Επιστροφή στην Αγρια Δύση






«
Eίναι κάτι που ανέκαθεν ονειρευόμουν να δω να συμβαίνει, αν και υπήρξε μια φορά που το έκανα ο ίδιος» αναφέρει χαμογελώντας ο ψηλόλιγνος κύριος με το πούρο που κάθεται δίπλα μου στην αυλή του ξενοδοχείου Resideal των Καννών. Ο Σαμ Σέπαρντ αναφέρεται στη ριζοσπαστική πράξη του ήρωα που ο ίδιος υποδύεται στην τελευταία ταινία του Βιμ Βέντερς «Μην ξαναγυρίσεις». Σε μια παρορμητική στιγμή, ο Χάουαρντ Σπενς (Σέπαρντ), ένας παρακμασμένος σταρ ταινιών γουέστερν και όχι το καλύτερο παιδί του κόσμου, καβαλά το άλογο και εγκαταλείπει την ταινία. Στόχος του; Να ξαναβρεί το χαμένο παρελθόν του και μαζί τη γυναίκα της ζωής του. «Γράφοντας το σενάριο ήθελα πραγματικά να δω έναν ηθοποιό να φεύγει από τα γυρίσματα μιας ταινίας του. Κατά κάποιο τρόπο, όταν συμμετέχεις σε μια ταινία είσαι σαν φυλακισμένος. Μόνο που βασανίζεσαι από την… πολυτέλεια. Τρως δείπνο, επιδόρπιο και γλειφιτζούρι μαζί. Μένεις στο δικό σου τρέιλερ… Είναι… απαίσιο. (γελά) Θέλεις να αποδράσεις…».


H απόδραση


Συγκρατώντας αυτό που είπε στην αρχή τον ρωτώ σε ποια ταινία «απέδρασε» στην πραγματικότητα όπως ο ίδιος ανέφερε. Αρχικώς ο Σέπαρντ αρνείται να απαντήσει. Επειδή πάνω από όλα είναι ένας πολύ ντροπαλός άνθρωπος. Με λίγη πίεση υποκύπτει: «Αυτό που θα πω μπορεί να με βάλει σε μπελάδες και ίσως “φάω” και καμιά μήνυση, αλλά τέλος πάντων. Μου συνέβη στους “Κατάλληλους ανθρώπους” στις αρχές του ’80. Τα είχα τσούξει λιγάκι και την κοπάνησα. Επέστρεψα ύστερα από κάνα δυο μέρες… Εκείνη την εποχή τα είχα με την Τζέσικα Λανγκ και ήθελα πραγματικά να την δω. Με έψαχναν όλη την ημέρα. Με ελικόπτερο. Αλλά δεν με βρήκαν. Αυτό πρέπει να έχει στο μυαλό του όποιος αποφασίζει να αποδράσει: να μην τον βρουν». (Σημειώνουμε ότι για τους «Κατάλληλους ανθρώπους» ο Σέπαρντ απέσπασε τη μοναδική ως τώρα υποψηφιότητα για Οσκαρ β´ ρόλου.)


Τον ρωτώ για ποιο λόγο υπάρχει κίνδυνος μήνυσης. «Γιατί τους είχα αφήσει να νομίζουν ότι είχα κάνει λάθος» απαντά κλείνοντας το μάτι. Ο Σέπαρντ δεν θα το παραδεχθεί ποτέ αλλά η ιστορία της πραγματικής απόδρασής του κάποια σχέση θα πρέπει να είχε με το «Μην ξαναγυρίσεις» του Βέντερς. Για έναν, κυρίως, λόγο. H γυναίκα που ξαναβρίσκει ο Χάουαρντ δεν φέρει τη μορφή καμιάς άλλης πλην της Τζέσικα Λανγκ. «Παίζοντας μαζί της ξανά δεν μας ήταν και τόσο εύκολο. Θυμηθήκαμε παλιές στιγμές. Αλλά γνωρίζουμε τόσο καλά ο ένας τις μεθόδους του άλλου που τα βγάλαμε πέρα».


Με το «Μην ξαναγυρίσεις» ο Σαμ Σέπαρντ ύστερα από περίπου μία 20ετία ξαναβρέθηκε στο πλευρό του Βιμ Βέντερς με τον οποίον είχε δουλέψει στο «Παρίσι, Τέξας». Ομολογεί ότι δεν άλλαξαν πολλά πράγματα ως προς τον τρόπο που εργάστηκαν σήμερα συγκριτικά με τότε: «Πιστεύω όμως ότι το χάσμα των 20 χρόνων βοήθησε και τους δύο στο να νιώσουμε περισσότερο ασφαλείς ως καλλιτέχνες. Επίσης, είχαμε περισσότερο χρόνο για να δουλέψουμε το σενάριο».


Εργάστηκαν σε ένα απομονωμένο σπίτι του Σέπαρντ χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς φαξ, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς τίποτε, εκτός από έναν πυροσβεστήρα. «Ο Βιμ στο laptop του, εγώ στη γραφομηχανή, και αυτό ήταν. Πρελούδιό μας για κάθε σκηνή ήταν πάντα οι λέξεις “what if?” (“τι και αν;”). Τι και αν ο τάδε κάνει τούτο ή το άλλο; Και πάει λέγοντας… Το σενάριο της ταινίας προήλθε κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από τις κουβέντες μας». Συγκρίνοντας τα δύο σενάρια ο Σέπαρντ βρίσκει το «Μην ξαναγυρίσεις» περισσότερο χιουμοριστικό. «Δεν φοβηθήκαμε να το διανθίσουμε με χιούμορ γιατί το “Παρίσι, Τέξας” παραήταν σοβαρό, κάτι που σήμερα θεωρώ λάθος. Την αγαπώ την ταινία, μην παρεξηγηθώ, αλλά το να χάνεις επί τούτου το χιούμορ σου είναι λάθος. Το χιούμορ βοηθάει στην ανάπτυξη μιας ιστορίας, γιατί όταν επέρχεται η τραγωδία συμβάλλει στην επίτευξη ισορροπίας».


