Παρά τη σημαντική άνοδο του δολαρίου σε επίπεδα που θεωρούνται αδικαιολόγητα υψηλά, βάσει των περισσοτέρων θεμελιωδών μεθόδων αποτίμησης ισοτιμιών, η πιθανότητα κατάρρευσης του αμερικανικού νομίσματος είναι σχετικά μικρή όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να αποτελούν τον πλέον ελκυστικό προορισμό των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων. Οι οικονομικές πολιτικές διατηρούν έναν υψηλό βαθμό αξιοπιστίας και η οικονομία συνεχίζει να απολαμβάνει υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς παραγωγικότητας. Αυτό εκτιμά ο κ. Πλάτων Μονοκρούσσος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Οικονομικών Ερευνών της EGF Eurobank Ergasias.


– Κύριε Μονοκρούσσο, τους τελευταίους μήνες υπάρχει έντονος προβληματισμός σχετικά με την παρατεταμένη ισχύ του δολαρίου καθώς και την αδυναμία του ευρώ να επωφεληθεί από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και τη σημαντική επιβράδυνση της οικονομίας των ΗΠΑ κατά το προηγούμενο έτος. Πόσο βάσιμες θεωρείτε τις ανησυχίες περί υπερβολικής και συνεπώς μη διατηρήσιμης ενίσχυσης του δολαρίου;


«Θεωρώ δικαιολογημένο ως ένα βαθμό τον προβληματισμό σχετικά με τα τρέχοντα επίπεδα ισοτιμιών του δολαρίου, δεδομένου ότι οι περισσότερες από τις θεμελιώδεις μεθόδους αποτίμησης πράγματι υποστηρίζουν την άποψη πως το δολάριο είναι σημαντικά υπερτιμημένο – π.χ., κατά 20% και πλέον έναντι του ευρώ. Ως παραδείγματα τέτοιων μεθόδων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε απλά μοντέλα αγοραστικής δύναμης (ΡΡΡ models), δηλαδή μοντέλα τα οποία στηρίζονται στα διαφορικά πληθωρισμού μεταξύ ΗΠΑ και ευρωζώνης, καθώς και μοντέλα τα οποία χρησιμοποιούν χρονοσειρές επιτοκιακών διαφορών. Σχετικά με την τελευταία κατηγορία, να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα τα διαφορικά των μακροπρόθεσμων πραγματικών επιτοκίων, όπως π.χ. των πραγματικών αποδόσεων 10ετών κρατικών ομολόγων, μεταξύ ευρωζώνης και ΗΠΑ είχαν κατά περιόδους στο παρελθόν επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό θετικά τις κινήσεις της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου. Παρ’ όλα αυτά η σχέση αυτή “έσπασε” κατά την περίοδο μέσα 1999 – τέλη 2001 καθώς το ευρώ σημείωσε σημαντική πτώση αγνοώντας το γεγονός ότι τα διαφορικά των πραγματικών επιτοκίων κινήθηκαν σημαντικά εναντίον του δολαρίου».


– Είναι λοιπόν υπερτιμημένο το δολάριο και, αν ναι, πότε αναμένεται διόρθωση της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου;


«Κατά την άποψή μου η πιθανότητα κατάρρευσης του δολαρίου υπό τις παρούσες συνθήκες είναι σχετικά μικρή, αν και δεν πρέπει να αποκλεισθεί κάποια μικρή υποχώρηση των κύριων ισοτιμιών του νομίσματος (εκτός ίσως αυτής του γεν) κατά τους επόμενους μήνες».


