Ο σέρβος «πρίγκιπας» της Δυτικής Ακτής Πάνε 10 χρόνια από τότε που μαζί με τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη της ιστορικής ανατολικοευρωπαϊκής γενιάς του ’89 άνοιγαν την παρέλαση του ευρωπαϊκού ταλέντου στην πέραν του Ατλαντικού γη. Ο Σέρβος με τα ακατάστατα σγουρά μαλλιά και τα έντονα μελαψά χαρακτηριστικά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν μόνο ο πιο νεαρός σε ηλικία αλλά και εκείνος που τελικά έκανε πιο αισθητή την παρουσία του στον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ. Ποιος ξέρει, ίσως να ήταν και ο πιο τυχερός…



Ο Ντίβατς, ο αδικοχαμένος Ντράζεν, ο Μαρτσουλιόνις, ο Πάσπαλι και ο Βολκόφ άρχισαν να ζουν σχεδόν ταυτόχρονα το «αμερικανικό όνειρο» αλλά από όλους αυτούς μόνο εκείνος εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να «φουσκώνει» με εκατομμύρια δολάρια τον τραπεζικό λογαριασμό του. Και στα τόσα χρόνια το όφελος δεν ήταν μόνο τα λεφτά. Εμαθε τέλεια μια ξένη γλώσσα. Απήλαυσε τη συνεργασία με τον Πατ Ράιλι. Πρωταγωνίστησε σε κινηματογραφική ταινία. Αγόρασε σπίτι στην πιο σικ περιοχή του Λος Αντζελες. Εκοψε το τσιγάρο. Και τώρα, στην ακμή της καριέρας του, στα 31 χρόνια του, ξαναγύρισε στην πολυαγαπημένη του Καλιφόρνια. Τυχερός; Ναι, σίγουρα είναι, έστω και αν η επιστροφή είχε προορισμό το Σακραμέντο αντί για τους Λέικερς, τους οποίους λάτρεψε και εξακολουθεί να λατρεύει.


Και οι «λιμνάνθρωποι», όμως, που τον αποχωρίστηκαν πριν από δυόμισι χρόνια ώστε να ανοίξουν χώρο στο «σάλαρι καπ» για να υπογράψουν με τον Σακίλ Ο’ Νιλ ποτέ δεν τον ξέχασαν. «Ακόμη και τώρα θυμάμαι την ημέρα που υποδέχθηκα τον Βλάντε στο αεροδρόμιο» εξομολογήθηκε πρόσφατα ο πρόεδρος των Λέικερς Τζέρι Γουέστ και συνέχισε για να αποδείξει τον ισχυρισμό του: «Οταν βγήκε από το αεροπλάνο, μου θύμισε κάτι σαν… αλήτη που αλλού πήγαινε κι αλλού είχε βρεθεί. Ηταν πολύ νέος και τα είχε χαμένα. Τώρα όμως δείτε τον πόσο έχει αλλάξει. Είμαι ευτυχισμένος και περήφανος για εκείνον, γιατί πρώτα απ’ όλα είναι ένας απόλυτα γοητευτικός άνθρωπος».


Ακρως γοητευτικό πάντως τον βρήκαν και οι Κινγκς που τον πλήρωσαν ­ και τον πληρώνουν ­ κάπου 10 εκατ. δολάρια τον χρόνο ακριβώς γι’ αυτό το οποίο είναι: ένας από τους 10 καλύτερους σέντερ του ΝΒΑ. Ενας σέντερ με εξαιρετική επιδεξιότητα στο σουτ, τρομερή δυνατότητα στο ριμπάουντ και απίστευτη ικανότητα στην πάσα. Ηθελαν όμως και κάτι επιπλέον: έναν ηγέτη ή, αν θέλετε, ένα μέντορα για τους γεμάτους από ταλέντο πιτσιρικάδες πάνω στους οποίους χτίζεται η ομάδα. Και στην επιλογή τους πέτυχαν διάνα! Το στοιχείο που όλοι στο Σακραμέντο θαυμάζουν στον Ντίβατς ­ εκείνο το οποίο θαύμαζαν, εδώ που τα λέμε, όλοι όσοι συνεργάστηκαν μαζί του ­ είναι το πώς μετατρέπει τον εαυτό του σε… μόνωση η οποία δημιουργεί και συντηρεί τη ζεστή ατμόσφαιρα στα αποδυτήρια. Αυτό συνέβαινε παντού, όπου κι αν αγωνίστηκε. Αυτό συμβαίνει και στο Σακραμέντο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι οι περισσότεροι από τους πρώην πλέον συμπαίκτες του στη Σάρλοτ κατηγόρησαν ανοικτά τη διοίκηση της ομάδας τους επειδή δεν κατάφερε να του ανανεώσει το συμβόλαιο. Ο λόγος δεν ήταν μόνο το πώς παίζει αλλά κυρίως το ποιος είναι…