H αναβίωση


H επιστροφή στην άγρια αλλά καθαρή ομορφιά του αμερικανικού τοπίου έτσι όπως έχει αποτυπωθεί στο αρχέτυπο αμερικανικό γουέστερν ήταν το κοινό σημείο πολλών ταινιών που πέρασαν πέρυσι από τις Κάννες με τις υπογραφές είτε έμπειρων κινηματογραφιστών όπως ο Βέντερς είτε νεαρών πρωτοεμφανιζομένων όπως ο Ντέιβιντ Γιάκομπσον της «Κοιλάδας του πάθους» ή μεσήλικων πρωτοεμφανιζομένων όπως ο Τόμι Λι Τζόουνς με τις «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα». Τι συνέβη όμως και το γουέστερν έπαψε να είναι δημοφιλές είδος; Ο Σέπαρντ δεν συμφωνεί με αυτή την άποψη. «Νομίζω ότι ως είδος το γουέστερν παραμένει δημοφιλές» απαντά, φέροντας ως παράδειγμα τη σειρά της τηλεόρασης «Deadwood». «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί επικρατεί η άποψη ότι έχει χάσει τη δημοτικότητά του. Το γουέστερν δεν έπαψε ποτέ να είναι δημοφιλές – απλώς δεν γυρίζονται πολλές ταινίες». Εκτός από το ότι ανατράφηκε στη Δύση, ο Σέπαρντ γαλουχήθηκε με τα γουέστερν της τηλεόρασης. Το πρόσωπό του αστράφτει ενώ θυμάται τον Χόπαλονγκ Κάσιντι και τον Τζιν Οτρι. «Οι σταρ εκείνης της εποχής περνούσαν από τις πόλεις της Δύσης κάνοντας παρελάσεις. Μπορεί να μην ήταν αυθεντικοί καουμπόηδες, μπορούσαν, όμως, να καβαλήσουν το δικό τους άλογο! (γέλια) Σήμερα, πολλοί δεν ξέρουν».


Για τον Σαμ Σέπαρντ, η συγγραφή του σεναρίου έχει σχέση με την τακτική, όχι με την αφαίρεση. «Οταν γράφω δεν σκέφτομαι ούτε το θέμα ούτε τις ψυχολογικές – μυθολογικές διαστάσεις που μπορεί να πάρει. Οταν γράφεις, έχεις συγκεκριμένα πράγματα που πρέπει να διατυπώσεις και συγκεκριμένα, πρακτικά, ζητήματα που πρέπει να λύσεις. Και όλα αυτά τα ζητήματα σχετίζονται με τους χαρακτήρες των έργων. Αν η επεξεργασία λειτουργήσει θετικά, τότε κάτι μπορεί να βγει. Σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν μπορεί να βγει προσχεδιασμένα».


Ποιος είναι


Ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και ενίοτε σκηνοθέτης o Σαμ Σέπαρντ γεννήθηκε το 1943 στο Ιλινόι και ασχολήθηκε, πρώτη φορά, με τον κινηματογράφο συμμετέχοντας στη συγγραφή του σεναρίου της ταινίας «Zabriskie Point» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. H πρώτη κινηματογραφική εμφάνισή του έγινε επτά χρόνια αργότερα στις ταινίες «Renaldo and Clara» και «Μέρες ευτυχίας». Γνώρισε την Τζέσικα Λανγκ στα γυρίσματα της ταινίας τους «Φράνσις, μια αδέσμευτη γυναίκα» (1982) και έπαιξε επίσης μαζί της στις ταινίες «Πικρή γη» και «Εγκλήματα καρδιάς». Το 1985 ο Σέπαρντ πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του δικού του θεατρικού έργου «Τρελός για έρωτα». Μετρά δέκα βραβεία Ομπι, καθώς και το Πούλιτζερ το 1979 για το έργο του «Θαμμένο παιδί». Για το ίδιο έργο αλλά και το «True West» ο Σέπαρντ κέρδισε το βραβείο Τόνι.


Το φετίχ του


«Λατρεύω τα σημειωματάρια» ομολογεί ο Σαμ Σέπαρντ δείχνοντας περήφανα το μικρό, μαύρο Moleskine του. «Κρατώ συνέχεια σημειώσεις και φυσικά όλα τα σημειωματάρια. Το ομορφότερο πράγμα με τα σημειωματάρια είναι ότι ακόμη και μια μικρή λεπτομέρεια που έχεις σημειώσει μπορεί να σε εμπνεύσει για κάτι μεγάλο – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το αποτέλεσμα θα δικαιώσει τις προθέσεις σου. Αυτή την εποχή εργάζομαι πάνω σε ένα βιβλίο που στηρίζεται σε ημερολογιακές σημειώσεις μου. Πέντε χρόνια σημειώσεων».


H ταινία «Μην ξαναγυρίσεις» προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη.