάτων, να αναζητήσει και να εξεύρει το ταχύτερο δυνατόν «ενοικιαστή», αν όχι αγοραστή.


Πιθανολογείται ότι στο τέλος του 1997 η ελληνική βιομηχανία λιπασμάτων θα παρουσιάζει μια πολύ διαφορετική «εικόνα» σε σύγκριση με την απόλυτα «κρατική» σημερινή, που διαμορφώθηκε επί κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας.


ΜΕ ΜΕΡΙΔΙΟ γύρω στο 15% στην εσωτερική αγορά η ΛΙΔΡΑ και αρκετά μικρότερο ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα η ΑΕΒΑΛ, αποτελούν εταιρείες των οποίων η αναγκαιότητα ύπαρξης έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί. Οι δύο αυτές εταιρείες απασχολούν εκατοντάδες εργαζόμενους και για τον λόγο αυτόν συνεχίζουν να επιχορηγούνται έμμεσα από το Δημόσιο, μέσω των τραπεζών που τις ελέγχουν και οι οποίες «παραιτούνται» από τις χρηματοοικονομικές απαιτήσεις τους. Ειδικότερα όμως η ΛΙΔΡΑ, ως η μόνη εταιρεία που δραστηριοποιείται παραγωγικά στη Νότια Ελλάδα και διαθέτει λιμάνι, παρουσιάζει κάποια πλεονεκτήματα και προσφέρει μια «ισορροπία» στην εγκατεστημένη κατά τα 3/4 στη Βόρεια Ελλάδα ελληνική λιπασματοβιομηχανία. Το πλεονέκτημα ωστόσο αυτό αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι το εργοστάσιο της Δραπετσώνας βρίσκεται σε θέση στην οποία έχει αποφασισθεί να αναπτυχθούν, με πρωτοβουλία της ιδιοκτήτριας Εθνικής Τράπεζας, διάφορες άλλες εργασίες στο πλαίσιο ανάπλασης μιας πολύ μεγάλης ευρύτερης περιοχής. Είναι πιθανόν, λοιπόν, το θέμα της ΛΙΔΡΑ να μην αποτελέσει την αιχμή των αλλαγών που θα επιχειρηθούν στην αγορά λιπασμάτων. Το πρώτο βήμα, σύμφωνα με την απόφαση της διυπουργικής επιτροπής, θα γίνει από την ΑΕΒΑΛ.


Πράγματι, για την εκμίσθωση τουλάχιστον των εγκαταστάσεων αυτής της υπερχρεωμένης εταιρείας, που ασχολείται κυρίως με τα νιτρικά λιπάσματα, έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον και ένας σημαντικός ελληνικός εμπορικός και βιομηχανικός όμιλος που σήμερα εισάγει, συσκευάζει και εμπορεύεται λιπάσματα. Εκ μέρους του ομίλου των αδελφών Μπερτζελέτου, σύμφωνα με πληροφορίες, εξεδήλωσε ενδιαφέρον η βιομηχανική και εμπορική εταιρεία Sulphur Ελλάς, η οποία ελέγχεται από τις οικογένειες Μπερτζελέτου – Παπαχατζόπουλου και συνεργάζεται με σκανδιναβικές επιχειρήσεις.