Ο πρώτος χρόνος στο Λος Αντζελες ήταν δύσκολος. «Ακουγα τους συμπαίκτες μου να μιλάνε, να γελάνε και εγώ δεν καταλάβαινα λέξη. Με ρωτούσαν και απαντούσα συνέχεια «κανένα πρόβλημα», αλλά την ίδια ώρα εννοούσα ότι είχα πρόβλημα και μάλιστα μεγάλο» αποκάλυψε κάποτε για τις πρώτες εμπειρίες του και άρχισε να παρακολουθεί συζητήσεις και κυρίως να βλέπει τηλεόραση με τις ώρες για να μάθει όσο γίνεται πιο γρήγορα αγγλικά. Ευτυχώς για εκείνον στη δύσκολη ώρα βρέθηκαν δύο άνθρωποι να τον βοηθήσουν. Ο Μάτζικ Τζόνσον και ο Μπάιρον Σκοτ τον πήραν υπό την προστασία τους και του έμαθαν τα πάντα: από το πώς να ντύνεται και ποια μουσική να ακούει (φυσικά… ραπ) ως το πώς να προσαρμοστεί στη σκληρή τρίωρη καθημερινή προπόνηση του Πατ Ράιλι. Και ο Ντίβατς έχει το χάρισμα να μαθαίνει γρήγορα.


Τώρα βέβαια τα πάντα είναι διαφορετικά. Ο Βλάντε και η Αννα έχουν μια υπέροχη ζωή, μαζί με τα τρία παιδιά τους, τον Λούκα, ο οποίος είναι 7 χρόνων, τον Ματία, που έκλεισε τα πέντε, και την Πέτρα, η οποία μόλις χρόνισε. Εχει αλλάξει όμως και εκείνος. Πρόσφατα κατάφερε κάτι για το οποίο καμαρώνει: έκοψε το τσιγάρο, που ήταν η αιτία για την οποία το 1989, αν και όλοι στις ΗΠΑ αναγνώριζαν το ταλέντο του, έπεσε χαμηλά στα ντραφτ, μόλις στο νούμερο 26. Οχι ότι του βγήκε δα και σε κακό, αφού έγινε μέλος των Λέικερς. Το κάπνισμα πάντως το έκοψε… μαχαίρι όταν ένα μεσημέρι είδε τον Λούκα να προσπαθεί να ανάψει ένα τσιγάρο. «Οχι, αυτό δεν είναι καλό» τον μάλωσε, αλλά ετοιμόλογος ο πιτσιρίκος τον αποστόμωσε: «Γιατί λες ότι δεν είναι καλό αφού και εσύ καπνίζεις» του απάντησε και εκείνη τη στιγμή πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Οχι, Λούκα, ούτε και ο μπαμπάς θα καπνίζει από εδώ και πέρα, θα το δεις» υποσχέθηκε στον μικρό γιο του και το τήρησε…



Ετσι ξαφνικά άλλωστε είχε πάρει και την απόφαση να ασχοληθεί με το μπάσκετ. Οπως κάθε παιδί στο χωριό του, το Πριγεπόλιε της Νοτιοδυτικής Σερβίας, ο Βλάντε μεγάλωνε παίζοντας ποδόσφαιρο και μπάσκετ και μοίραζε την αγάπη του ανάμεσα στα δύο αθλήματα. Καθώς, λοιπόν, χρόνο με τον χρόνο γινόταν ολοένα και πιο ψηλός, όταν έπαιζε ποδόσφαιρο έπαιρνε τη θέση του τερματοφύλακα. Ηρθε όμως μια ημέρα που έβρεχε, το γήπεδο έμοιαζε με βούρκο και εκείνος φορούσε την ολοκαίνουργια μπλούζα του. Κάποια στιγμή, λοιπόν, σε σουτ των αντιπάλων, η μπάλα κόλλησε στη λάσπη λίγο προτού περάσει τη γραμμή του τέρματος και εκείνος δίστασε να πέσει για να την πιάσει. Το σκέφθηκε, το ξανασκέφθηκε και τελικά προτίμησε να δεχθεί γκολ παρά να λερώσει την μπλούζα του. Ο προπονητής της ομάδας του έγινε έξαλλος: «Παιδί μου, εσύ δεν κάνεις για εδώ. Σήκω και πήγαινε να βρεις κάποιο άθλημα που να παίζεται σε κλειστή αίθουσα» του είπε και ο Βλάντε δεν χρειάστηκε καν να το σκεφθεί. Μόλις είχε κάνει την οριστική επιλογή του.


