Λίγο είναι να κάθεται κανείς ακίνητος στην ακροθαλασσιά μαυρίζοντας στον ήλιο μακαρίως; Οχι, μας διαβεβαιώνει ο συγγραφέας. Φοβάται κανείς προς στιγμήν ότι ο υπότιτλος του βιβλίου είναι απαξιωτικός, όταν γίνεται λόγος για τη «μεταμόρφωση του ταξιδιώτη σε παραθεριστή». Μήπως λοιδορείται ο δύσμοιρος παραθεριστής, ο οποίος ξεκινάει από την Κυψέλη για να φτάσει στο Μπαλί και εκεί συναντά τον γείτονά του από το επάνω διαμέρισμα μαζί με την οικογένειά του στην ίδια μαζικοποιημένη παραλία; Η συνέχεια ευτυχώς είναι καθησυχαστική. Μας κάνει να ανακαλύψουμε το αυτονόητο: τη λυτρωτική αξία των διακοπών στην άμμο, όπου όλη η πραγματικότητα περιλαμβάνεται μεταξύ του ξενοδοχείου και της θάλασσας.


Ας μην αισθανόμαστε λοιπόν τύψεις επειδή δεν αναλωνόμαστε σε περιπετειώδεις διακοπές δήθεν νομαδικής περιπλάνησης. Ο ενεργητικός τουρίστας έχει υπερεκτιμηθεί ως είδος, μας πληροφορεί ο συγγραφέας, ενώ ο παθητικός παραθεριστής έχει υποτιμηθεί αδίκως. Αλλωστε, σύμφωνα με ρήση του Εντσενσμπέργκερ που επιστρατεύεται για την περίσταση, ο τουρίστας δεν είναι παρά ένας «ανεσταλμένος επαναστάτης, που, ελλείψει δυνατότητας να αλλάξει τον κόσμο, αλλάζει κόσμο». Ο τουρίστας άρα είναι η εκπεπτωκυία φύση του επαναστάτη. Και ο παραθεριστής, για τον οποίο ομολογουμένως έχει εκφραστεί μειωτικά ο Μαρξ, ποιος είναι;


Κατ’ αρχάς, ο συγγραφέας χαράσσει μια απλή διαχωριστική γραμμή μεταξύ τουρίστα και παραθεριστή: ο τουρίστας αφιερώνει τις διακοπές του στα ταξίδια, ενώ ο παραθεριστής αφιερώνει τις διακοπές του στην ακινησία. Αντίθετα με τον Καβάφη που εύχεται να είναι μακρύς ο δρόμος, ο παραθεριστής θέλει να φτάσει στον προορισμό του και να αράξει. Αν ο παραθεριστής ταξιδεύει και πηγαίνει όλο και πιο μακριά, είναι ακριβώς για να μη μετακινηθεί άλλο όταν φτάσει στον προορισμό του. Μετακινείται για να μη μετακινηθεί άλλο. Ταξιδεύει για να μην ταξιδεύσει. Αυτόν τον περίεργο τύπο, που μας είναι φοβερά οικείος γιατί όλοι τον ενσαρκώνουμε κάθε χρόνο, περιγράφει με διεισδυτικότητα ο γάλλος συγγραφέας. Περιγράφει τον αριστοκράτη παραθεριστή και τον λαϊκό παραθεριστή, τον απομονωμένο παραθεριστή και τον συνωστισμένο παραθεριστή, τον απογοητευμένο παραθεριστή και τον απελπισμένο παραθεριστή. Ο παραθεριστής είναι ο άνθρωπος «που περνά τις διακοπές του ενδίδοντας στον έρωτα της ακροθαλασσιάς». Ούτε στην εξοχή ούτε στο βουνό είναι ο ίδιος άνθρωπος. Δεν είναι η ψυχολογία του ίδια. Μόνο στην ακροθαλασσιά μπορεί κανείς να σκηνοθετήσει τον εαυτό του από την αρχή και να υποδυθεί έναν καλύτερο ή έναν διαφορετικό ρόλο από αυτόν που έχει στην πραγματικότητα. Η παραλία είναι ένα θέατρο, λέει ο συγγραφέας.


