ΥΠΑΡΧΟΥΝ πόλεμοι που κατακυριεύουν με τις εικόνες τους την ειδησεογραφική επικαιρότητα και απασχολούν εκτενώς τους ιστοριογράφους. Αντιθέτως, υπάρχουν και συγκρούσεις των οποίων το αποτύπωμα, παρ’ ότι αιμάτινο, παραμένει αχνό επί της καθημερινότητας, επί της Ιστορίας και, εν τέλει, επί της συλλογικής συνείδησης. Πόλεμοι που ξεχάστηκαν ή πόλεμοι που κάποιοι λαοί θα ήθελαν να ξεχάσουν.


Παρακολουθώντας τη ροή ειδησεογραφικών δελτίων, φωτογραφιών και τηλεοπτικών εικόνων από την Τσετσενία, αναρωτιέται κανείς σε ποια κατηγορία κατατάσσεται τελικά η αιματηρή σύγκρουση που φέρνει αντιμέτωπους ρώσους στρατιώτες και ισλαμιστές αντάρτες στον Καύκασο. Η σύγκριση, βεβαίως, είναι ευχερής και δεν αφορά παρά τις πολεμικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο την περασμένη άνοιξη. Η διαφορά είναι συντριπτική. Αναρίθμητες ανταποκρίσεις έδωσαν μορφή στο δράμα των εμπλεκομένων, Σέρβων και Αλβανών, που ζωντάνεψαν σε χίλιες τηλεοπτικές εικόνες.


Στην Τσετσενία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Υπήρχε, βεβαίως, στην αρχή η δικαιολογία ότι η πρόσβαση των δημοσιογράφων στην πρώτη γραμμή της μάχης ήταν περιορισμένη. Εν τούτοις, όσο περνούσαν οι εβδομάδες και το Γκρόζνι μετετράπη, κατά ένα εύστοχο σχόλιο, πρώτα σε «Γέλτσιν-γκραντ» (κατά το πρότυπο του Στάλινγκραντ) για να έρθει κατόπιν η πλήρης επικράτηση του Βλαντίμιρ Πούτιν στο Κρεμλίνο, αναρωτιόταν κανείς τι ακριβώς συμβαίνει και η, τόσο αιματηρή, αυτή σύγκρουση έχει τόσο περιορισμένη απήχηση.


Οπως και οι ειδήσεις, οι πόλεμοι είναι συχνά τοπικής εμβέλειας. Ετσι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης δεν μπορεί παρά να ανήκει στα ρωσικά ΜΜΕ. Το προηγούμενο υπάρχει και η σύγκριση προκαλεί αμηχανία. Είναι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, τα χρόνια της δεκαετίας του ’80, όταν και πάλι η πληροφόρηση του ρωσικού κοινού για τον αριθμό των νεκρών ήταν περιορισμένη ­ μόνο οι ίδιες οι οικογένειες των στρατιωτών ήξεραν. Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού η σοβιετική λογοκρισία και συγκεντροποιημένη πληροφόρηση ανήκει στο παρελθόν. Ή μήπως τελικά όχι;


Πέρα από τα εφήμερα και επικαιρικά μέσα ενημέρωσης, όμως, πιο ενδιαφέρουσα είναι η συνάντηση του πολέμου με τη λογοτεχνία. Εδώ οι ελλείψεις είναι σαφώς μεγαλύτερες αλλά και δυσεξήγητες. Δεν υπάρχει «Πόλεμος και Ειρήνη» για το Αφγανιστάν ­ και μάλλον δεν θα υπάρξει και για την Τσετσενία. Η αιτία; Ισως το γεγονός ότι πρόκειται για έναν πόλεμο χωρίς ηρωικό στοιχείο, μια κατασταλτική σφαγή, όχι πολύ διαφορετική από την περιπέτεια των Αμερικανών στο Βιετνάμ, για το οποίο ­ και μάλλον δεν είναι τυχαίο ­ επίσης δεν έχει γραφτεί ένα μεγάλο μυθιστόρημα.


Η έλλειψη είναι σημαίνουσα. Η λογοτεχνία, ως ύψιστη μορφή λόγου, είναι εκείνη που καταγράφει με τρόπο κρυστάλλινο την ανθρώπινη εμπειρία. Για να χρησιμοποιήσει κανείς οικεία παραδείγματα, τι θα ήταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι χωρίς τη «Ζωή εν Τάφω» του Μυριβήλη ή ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος χωρίς το «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον» του Ρεμάρκ; Η απουσία ενός πολέμου από τις λογοτεχνικές σελίδες υποβάλλει μια αίσθηση αδικαίωτης ή αλύτρωτης ανθρώπινης εμπειρίας, ένα είδος απόλυτης σπατάλης ή ακόμη και ανυπαρξίας, μετά το πέρασμα του χρόνου, γεγονότων που έλαβαν χώρα με τον πλέον οδυνηρό τρόπο.


Πόλεμοι χωρίς (λογοτεχνικό) μύθο, λοιπόν, και η Τσετσενία φαίνεται ότι θα συγκαταλέγεται σε αυτούς. Μόνο που εν προκειμένω η έλλειψη θα είναι διπλή, διότι, με τους ρεπόρτερ εγκλωβισμένους μακριά ή άτολμους, δεν θα έχουμε ούτε τα ωμά δημοσιογραφικά ρεπορτάζ που έδωσαν αφηγηματική μορφή στα όσα διαδραματίστηκαν στις ζούγκλες της Νοτιοανατολικής Ασίας.