Η εταιρεία ΑΕΒΑΛ ελέγχεται πλήρως από την ΕΤΒΑ και είναι υπερχρεωμένη. Τα τέλη του 1995 και τις αρχές του 1996 η ΕΤΒΑ είχε αναγκασθεί, με χρήματα που φυσικά δανείσθηκε, να αυξήσει κατά 1 δισ. δρχ. το μετοχικό κεφάλαιο της βιομηχανίας, για να τη στηρίξει για μερικούς μήνες ακόμη. Η ΔΕΗ προ μηνών είχε εγείρει απαίτηση κατά της βιομηχανίας για ποσό μεγαλύτερο από 4,5 δισ. δραχμές. Για τους λόγους αυτούς θεωρείται αδύνατη, με τα σημερινά δεδομένα, η προσέλκυση αγοραστικού ενδιαφέροντος, αν και φυσικά, όπως αναφέρει στέλεχος της τράπεζας, κάθε τέτοια πρόταση θα είναι ευπρόσδεκτη. Το μεγάλο πρόβλημα για την ΕΤΒΑ και το Δημόσιο είναι να σταματήσει η ροή κεφαλαίων προς τη βιομηχανία αυτή της Κοζάνης, ροή που εντάθηκε το 1996. Σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη, αυτό μπορεί να γίνει μόνο εφόσον οι εγκαταστάσεις μισθωθούν και η λειτουργία τους αναληφθεί εξ ολοκλήρου από άλλη εταιρεία. Ετσι προέκυψε το ενδιαφέρον της εταιρείας ΣΥΝΕΛ, η οποία έχει μακρά συνεργασία με την ΑΕΒΑΛ στον εμπορικό τομέα, για τη διάθεση των λιπασμάτων της στην εγχώρια αγορά. Η λύση αυτή, ασχέτως της ταυτότητας της εταιρείας που τελικά θα αναλάβει τη λειτουργία της βιομηχανίας, μοιάζει σχετικά εύκολη, αν και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι ενδιαφερόμενοι απαιτούν από την ΕΤΒΑ να επιλύσει η ίδια, προτού μεταβιβάσει τις εγκαταστάσεις, το θέμα του «πλεονάζοντος προσωπικού». Το 1996 στην εταιρεία είχαν απασχοληθεί περίπου 300 εργαζόμενοι. Υπολογίζεται ότι σε ένα τρίμηνο περίπου οι εγκαταστάσεις της ΑΕΒΑΛ στην Πτολεμαΐδα του Νομού Κοζάνης, απηλλαγμένες οφειλών, θα μπορούν να τεθούν στη διάθεση νέας εταιρείας.


Η λύση αυτή, της εκμίσθωσης των εγκαταστάσεων, συναντά βέβαια αρνητικές αντιδράσεις από όσους παρατηρούν εύλογα ότι το πρόβλημα ουσίας, δηλαδή η εξασφάλιση ανταγωνιστικότητας για την εταιρεία, παρακάμπτεται. Οι ίδιοι προσθέτουν ότι η λύση δεν είναι άλλη είτε από το κλείσιμο είτε από την πώληση. Μαζί με ορισμένους εκπροσώπους της Εθνικής και της Εμπορικής, που νοιάζονται ιδιαίτερα για τις δικές τους βιομηχανίες, αυτό πιστεύουν και ορισμένοι αξιωματούχοι των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, οι οποίοι έχουν ενημερωθεί από τι αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ότι οι έμμεσες επιχορηγήσεις των εταιρειών ΑΕΒΑΛ και ΛΙΔΡΑ πρέπει να σταματήσουν «εδώ και τώρα». Οπως ήταν αναμενόμενο, άλλωστε, η «έκρηξη» των εξαγωγών των ελληνικών βιομηχανιών λιπασμάτων το 1996 αύξησε τον βαθμό πίεσης της ΕΕ, στην οποία έχουν «αποταθεί» μεγάλες ευρωπαϊκές χημικές βιομηχανίες κατηγορώντας τις ελληνικές για «αθέμιτο ανταγωνισμό». Αν εξευρεθεί αγοραστής για την ΑΕΒΑΛ, τότε είναι βέβαιο ότι θα γίνει πώληση αντί μίσθωσης.


Το κακό για τους μετόχους των ελληνικών βιομηχανιών λιπασμάτων είναι ότι η κατάσταση των εταιρειών και γενικότερα του τομέα των λιπασμάτων στην ευρωπαϊκή αγορά δεν είναι ανθηρή ούτε ελκυστική, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος, με τα σημερινά δεδομένα, για αγοραστικό ενδιαφέρον. Από τότε όπου ο όμιλος Ανδρεάδη δημιούργησε τη Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων, τη δεκαετία του ’60, και πολύ περισσότερο από τις αρχές του αιώνα όπου ο όμιλος Μποδοσάκη άρχισε να ασχολείται με τα λιπάσματα, στην αρχή στον Πειραιά και αργότερα στη Θεσσαλονίκη, έχουν αλλάξει πολλά. Οι κρατικές τράπεζες, όταν ήλθαν οι δύσκολες μέρες, ανέλαβαν τον ρόλο των ιδιωτών. Τώρα που θέλουν όμως να «τελειώνουν» με τον τομέα αυτόν δεν μπορούν να βρουν αγοραστές. Μόνο μία μεγάλη ευρωπαϊκή χημική εταιρεία, η γαλλική Rhone Poulenc, διατηρεί αξιόλογο μερίδιο στην ελληνική λιπασματοβιομηχανία κατέχοντας το 1/4 περίπου των μετοχών της εταιρείας Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδος. Τα σχέδια τριών τραπεζιτών


Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ της Εθνικής Τράπεζας κ. Θ. Καρατζάς, όπως εξηγούν συνεργάτες του, είχε κατά νου ιδιαίτερα τις δύο βιομηχανίες λιπασμάτων που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της, όταν στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου της διοίκησης της τράπεζας επεσήμανε ότι η Εθνική το 1997 θα προωθήσει την «απαγκίστρωσή» της από τις εταιρείες που ελέγχονται από την ίδια αλλά δεν εντάσσονται στον χρηματοοικονομικό χώρο. Στην υπό τον κ. Κ. Γεωργουτσάκο Εμπορική Τράπεζα, η οποία μαζί με την Ιονική ελέγχει τη μεγαλύτερη και υγιέστερη εταιρεία του τομέα, την εταιρεία Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων της Καβάλας, επίσης αναμένουν με ενδιαφέρον το πόρισμα μιας μελέτης που έχει ως αποδέκτη τόσο την Εθνική όσο και την Εμπορική Τράπεζα και η οποία έχει αντικείμενο τη δυνατότητα συγχώνευσης των δύο μεγαλύτερων βιομηχανιών λιπασμάτων της χώρας. Την ίδια στιγμή στην Αγροτική Τράπεζα ο νέος διοικητής κ. Χ. Παπαθανασίου δέχεται σειρά εισηγήσεων που κατατείνουν σε απόφαση για ενεργητική παρέμβαση της τράπεζας στην παραγωγή λιπασμάτων και ανάληψη, μέσω εμπορικής εταιρείας λιπασμάτων που ανήκει σε συνεταιριστικές ενώσεις και στην ΑΤΕ, της λειτουργίας των δύο μικρότερων σε μέγεθος βιομηχανιών, δηλαδή της ΑΕΒΑΛ στην Κοζάνη και της ΛΙΔΡΑ, όπως ονομάζεται η εταιρεία των Λιπασμάτων Δραπετσώνας στον Πειραιά. Πιο απλά, η εταιρεία εμπορίας λιπασμάτων ΣΥΝΕΛ έχει ήδη ενημερώσει τις τράπεζες Εθνική και ΕΤΒΑ ότι είναι σε θέση να αναλάβει η ίδια τη μίσθωση και τη λειτουργία των βιομηχανιών της Κοζάνης και του Πειραιά. Διέξοδος τώρα στις εξαγωγές


Η ανάκαμψη που παρουσιάστηκε στην αγορά λιπασμάτων το πρώτο εξάμηνο του 1996 δεν είχε συνέχεια, ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε τους τελευταίους μήνες του έτους λόγω και των αγροτικών κινητοποιήσεων, καθώς έμειναν αδιάθετες σημαντικές ποσότητες λιπασμάτων που δεν στάθηκε δυνατόν να πωληθούν στο εξωτερικό.


Οι εκτιμήσεις παραγόντων του τομέα συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η ελληνική αγροτική οικονομία το 1996 απορρόφησε μικρότερες ποσότητες λιπασμάτων από ό,τι ένα χρόνο ενωρίτερα. Η άνοδος των τιμών τελικά φαίνεται να ήταν συγκρατημένη, αν και η μία από τις δύο μεγαλύτερες βιομηχανίες του τομέα, η οποία «χρειάζεται» υψηλά κέρδη για να μπορέσει να «χτυπήσει την πόρτα» της Σοφοκλέους, η ΧΒΒΕ, είχε εξαγγείλει σημαντικές ανατιμήσεις των λιπασμάτων. Ιδιαίτερα από τις «προβληματικές» εταιρείες, οι τιμές διατηρήθηκαν σε επίπεδα όχι πολύ υψηλότερα εκείνων του 1995, με στόχο να αποφευχθεί η εισαγωγική διείσδυση. Τα διαθέσιμα στοιχεία κάνουν λόγο για σημαντικά υψηλότερες τιμές των λιπασμάτων στο εξωτερικό.


