Από τις πρώτες ανακοινώσεις ορισμένων τραπεζών, αλλά και από γενικότερες ενδείξεις, έγινε γνωστό ότι τα κέρδη των ελληνικών εμπορικών τραπεζών στο πρώτο εξάμηνο του ’97 διαμορφώθηκαν σε υψηλά επίπεδα. Χαρακτηριστικό των υψηλών επιτεύξεων είναι ότι, πρώτον, όλες οι εμπορικές τράπεζες πέτυχαν από αξιόλογα ως λίαν υψηλά κέρδη και, δεύτερον, οι μεγάλες ιδιωτικές, που πάντοτε παρουσίαζαν κέρδη αυτή την περίοδο υπερέβησαν και τις καλές επιτεύξεις του παρελθόντος.
Το γεγονός των υψηλών κερδών επισημάνθηκε και σχολιάσθηκε με διαφορετικούς τρόπους από τους υπεύθυνους της κυβέρνησης αλλά και την αγορά καθώς και τα ΜΜΕ.
Την αρχή έδωσαν οι «υπεύθυνοι» κυβερνητικοί παράγοντες, που χαρακτήρισαν τα υπερκέρδη αποτέλεσμα της υπάρχουσας μεγάλης διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων (ecart).
Παράλληλα η αντίδραση στην αγορά υπήρξε άμεση. Αλλοι ήσαν επικριτικοί, τονίζοντες ότι δεν είναι δυνατόν σε περίοδο λιτότητας, όπου οι επιχειρηματικές μονάδες διέρχονται κρίση, οι τράπεζες να ευημερούν με τέτοιο προκλητικό τρόπο, ενώ άλλοι με ευνοϊκή κριτική διάθεση διείδαν μέσω των κερδών τη σταθερά ανάκαμψη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Κατ’ αρχήν τα αποτελέσματα των εμπορικών τραπεζών από το έτος 1994 βρίσκονται σε θετική εξέλιξη. Παρά τις λογιστικές αναδιαρθρώσεις των ισολογισμών των κρατικών τραπεζών του 1995 και τις ανακατατάξεις των αποτελεσματικών στοιχείων της Εθνικής του έτους 1996, η ευνοϊκή πορεία των αποτελεσμάτων είναι εμφανής. Το οικονομικό πλαίσιο της αγοράς μέσα στο οποίο κινούνται οι τράπεζες με τη μείωση των επιτοκίων, την αύξηση της τιμής των μετοχών του Χρηματιστηρίου και, τελευταία, την αύξηση της τιμής του συναλλάγματος , πλέον ορισμένων εξυγιαντικών κινήσεων βασικών κρατικών τραπεζών, δημιούργησαν όλες τις προϋποθέσεις για να επιτευχθούν από τις τράπεζες ικανά κέρδη. Τα αποτελέσματα αυτά είναι κυρίως κέρδη συγκυριακά.
Το 1996 τα κέρδη των τραπεζών, παρά τις λογιστικές ανακατατάξεις, ήταν μικρότερα αυτών του 1995 και τούτο γιατί οι παραδοσιακές εργασίες χορηγήσεις παρουσίασαν μείωση, ενώ οι παράλληλες εργασίες κυρίως από Χρηματιστήριο δεν είχαν σημαντική αύξηση γιατί δεν είχαν ακόμη δημιουργήσει τα θετικά σημερινά περιθώρια της αγοράς. Πάντως, αν υπολογισθούν και οι μεγάλες προβλέψεις των κρατικών τραπεζών, τότε και τα αποτελέσματα του ’96 ήταν ελαφρώς μεγαλύτερα του ’95.
Περαιτέρω από τα πρώτα στοιχεία του ’97, οκτώ κυρίως εμπορικές τράπεζες παρουσίασαν στο εξάμηνο του ’97 αύξηση κερδών έναντι του εξαμήνου του ’96 κατά μέσο όρο περίπου 80%. Το δείγμα είναι μεγάλο και αντιπροσωπευτικό, γεγονός που μας επιτρέπει να αναμένουμε κέρδη από όλες σχεδόν τις εμπορικές τράπεζες.