Με αυτές τις συνισταμένες ξεκινούμε να γνωρίσουμε το θέατρο της παραλίας και την ψυχολογία των κατοίκων της. Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο ο παραθεριστής τοποθετείται στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή προκειμένου να σκιαγραφηθεί το πορτρέτο του. Διαγιγνώσκεται αμέσως, εκτός από τη διάθεση μοναχικότητας και την αναζήτηση ενός κλειστού χώρου στην ακροθαλασσιά, μια διάθεση ανακάλυψης, και μάλιστα κατάκτησης, ενός παρθένου τόπου. Μια λαχτάρα να γίνει ο παραθεριστής ένα είδος Ροβινσώνα. Ο συγγραφέας μάς θυμίζει τα συνήθη σλόγκαν της βιομηχανίας της διαφήμισης, που επιμένουν τόσο στο μοντέλο τύπου Ροβινσώνα («Διακοπές Ροβινσώνα στις ακτές μιας γαλάζιας λιμνοθάλασσας») όσο και στο ανεξερεύνητο των τόπων («Κομόρες. Τα ανεξερεύνητα νησιά του Ινδικού Ωκεανού»). Επειτα διαπιστώνονται στη συμπεριφορά του παραθεριστή μια σειρά από μιμήσεις που σκηνοθετούν το μοντέλο Ροβινσώνα: υποτίθεται ότι ο παραθεριστής θα μείνει σε αυτόν τον τόπο για καιρό, οπότε οργανώνει τον κόσμο του, γίνεται μάστορας, γεωργός, κτηνοτρόφος, ετοιμάζεται να γνωρίσει τους άγριους ιθαγενείς του τόπου, να τους κάνει φίλους και όχι εχθρούς. Κοντολογίς, ο αυθεντικός παραθεριστής δεν στερείται γοητείας και ευγενών κινήτρων.



Η«ροβινσωνιάδα» πλέον, όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας, και οι παραλλαγές και εκτροπές της αποτελούν το αντικείμενο αυτού του βιβλίου. Κάθε ενέργεια του παραθεριστή ερμηνεύεται από τον συγγραφέα ψυχολογικά, αφού μας έχει προειδοποιήσει ότι «ο κόσμος δεν είναι ένα αντικειμενικό δεδομένο, αλλά πάντοτε μια ψυχολογική κατασκευή, αποτέλεσμα μιας αντίληψης». Αυτές οι ψυχολογικές κατασκευές εντοπίζονται και στην περίπτωση του παραθερισμού. Αν πάρουμε το μοντέλο του Ροβινσώνα Κρούσου ως αρχετυπική εικόνα του παραθεριστή· εκεί που ο Ροβινσώνας είχε πέσει θύμα ναυαγίου, ο σημερινός παραθεριστής έχει πιθανόν βιώσει μια ρήξη κοινωνικής φύσεως· εκεί που ο Ροβινσώνας είχε τον Παρασκευά του, ο σύγχρονος παραθεριστής βρίσκει ένα δικό του alter ego, ένα αντίγραφό του, τον «ηλίθιό» του. «Η ροβινσωνιάδα θα θεωρείται εδώ, ιστορικά, ως μια ισχυρή εικόνα – πηγή προέλευσης των ηδονιστικών χρήσεων της παραλίας και, σήμερα, ως ένα μοντέλο συμβολικής συμπεριφοράς διαρκώς εν χρήσει, ακόμη και στα κοντινά και υπερπλήρη παραθαλάσσια θέρετρα». Ακόμη και στη Βούλα ή στον Αστέρα Βουλιαγμένης να πάει κανείς, θα εντοπίσει το μορφότυπο του Ροβινσώνα Κρούσου, με τις καρικατούρες του βεβαίως.


Κοινωνικές, ψυχολογικές και μυθολογικές διαχωριστικές γραμμές παρεμβάλλονται μεταξύ του ιδανικού παραθεριστή και των εκατομμυρίων αντιγράφων του. Αν ο ιδανικός παραθεριστής είναι ο «έκπτωτος και ονειροπόλος Κρούσος», τα κακέκτυπα του μοντέλου καθορίζουν εν πολλοίς την τελική εικόνα που εισπράττουμε στις σημερινές παραλίες. Η αισθητική της αναψυχής, η διαρρύθμιση του χώρου της παραλίας, η σημειολογία της αμφίεσης του μπάνιου, η διαιώνιση των τρόπων της πόλης αλλά και η μεταμόρφωση των συνηθειών, οι παραθεριστικές νοοτροπίες, εν γένει η προσωπικότητα του λουομένου απασχολούν τον γάλλο κοινωνιολόγο στη διαδοχή των κεφαλαίων του βιβλίου. Η αφήγηση του Ουρμπαίν, παρ’ ότι εξακτινώνεται σε ιστορικές αναδρομές, ψυχολογικές αναλύσεις, λογοτεχνικές αναφορές και ανθρωπολογικές παρατηρήσεις, κυλάει γοργά, με κοφτές διαπιστώσεις του τύπου «τίποτε δεν μοιάζει περισσότερο με μια γυμνόστηθη παραθερίστρια ξαπλωμένη στην άμμο από μια άλλη γυμνόστηθη παραθερίστρια ξαπλωμένη στην άμμο» και με παιγνιώδη διάθεση. Ολοκληρώνοντας το βιβλίο έχουμε αντιληφθεί για ποιον λόγο, «αντίθετα από την εξοχή, η παραλία δεν είναι τόσο ο τόπος μιας επιστροφής όσο εκείνος μιας νέας αρχής». Εχουμε αντιληφθεί για ποιον λόγο γυρίζουμε ανανεωμένοι από τις παραλίες, παρ’ ότι δεν κάναμε τίποτε ιδιαίτερο, και μάλιστα βιώσαμε αυτό που αποκαλεί ο Ουρμπαίν «απουσία περιστατικών». Πρόκειται για την κρυφή όψη του far niente του παραθερισμού.