Η αγορά εξωτερικού, πάντως, αποτέλεσε και το 1996, λόγω ανόδου των τιμών διεθνώς, πραγματική «σανίδα σωτηρίας» για τις εταιρείες του τομέα, οι οποίες ακριβώς χάρη στη ζήτηση εξωτερικού μπόρεσαν να αυξήσουν, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, την παραγωγή τους. Ειδικότερα οι βιομηχανίες της Καβάλας και της Δραπετσώνας, αν αληθεύουν οι σχετικές πληροφορίες, ξεπέρασαν κατά πολύ τα επίπεδα παραγωγής του 1995.


Σε ό,τι αφορά τα μερίδια στην εσωτερική αγορά τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν να γίνει λόγος για κάποια ουσιώδη διαφοροποίηση σε σχέση με το 1995. Με μερίδιο κοντά στο 43% η βιομηχανία της Καβάλας είναι σταθερά πρώτη στην παραγωγή ελληνικών λιπασμάτων, με δεύτερη εκείνη της Θεσσαλονίκης με μερίδιο γύρω στο 33%. Τα μερίδια των δύο μικρότερων, εκείνων του Πειραιά και της Κοζάνης, πλησιάζουν το 15% και το 10%, αντίστοιχα. Ουσιώδης διαφοροποίηση υπήρξε το 1996 στα μερίδια που κάθε εταιρεία έχει στις συνολικές εξαγωγές ελληνικών λιπασμάτων. Η βιομηχανία της Δραπετσώνας του Πειραιά το 1996 πραγματοποίησε εξαγωγές μεγαλύτερες κατά 50% από τις εξαγωγές που είχε πραγματοποιήσει η συνάδελφός της της Θεσσαλονίκης το 1995, αναβαθμίζοντας τη θέση της.


Η εταιρεία Χημικές Βιομηχανίες Βορείου Ελλάδος δεν φαίνεται να τα πήγε άσχημα, αν και αντιμετώπισε ­ για μία ακόμη φορά… ­ πολυήμερη απεργία του προσωπικού της. Πρόκειται για τη μοναδική βιομηχανία λιπασμάτων της χώρας που έχει εκφράσει την ελπίδα ότι θα μπορέσει να εισέλθει, ενδεχομένως εντός του έτους, στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Τα κέρδη της πάντως πολύ δύσκολα θα μπορούν να συγκριθούν με εκείνα του έτους 1995, τα οποία σε σημαντικό βαθμό ήταν «πλασματικά» καθώς προέρχονταν από «έσοδα προηγουμένων χρήσεων». Στο πλαίσιο της προώθησης των στόχων της, πάντως, προσφάτως εξαγόρασε το μερίδιο 50% που κατείχε μια γαλλικών συμφερόντων ελληνική εταιρεία σε κοινοπρακτική εταιρεία που είχε ιδρυθεί με αντικείμενο τη δημιουργία «αγροτικών σουπερμάρκετ». Η σχετική επένδυση δεν έχει πείσει ακόμη για την αποδοτικότητά της. Ωστόσο, αυτή η εταιρεία λιπασμάτων παραμένει μια ισχυρή δύναμη με προϊόντα που προτιμώνται από έναν στους τρεις αγρότες. Ελέγχεται κατά πλειοψηφία από την Εθνική Τράπεζα και έχει αναθέσει σε ανεξάρτητη εταιρεία τη διερεύνηση των δυνατοτήτων συγχώνευσης με τη μεγαλύτερη βιομηχανία του τομέα, την ανταγωνιστική της εταιρεία Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων.


Η τελευταία, μέλος του ομίλου της Εμπορικής, φαίνεται να έχει περάσει σε φάση δυναμικής ανάπτυξης και πολύ δύσκολα θα είναι η περισσότερο ωφελημένη σε περίπτωση όπου οι τράπεζες προωθήσουν σχέδιο συγχώνευσής της με την ασθενέστερη αυτής βιομηχανία της Θεσσαλονίκης. Οι πληροφορίες για την πορεία της το 1996 κάνουν λόγο για ιστορικό ρεκόρ παραγωγής.