– Πώς συμβιβάζεται η άποψη αυτή με την παραδοχή ότι το δολάριο είναι σημαντικά υπερτιμημένο βάσει πολλών κλασικών μοντέλων αποτίμησης;


«Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αποτελούν πρωτίστως σχετικές τιμές (relative prices). Υπό την προϋπόθεση αυτή η υπεροχή του δολαρίου μπορεί ως ένα βαθμό να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας των ΗΠΑ υπερτερούν πλέον αυτών στην ευρωζώνη και στην Ιαπωνία ως απόρροια των επιθετικών μειώσεων των επιτοκίων της Fed και της σημαντικής χαλάρωσης της αμερικανικής δημοσιονομικής πολιτικής. Συνέπεια των ανωτέρω είναι ότι οι αγορές προεξοφλούν πλέον σημαντική άνοδο των βασικών αμερικανικών επιτοκίων κατά το δεύτερο μισό του τρέχοντος έτους, η οποία σύμφωνα με την τρέχουσα τιμολόγηση στις αγορές προθεσμιακών συμβολαίων fed funds και euro-dollar futures ανέρχεται σε 175 μονάδες βάσης. Η προεξοφλούμενη αυτή άνοδος είναι μεγαλύτερη αυτής που τιμολογούν οι προθεσμιακές αγορές για τα επιτόκια της ευρωζώνης καθώς η αύξηση των επιτοκίων είναι της τάξεως των 75 μονάδων βάσης. Συνεπώς τα αναμενόμενα διαφορικά των επιτοκίων έχουν εκ νέου στραφεί αποφασιστικά υπέρ του δολαρίου».


– Πώς δικαιολογείται η αδυναμία των κλασικών μοντέλων αποτίμησης να εξηγήσουν τη διατηρήσιμη ισχύ του δολαρίου;


«Τα τελευταία χρόνια οι ΗΠΑ έχουν προσελκύσει μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων είτε με τη μορφή απευθείας επενδύσεων είτε με τη μορφή επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Οι εισροές αυτές αποτελούν κυρίως αγορές αμερικανικών εταιρικών ομολόγων και άλλων προϊόντων σταθερού εισοδήματος από ξένους επενδυτές και έχουν σε μεγάλο βαθμό υπερκεράσει το διογκούμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ οι επενδυτικές αυτές εισροές όχι μόνο ανέκαμψαν κατόπιν προσωρινής πτώσης τους αμέσως μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου αλλά ανήλθαν σε ιστορικά υψηλά το τέταρτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Η αντίστοιχη εικόνα για την ευρωζώνη, αν και σημείωσε εμφανή βελτίωση την περίοδο Μαΐου – Νοεμβρίου, κατόπιν σημαντικών κεφαλαιουχικών εκροών από την αρχή της δημιουργίας του ευρώ, υπολείπεται σημαντικά αυτής στις ΗΠΑ. Κατά την άποψή μου, οι εξελίξεις αυτές δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό τη διατηρήσιμη άνοδο του δολαρίου τα τελευταία έτη».


– Αναμένετε κάποια σημαντική στροφή των διεθνών κεφαλαιουχικών εισροών από τις ΗΠΑ προς άλλες αγορές στο άμεσο μέλλον;


«Δεν πιστεύω ότι προς το παρόν υπάρχουν πειστικές ενδείξεις που να δικαιολογούν αυτή την άποψη. Να σημειωθεί ότι η ικανότητα των ΗΠΑ να αποτελούν πόλο προσέλκυσης διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων οφείλεται στους υψηλούς ρυθμούς παραγωγικότητας της οικονομίας, οι οποίοι εύλογα δημιουργούν προσδοκίες υψηλών επενδυτικών αποδόσεων. Η δε άνοδος των ρυθμών ανάπτυξης της παραγωγικότητας, που φαίνεται ότι είναι διαρθρωτικής και όχι κυκλικής φύσεως, από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας είναι απόρροια του εκρηκτικού ρυθμού ανάπτυξης των επενδύσεων ως ποσοστού του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, κυρίως σε νέες τεχνολογίες, με ρυθμούς υπερδιπλάσιους αυτών στην ευρωζώνη και στην Ιαπωνία, και έχουν κατά την άποψή μου ενισχύσει και τα μακροπρόθεσμα επίπεδα ισορροπίας των ισοτιμιών του δολαρίου (dollar’s long-term equilibrium rates)».