Τα άνω κέρδη, προήλθαν κυρίως από τους εξής τομείς εργασιών:
Χρηματιστήριο: Η μεγάλη αύξηση της τιμής των μετοχών επέτρεψε στις τράπεζες να κινηθούν στον τομέα αυτόν κερδοφόρα.
α) Ορισμένες τράπεζες επώλησαν μετοχές του χαρτοφυλακίου τους και απεκόμισαν κέρδη. Η Εθνική κέρδισε (1996) από την πώληση των μετοχών της ΑΓΕΤ δρχ. 12 δισ. (πλέον δρχ. 37 δισ. από τα strips του 1995, σύνολο δρχ. 50 δισ., όσα περίπου και τα μεταφερθέντα τελικά στις προβλέψεις της κέρδη). Στο μέλλον όταν πλέον σταθεροποιηθούν οι χρηματιστηριακές τιμές θα αποκαλυφθεί ο πραγματικός βαθμός επιτυχίας της σημερινής κίνησης διάθεσης μετοχών των χαρτοφυλακίων των τραπεζών. Οταν, π.χ., πωλούνται μετοχές εταιρειών δομικών υλικών στις παραμονές εκτέλεσης μεγάλων κατασκευαστικών έργων, δεν μπορούμε να σταθμίσουμε το σημερινό από την ανατίμηση των μετοχών κέρδος έναντι αυτού που η τράπεζα θα επιτύγχανε στα προσεχή χρόνια της εκτέλεσης των μεγάλων έργων.
β) Ορισμένες τράπεζες που δεν επιθυμούν να αποξενωθούν από τις μετοχές τους και παράλληλα διαθέτουν τους κατάλληλους μηχανισμούς (π.χ., θυγατρικές) προχωρούν σε «γυρίσματα» μετοχών, δηλαδή πωλούν συγκεκριμένες μετοχές σε θυγατρικές τους μονάδες στην τρέχουσα αυξημένη τιμή και ταυτόχρονα τις αγοράζουν εκ νέου. Ετσι, από τη λογιστική αυτή πράξη επωφελούνται του λογιστικού κέρδους μεταξύ τιμής πρώτης απόκτησης και νέας πώλησης, το οποίο επαυξάνει τα τρέχοντα αποτελέσματα!!!
γ) Τέλος, ορισμένες τράπεζες επωφελήθηκαν από τη συνεχή αύξηση των τιμών των μετοχών (στις 31.12.96 ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου ήταν 933 μονάδες και σήμερα υπερβαίνει τις 1.600) και επένδυσαν χρήματα στον τομέα αυτόν επωφελούμενες των διαφορών που προέκυπταν από την άνοδο των τιμών.
Σε μια περίοδο σαν αυτή που διερχόμαστε η ανάμειξη τραπεζών (αλλά και θεσμικών που ελέγχονται από τράπεζες) σε τέτοιου είδους συναλλαγές αναμφισβήτητα δημιουργεί ορισμένες δυσμενείς παρενέργειες στην αγορά. Ακόμη και στην ίδια τη χρηματιστηριακή αγορά αγοραπωλησίες μετοχών με στόχο την άμεση ρευστοποίησή τους για απόληψη κερδών δημιουργούν ανωμαλίες στη διαμόρφωση των τιμών λόγω της μορφής του Χρηματιστηρίου μας , αφού συμπαρασύρονται οι περισσότερες μετοχές προς κατευθύνσεις που δεν έχουν άμεση σχέση με τις αναμενόμενες αποδόσεις λόγω μερισμάτων των διαπραγματευομένων μετοχών. Ολες οι άνω κινήσεις δημιουργούν για τις τράπεζες πέραν των θετικών αποτελεσμάτων και μια ανατιμητική εξέλιξη στην τιμή των μετοχών τους (στις 31.12.96 ο τραπεζικός δείκτης του Χρηματιστηρίου ήταν 1.414 μονάδες και σήμερα υπερβαίνει τις 2.850 μονάδες) με ρυθμό επικίνδυνα ταχύ. Οι σημερινές τιμές των μετοχών των τραπεζών (και ιδία της Εθνικής) σίγουρα εκφράζουν την πραγματική εσωτερική αξία τους. Αλλά ο ρυθμός της ανόδου της τιμής τους θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, ιδία στην περίοδο που διερχόμαστε, να είναι βραδύς και ανάλογος όχι των επιτυγχανομένων υπερτιμήσεων αλλά των προβλεπομένων επιτεύξεων των τραπεζικών κερδών. Χρειάζεται προσοχή για να μη βρεθούμε προ εκπλήξεων.