Ευγενικός, τόσο που σε ξαφνιάζει, αφού το έντονο παρουσιαστικό του σε προδιαθέτει αρνητικά, και με το χιούμορ να παίζει τον ρόλο μιας υποσυνείδητης άμυνας απέναντι στα χτυπήματα της μοίρας. Σε ηλικία μόλις 13 χρόνων ο Βλάντε αποχωρίστηκε τους γονείς του και λίγα χρόνια αργότερα είδε τη χώρα του να σπαράσσεται από τα δεινά του εμφυλίου πολέμου. Ηταν η εποχή που απομακρύνθηκε για πρώτη φορά από τον καλύτερο φίλο του, τον Ντράζεν Πέτροβιτς. Λίγο μετά τον έχασε για πάντα από αυτοκινητικό δυστύχημα στο Μόναχο το 1993. Και τον χαμό του Ντράζεν ουσιαστικά δεν τον ξεπέρασε ποτέ. Απλά με την πάροδο του χρόνου αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις με τους υπόλοιπους Κροάτες, με τους οποίους ήταν κάποτε μια παρέα. «Οταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Ντράζεν άρχισε να μη μου μιλάει όπως μου μιλούσε πρώτα και αυτό με πλήγωσε. Ηταν ο πιο στενός φίλος μου. Με τον καιρό όμως όλα άρχισαν να γίνονται όπως παλιά, ώσπου ήρθε εκείνη η καταραμένη ημέρα. Με τα άλλα παιδιά, τον Τόνι (σ.σ. Κούκοτς) και τον Ντίνο (σ.σ. Ράτζα), μιλάμε πλέον μια χαρά. Με τον μόνο με τον οποίο δεν λέμε ούτε «καλημέρα» είναι ο Βράνκοβιτς, αλλά εκείνος είναι τόσο φανατισμένος που δεν με ενδιαφέρει καθόλου το ότι δεν μιλάμε» δήλωσε πριν από ένα χρόνο ο Ντίβατς για τις σχέσεις του με τους συμπαίκτες του στην πρώην ενωμένη Γιουγκοσλαβία.


Τώρα, 10 χρόνια αργότερα, ο Ντίβατς είναι ο μόνος που απέμεινε στο ΝΒΑ από τη γενιά του ’89. Εξακολουθεί να δείχνει ότι αγνοεί πού βρίσκεται το όριο της αγγαρείας. Εξακολουθεί να δείχνει πολύ πιο νέος από την πραγματική ηλικία του, να μοιάζει σχεδόν με παιδί. Να μοιάζει περισσότερο με πρίγκιπα παρά με βασιλιά…



Το μυστικό του Βλάντε Ντίβατς στις σχέσεις του με τους συμπαίκτες και τους συνεργάτες του είναι η εξαιρετικά ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ. Ρωτήστε τον πρώην άσο του Παναθηναϊκού, τον Μπάιρον Σκοτ, τι έχει τραβήξει εφέτος. Από τη στιγμή που ανέλαβε ασίσταντ κόουτς στο Σακραμέντο, ο παλιός συμπαίκτης του στους Λέικερς δεν έχει σταματήσει στιγμή να τον κεντρίζει. Αφήστε τον Ταρίκ Αμπντούλ Ουάχαντ (ή Ολιβιέ Σεν Τζιν, προτού ασπασθεί τον ισλαμισμό) που ακούει συνεχώς τον Ντίβατς να τον… μιμείται κάνοντας πλάκα για τη λεπτή γαλλική προφορά με την οποία μιλάει τα αγγλικά.