Κρατικοί τίτλοι: Μια άλλη σημαντική πηγή κερδών αποτέλεσαν για τις τράπεζες οι κρατικοί τίτλοι. Τράπεζες κυρίως κρατικές, που κατά καιρούς είχαν υποχρεωτικά αγοράσει κρατικούς τίτλους, με την πτώση των επιτοκίων καταθέσεων έσπευσαν να ρευστοποιήσουν υψηλότοκους τίτλους προσποριζόμενες ικανά κέρδη. Το 1997 το μέσο επιτόκιο των παλαιών τίτλων ήταν 12%, ενώ του ταμιευτηρίου ήταν 9% και μετά τη φορολογία περίπου 7,7%. (Οι τίτλοι νέων εκδόσεων έχουν φόρο 7,5%). Ετσι τα περιθώρια κέρδους με τη διάθεση τίτλων ήταν ικανοποιητικά και οι τράπεζες πέτυχαν και στον τομέα αυτόν ικανά κέρδη.
Υπάρχουν τράπεζες που εκμεταλλεύτηκαν τις αλλεπάλληλες (και με ταχύτητα πτώση των επιτοκίων) εκδόσεις τίτλων επενδύοντας κεφάλαια στον τομέα αυτόν, αναμένοντας τις νεότερες εκδόσεις με τα μειωμένα επιτόκια για να ρευστοποιήσουν τους τίτλους και να επιτύχουν νέα κέρδη.
Επιτόκια: Η ταχεία πτώση των επιτοκίων (από την 1.1.97 μειώθηκαν το επιτόκιο ταμιευτηρίου κατά 2 μονάδες και των χορηγήσεων για κεφάλαιο κίνησης κατά 2,5 μονάδες. Σήμερα τα επιτόκια είναι: ταμιευτηρίου 9%, προ φορολογίας 15% και χορηγήσεων για κεφάλαιο κίνησης 15%) αποτέλεσε πηγή κερδών: πρώτον, γιατί οι τράπεζες ακολούθησαν πολιτική ετεροχρονισμένης μείωσης των επιτοκίων καταθέσεων και χρηματοδοτήσεων· και δεύτερον, γιατί η ταχεία πτώση των επιτοκίων καταθέσεων κατέστησε επωφελείς ως ανωτέρω τους παλαιούς κρατικούς τίτλους (outrights) και έδωσε τη δυνατότητα στις τράπεζες που είχαν συσσωρευμένους τίτλους να τους διαθέσουν ευχερώς στη δευτερογενή αγορά αποκομίζοντας κέρδη.
Οσον αφορά τη διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων (ecart) θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Η εμφανιζόμενη ως άνω διαφορά επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων των 6 μονάδων είναι καθαρώς τυπική και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική. Εξάλλου η σύγκριση με τη διαφορά επιτοκίων που υπάρχει σε άλλες χώρες και που τελευταία γίνεται τελείως αβασάνιστα δεν είναι ορθή γιατί οι αριθμοί δεν είναι ομοειδείς και κατά συνέπεια συγκρίσιμοι. Κατ’ αρχήν το μέσο επιτόκιο χορηγήσεων (κεφάλαιο κινήσεως και πάγιες) είναι 14% (έναντι 15% του κεφαλαίου κινήσεως). Περαιτέρω το ποσόν που διατίθεται για δάνεια κυμαίνεται κατά τράπεζα από 25% ως 50% των προς διάθεση κεφαλαίων των και έχει επιτόκιο βασικά ως άνω 14%, ενώ περαιτέρω το 8-10% των κεφαλαίων είναι δεσμευμένο στην Τράπεζα της Ελλάδος και έχουν επιτόκιο 5,5% και το υπόλοιπο 40-70% (κρατικοί τίτλοι) έχουν επιτόκιο περί το 12%. Με αυτά τα βασικά δεδομένα, πλέον άτοκες χορηγήσεις – (προβληματικές) προβλέψεις για επισφαλείς χορηγήσεις κλπ. το ecart κυμαίνεται στις δύσκολες περιπτώσεις των κρατικών τραπεζών που είναι φορτωμένες με κρατικούς τίτλους κλπ. σε ποσοστό περί το 1,7%.
Βέβαια υπάρχουν ιδιωτικές τράπεζες που δεν έχουν τα βάρη των κρατικών τραπεζών και τα περιθώρια του ecart είναι πάρα πολύ μεγάλα λόγω ευθυγραμμισμού στην αγορά των επιτοκίων. Από την εποχή όμως της απελευθέρωσης των τραπεζικών εργασιών ο ανταγωνισμός των τραπεζών συμπιέζει το ecart και ταχέως θα υπάρξει ευθυγράμμιση αλλά και μείωση του σχετικού περιθωρίου.
Θα πρέπει να γίνει συνείδηση ότι το μικρότερο ecart μόνο όταν συνδεθεί με ένα μεγαλύτερο κύκλο εργασιών μπορεί να γίνει αποδοτικότερο του σημερινού. Τα σημερινά συγκυριακά κέρδη που πρέπει να οδηγηθούν στην κεφαλαιοδοτική ενίσχυση των τραπεζών δεν μπορούν να σηματοδοτήσουν μειώσεις ecart, γιατί οι μελλοντικές χρήσεις δεν είναι γνωστό τι θα αποφέρουν.
Ρυθμίσεις παλαιών χρεών: Οι ρυθμίσεις μαζικών παλαιών χρεών που άρχισαν από το 1995 αφενός μεν και κυρίως καθαρίζουν το τοπίο των προβληματικών χρηματοδοτήσεων, αφετέρου δίνουν κέρδη στις τράπεζες αφού οι υπολογιζόμενοι τόκοι μεταφέρονται αμέσως στα αποτελέσματα.
Συνάλλαγμα: Η τελευταία αύξηση των συναλλαγμάτων και ιδία της τιμής του δολαρίου δημιούργησε για τις τράπεζες που είχαν πρόσφορες συναλλαγματικές θέσεις σημαντικά κέρδη (στις 31.12.96 η τιμή του δολαρίου ήταν 247, στις 30.6.97 ήταν 275 και σήμερα πλησιάζει τις 300 δρχ.).
Εσοδα από παραδοσιακές εργασίες κλπ. Από τους υπάρχοντες αριθμούς που αφορούν τη χρήση 1996 γνωρίζουμε ότι στις εμπορικές τράπεζες οι τόκοι των χορηγήσεων αποτελούν το 25% ως 50% των συνολικών εσόδων. Αυτό το μέρος των εσόδων δεν είχε παρουσιάσει αξιόλογη μεταβολή έναντι του 1995 αλλά ούτε υπάρχει (βάσει των υπαρχουσών ενδείξεων) αύξησή του και στο Α’ εξάμηνο του 1997 (έναντι του αντιστοίχου του 1996).
Οι χορηγήσεις των κρατικών τραπεζών είναι περίπου 25% των διατεθειμένων κεφαλαίων τους, ενώ οι ιδιωτικές προσεγγίζουν το 40-50%. Αν οι κρατικές στα ίδια συνολικά όρια είχαν το 40% των κεφαλαίων τους στις χορηγήσεις, τότε τα επιπλέον θετικά αποτελέσματα θα ήσαν ικανά να καλύψουν το πλείστον των δαπανών για το προσωπικό. Ακόμη πιο καλό αποτέλεσμα θα μπορούσε να επιτευχθεί και με την αύξηση (πέραν των σημερινών ορίων) των χορηγήσεων κατά 30%, γεγονός που φυσικά δεν επιτυγχάνεται ταχέως και εύκολα αλλά που πρέπει να επιτευχθεί.
Πάντως όλα τα άνω δεν σημαίνουν ότι τα υπόλοιπα έσοδα δεν είναι θετικά αποτελέσματα για τις τράπεζες. Το θέμα όμως είναι ότι οι τράπεζες πέραν των τόκων των κρατικών τίτλων δεν μπορούν να βασιστούν στα ως άνω συγκυριακά έσοδα, και μάλιστα σε αυτά του Χρηματιστηρίου, που μπορούν επιπλέον να δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα σε αυτές και στην αγορά, πέραν φυσικά της βασικής αρχής ότι οι τράπεζες και μάλιστα οι κρατικές είναι τελείως ακατανόητο ότι μπορεί να εμπλακούν σε χρηματιστηριακό «τζόγο» για να επιτύχουν κέρδη. Οι κρατικές τράπεζες πρέπει να στηρίζουν το Χρηματιστήριο, ιδία σε αυτά τα πρώτα σημαντικά βήματά του, και όχι να το εκμεταλλεύονται.
Ακίνητα: Μια τελευταία πηγή κερδών για τις τράπεζες είναι και η πώληση περιουσιακών στοιχείων (ιδία ακίνητα) σε τιμές μεγαλύτερες αυτών του κόστους. Ορισμένες κρατικές τράπεζες πώλησαν, ιδία στη διάρκεια του ’96, ακίνητα και πέτυχαν κέρδη, πέραν του γεγονότος ότι βάσει του Ν. 2065/92 (υποχρεωτική ανά τετραετία αναθεώρηση των τιμών) δημιουργήθηκαν θετικά περιθώρια που μεταφέρθηκαν υποχρεωτικά στα αποθεματικά. …και τα έξοδα
Εχει καθιερωθεί να ομιλούν σχεδόν οι πάντες για υψηλά έξοδα των τραπεζών και να συνιστούν, ως μοναδική λύση του τραπεζικού προβλήματος της χώρας, τη μείωσή τους. Ιδιαίτερη κριτική δέχεται ο τομέας των εργαζομένων με τις δαπάνες ασφάλισής του, τον οποίο τόσο οι αρμόδιοι όσο και ένα μέρος του Τύπου θεωρούν διογκωμένο και κατά συνέπεια επιδεκτικό αμέσων και σε βάθος παρεμβάσεων.
Η κατάσταση, καθ’ ημάς, είναι τελείως διαφορετική. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στις αμοιβές και στις ασφαλιστικές εισφορές αλλά στη σύνθεση του προσωπικού που, όπως επανειλημμένα σημειώσαμε, δεν είναι ορθή. Και η ανακατάταξή του με τα υπάρχοντα κεκτημένα δικαιώματα αλλά και το υφιστάμενο θεσμολογικό πλαίσιο δεν είναι ευχερής υπόθεση. Χρειάζεται μακροχρόνιο σχέδιο σε συνδυασμό με την υιοθέτηση νέων τεχνολογικών μέσων για να μπορέσει μετά 5-10 χρόνια να επέλθει μια κάποια ισορροπία κυρίως στις κρατικές τράπεζες. Παράλληλα, να μην ξεχνάμε ότι τη ζημιά στον τομέα αυτόν την έχει κάνει κατ’ αρχήν το κράτος που με τις συνεχείς παρεμβάσεις του (Ν. 1320/83, 1648/86 κλπ.) δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί (π.χ. επέκταση 2190/94) την αναστάτωση στον τομέα αυτόν. Η θεωρία των «μη προσλήψεων», που κατά καιρούς διακηρύχτηκε και «εφαρμόστηκε», δεν πρόκειται να αποδώσει γιατί το πρόβλημα των κρατικών τραπεζών δεν είναι ο μεγάλος αριθμός του προσωπικού αλλά, όπως ήδη αναφέραμε, η σύνθεσή του. Κατ’ αρχήν οι δαπάνες για αμοιβή του προσωπικού και την κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών καλύπτουν (στις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες) το 72% των συνολικών εξόδων Διοίκησης. Το ποσοστό αυτό είναι στην Εθνική και στην Εμπορική 80%, στην Πίστεως 62%, στην Εργασίας 67%. Δεδομένου ότι στα λοιπά, πέραν των αμοιβών, έξοδα περιλαμβάνονται δαπάνες ανελαστικές (φόροι, εισφορές, ταμείο εγγύησης καταθέσεων κλπ.), οι μόνες προς συμπίεση δαπάνες παραμένουν αυτές… των αμοιβών, που η μείωσή τους σε όρια τέτοια ώστε να μεταβάλουν θετικά τα τελικά αποτελέσματα χρειάζονται μακροχρόνιο πρόγραμμα. Από μια γενική θεώρηση η πρώτη διαπίστωση είναι ότι οι σχετικοί αριθμοί εμφανίζουν τον δείκτη της αμοιβής των εργαζομένων στις τράπεζες της χώρας μας αυξημένο. Ετσι τα έξοδα για το προσωπικό (1994), στο μέσο σύνολο του ισολογισμού των εμπορικών τραπεζών, ήταν: στην Ελλάδα 1,76, στην Αγγλία ήταν 1,48, στη Γερμανία 1,13, στις ΗΠΑ 1,58, στην Ισπανία 1,26 κλπ. Τα κατά ελληνική τράπεζα δεδομένα με 31.12.94 ήταν: Εθνική 1,4, Εμπορική 2,2, Ιονική 2,0, Πίστεως 1,47 και Εργασίας 1,6. (Με 31.12.96 ο αντίστοιχοι αριθμοί ήταν: Εθνική 1,6, Εμπορική 2,6, Ιονική 2,0, Πίστεως 1,2 και Εργασίας 1,4).
Μια μεγαλύτερη έρευνα αποκαλύπτει ευχερώς ότι οι άνω αριθμοί δεν σημαίνουν «υψηλές αμοιβές» αλλά μικρότερες σε σχέση με τις ξένες τράπεζες δραστηριότητες. Τα έξοδα προσωπικού σε σχέση με τα δάνεια αποτελούν (1994) στις εμπορικές τράπεζες στην Ελλάδα το 6,7%, ενώ στη Γαλλία το 3%, στη Γερμανία το 1,90%, στην Ιταλία το 3,5%, στην Αγγλία το 2,8%, στην Ισπανία το 0,8%, στην Πορτογαλία το 3,6% κλπ. Και για να μην εκληφθεί ότι το ποσόν των εξόδων για το προσωπικό είναι στις άλλες χώρες χαμηλό και όχι αυτό των δανείων που είναι υψηλό, σημειώνουμε ότι, π.χ., στη Γαλλία τα έξοδα είναι μεγαλύτερα αυτών της Ελλάδας περίπου κατά 14 φορές ενώ τα δάνεια κατά 30 φορές, για την Αγγλία οι αριθμοί αυτοί είναι 15 και 36 κλπ., κλπ. Συμπεράσματα
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλούς αριθμούς και δείκτες με τους οποίους αποκαλύπτεται ευχερώς ότι το πρόβλημα των κρατικών τραπεζών (που μέσω αυτών μεταφέρεται στους συνολικούς αριθμούς) είναι οι σχετικά μικρές δραστηριότητες. Δεν είναι δυνατόν, π.χ., με το 25% των διατεθειμένων κεφαλαίων να χρηματοδοτείται η παραγωγή, ενώ τα υπόλοιπα κατά το πλείστον να καλύπτουν κυρίως κρατικούς τίτλους ή να δεσμεύονται. Εδώ άλλωστε βρίσκεται και η λύση του προβλήματος των κρατικών τραπεζών. Αν αυξήσουν τη δραστηριότητά τους και το 30-40% των κεφαλαίων τους καλύψει δάνεια στην αγορά, τότε σίγουρα δεν υπάρχει θέμα δαπανών προσωπικού.
Τα ανωτέρω θα πρέπει να επιτευχθούν κυρίως με διεύρυνση της χρηματοδότησης προς νέες κατευθύνσεις (βασικά ανάπτυξη) αλλά και με νέους ανταγωνιστικούς όρους. Ο ανταγωνισμός θα φέρει πτώση επιτοκίων, μείωση των ecart και οργανικά κέρδη που μπορούν να εξυγιάνουν τις τράπεζες, να βοηθήσουν την τεχνολογική ανάπτυξή τους και να βελτιώσουν περαιτέρω τις αμοιβές των εργαζομένων, ακόμη και να ενισχύσουν τα ασφαλιστικά τους ταμεία.
Οι τράπεζες χρειάζονται κέρδη μόνιμα και οργανικά και όχι συγκυριακά, κέρδη που θα είναι συνδεδεμένα κυρίως με τη χρηματοδότηση της οικονομίας και κυρίως την ανάπτυξή της και όχι με περιθωριακές κερδοφόρες παρεμβάσεις, που άλλωστε ενδεχομένως να μας επιφυλάσσουν και εκπλήξεις.