Εκείνος όμως που έπαθε αληθινό «κάζο» ήταν ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς, ο οποίος ακόμη το… φυσάει και δεν κρυώνει. Ο «Πέτζα», που είχε από παιδί ως είδωλό του τον Ντίβατς, βρέθηκε ξαφνικά στην ίδια ομάδα και φυσικό επόμενο ήταν να τον… κοιτάει στα μάτια. Λίγο πριν από την έναρξη της περιόδου, λοιπόν, στο φιλικό με το Γκόλντεν Στέιτ, ο Στογιάκοβιτς αστόχησε σε δύο ελεύθερες βολές. Το Σακραμέντο νίκησε αλλά την ώρα που οι παίκτες πήγαιναν στα αποδυτήρια ο Ντίβατς τον πλησίασε και με σοβαρό ύφος του ανακοίνωσε ότι θα τιμωρηθεί για την αστοχία του με πρόστιμο 1.000 δολαρίων. Ο μικρός τα έχασε. «Είναι αλήθεια;» αναρωτήθηκε, κοντεύοντας να… σκάσει, όχι για τα χρήματα, αλλά για την περηφάνια και τον εγωισμό του που είχαν πληγωθεί από το πρόστιμο. «Ναι, Πέτζα, αλήθεια είναι» τον διαβεβαίωσε ο κόουτς Ρικ Αντελμαν, ο οποίος δεν άργησε να μπει στο κόλπο, όπως άλλωστε και ο συμπαίκτης του Κόρλις Γουίλιαμσον. «Αυτός είναι ο κανόνας για τους μικρούς» αναφώνησε καθώς περνούσε δίπλα από τον νεαρό συμπαίκτη του και τον… βύθισε στη στενοχώρια. Ο Στογιάκοβιτς μπήκε αμίλητος στα αποδυτήρια, κάθησε σε μια γωνιά και δεν έβγαζε τσιμουδιά. Αισθανόταν ότι τα είχε κάνει θάλασσα και ότι είχε εκτεθεί απέναντι σε προπονητή και συμπαίκτες.


Την επόμενη ημέρα, λίγο προτού αρχίσει η προπόνηση, ο κόουτς μάζεψε τους παίκτες στο κέντρο του γηπέδου για να τους δώσει οδηγίες. «Θέλει κανείς να πει κάτι;» τους ρώτησε. «Εγώ θέλω» πήρε τον λόγο ο μικρός, έκανε ένα βήμα μπροστά και παρέδωσε στον προπονητή του υπογεγραμμένο το έγγραφο αποδοχής της πληρωμής του προστίμου. Την ίδια ώρα όλοι άρχισαν να γελάνε και ο Στογιάκοβιτς, αμήχανος, γύρισε και κοίταξε τον Ντίβατς. Εκείνος όμως ατάραχος. Χωρίς να σκεφθεί δευτερόλεπτο, προσπάθησε να τον πείσει: «Καθάρισα για σένα. Επειδή είδα στη στατιστική ότι είχες πάρει τα περισσότερα ριμπάουντ, μίλησα στον κόουτς και τον παρακάλεσα να σου χαρίσει το πρόστιμο» τον διαβεβαίωσε, αλλά ο Πέτζα δεν την… ξαναπατούσε. Είχε αρχίσει να τον μαθαίνει…


Αλλωστε από τον Ντίβατς είχε ήδη μάθει πολλά. Λίγους μήνες νωρίτερα ο Βλάντε τον είχε πείσει να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να αφήσει την Ευρώπη για το ΝΒΑ. «Στην ηλικία σου είχα και εγώ το ίδιο δίλημμα. Ηξερα ότι όσο κι αν προσπαθούσα δεν θα μπορούσα να βελτιωθώ, με τα δεδομένα που επικρατούν στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Το επίπεδο δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό και, επειδή ακριβώς ήθελα να είμαι ο καλύτερος και όχι ένας συνηθισμένος παίκτης, αποφάσισα να φύγω. Το ίδιο πρέπει να σκεφθείς και εσύ» του είπε και ο μικρός τον άκουσε.


Οχι ότι δεν είχε τότε και ο Ντίβατς τους ενδοιασμούς του. «Φοβόμουν πολύ στην ιδέα ότι θα ήμουν μόνος μου σε μια ξένη χώρα. Πόσο μάλλον όταν δεν ήξερα ούτε μια αγγλική λέξη» αποκάλυψε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του. Τι έκανε λοιπόν; «Παντρεύτηκα. Η κοπέλα μου, η Αννα, αποτελούσε για μένα το πρότυπο της ιδανικής συζύγου και ήξερα ότι αν έφευγα θα την έχανα. Η απόσταση σκοτώνει τη σχέση» εξήγησε για το… μυστικό του γάμου του, ο οποίος μεταδόθηκε απευθείας από τη γιουγκοσλαβική τηλεόραση και είχε περισσότερους από 1.000 προσκεκλημένους.