Οι ίδιες οι ελλείψεις μας είναι και οι ελπίδες μας… Φ. Σλέγκελ
Ο Ρ. Szondi, εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στη Βουδαπέστη (1929) και αυτοκτόνησε στο Βερολίνο (1971). Σπούδασε στη Ζυρίχη γερμανική και συγκριτική γραμματολογία, δίδαξε στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης, του Γκέτιγκεν και του Πρίνστον, και επέστρεψε στο Βερολίνο, όπου το 1965 ίδρυσε το Ινστιτούτο Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Ασκησε με συνέπεια και αυστηρότητα το πρόγραμμα μιας πανεπιστημιακής πολιτικής (για ένα «κριτικό πανεπιστήμιο») σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις των ανθρωπιστικών σπουδών, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, και διακρίθηκε για το φιλολογικό ήθος του και την ερμηνευτική επίνοιά του στις προσεγγίσεις της ποίησης και της ποιητικής του γερμανικού ιδεαλισμού, του μοντέρνου δράματος, της συμβολιστικής ποίησης και των νεωτερικών ποιητικών.
Στον παρόντα τόμο μεταφράζονται οκτώ από τα φιλολογικά – φιλοσοφικά δοκίμιά του: τρία για τον Χέλντερλιν, δύο σχετικά με τον Φ. Σλέγκελ, ένα περί Σίλλερ και δύο για τον Μπένγιαμιν.
Τα δύο τελευταία («Ελπίδα στο παρελθόν» και «Τα πορτρέτα πόλεων του Βάλτερ Μπένγιαμιν») συνεξετάζουν τη διαλεκτική της χρονικότητας στο έργο του Προυστ και του Μπένγιαμιν. Το αυτοβιογραφικό μπενγιαμινικό κείμενο Παιδικά χρόνια στο Βερολίνο γύρω στα 1900 είναι επίσης μια αναζήτηση του παρελθόντος, του χαμένου χρόνου. Μιλώντας κανείς για την πόλη του αυτόματα ανατρέχει σε αναμνήσεις του. Ενώ όμως ο Προυστ αναδιφεί στο παρελθόν για να διαφύγει από το παρόν και κυρίως από τις απειλές και τους κινδύνους του μέλλοντος, ο Μπένγιαμιν αναζητεί στο παρελθόν ακριβώς το ίδιο το μέλλον, την πρόγευσή του, εντοπίζει ένα παρελθόν όχι κλειστό αλλά ανοιχτό στο μέλλον, γεμάτο υποσχέσεις. Ο χρόνος του Μπένγιαμιν είναι ο μέλλων του παρελθόντος, και από αυτή την άποψη το μικρό βιβλίο του είναι ο αντίποδας του μεγάλου προυστικού μυθιστορήματος. Στα «Πορτρέτα πόλεων» εκκινώντας από το πρόβλημα της περιγραφής ο Τσόντι πάλι καταλήγει στη διάσταση του χρόνου. Ο ξένος, ο ταξιδιώτης, ταξιδεύει στην πραγματικότητα στον χρόνο και όχι στον χώρο, αναζητεί την πόλη της παιδικής του ηλικίας και το αθώο, έκπληκτο βλέμμα της παιδικότητας όταν βρίσκεται σε ξένη πόλη. Εκείνο που συγκροτεί και διαμορφώνει τα πορτρέτα πόλεων του Μπένγιαμιν, κατά τον Τσόντι, είναι η χρήση των μεταφορών: σε αυτές οφείλουν τη γοητεία τους και το γεγονός ότι ως κείμενα αναδεικνύουν έντονα μια ποιητική πρόθεση. Η μεταφορά τόσο στον Προυστ όσο και στον Μπένγιαμιν δεν περιορίζεται σε μία και μόνη λειτουργία αλλά αντίθετα γίνεται νόμος της ίδιας της περιγραφής: η απαρίθμηση αντικειμένων σε μια περιγραφή δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην αλήθεια· η αλήθεια αρχίζει, μας λέει ο Προυστ, από τη στιγμή που ο συγγραφέας παίρνει δύο διαφορετικά αντικείμενα και αποκαλύπτει την ουσία τους συνδέοντάς τα μέσω μιας κοινής ιδιότητας σε μια μεταφορά.
Τα υπόλοιπα δοκίμια του τόμου δορυφορούν γύρω από την ποιητική του πρώιμου ρομαντισμού, μια ιστορικοφιλοσοφική θεώρηση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στην αρχαιότητα και στη νεωτερικότητα. Στο πρώτο κείμενο, «Περί φιλολογικής γνώσεως» (1962), ένα από τα πιο στιβαρά μεθοδολογικά του μελετήματα, ο Τσόντι αφενός προσμετρά τη θέση της ερμηνευτικής στις φιλολογικές σπουδές της σύγχρονης Γερμανίας και αφετέρου θίγει το ειδικότερο ζήτημα αν ένα συγκεκριμένο χωρίο από τον ύμνο του Χέλντερλιν «Γιορτή ειρήνης» είναι ή όχι μεταφορικό, υπαινισσόμενος ότι αυτό το πρόβλημα, το πρόβλημα της μεταφοράς στα λογοτεχνικά κείμενα, ενδιαφέρει περισσότερο. Το δεύτερο δοκίμιο τιτλοφορείται «Το άλλο βέλος» και εξετάζει εκ του σύνεγγυς τη διαδικασία συγκρότησης των όψιμων ύμνων του Χέλντερλιν (μετά το 1800), πινδαρικής συνήθως έμπνευσης, που κατέχουν την έσχατη θέση στο έργο του ποιητή πριν από τη βύθισή του στο πνευματικό σκοτάδι. Το τρίτο δοκίμιο για τον Χέλντερλιν («Υπέρβαση του κλασικισμού») σχολιάζει την περίφημη επιστολή (4.12.1801) του ποιητή στον φίλο του Μπέλεντορφ κείμενο που θεωρείται ότι εκφράζει συστηματικότερα τις αισθητικές αντιλήψεις του (η επιστολή μεταφράζεται στο επίμετρο του τόμου Φ. Χέλντερλιν, Ελεγείες, ύμνοι και άλλα ποιήματα, Αγρα, 1996). Γνωρίζουμε ότι περίπου ως τα 1800-1801, οπότε αποτυγχάνει και εγκαταλείπει τον Εμπεδοκλή του, δείγμα της «σύγχρονης τραγωδίας», ο Χέλντερλιν (για τον οποίο η Ελλάδα αποτελεί ανέκαθεν το μεγάλο του ερώτημα) παραμένει γενικά πιστός στη σιλλερική και βινκελμανική θεώρηση για τους Ελληνες, καθώς και στη φιλοσοφία της ιστορίας που απορρέει από αυτήν. Τα πράγματα αρχίζουν να μεταβάλλονται όταν θα αποφασίσει να μεταφράσει τον Σοφοκλή: η κίνηση της ιδιοποίησης είναι η δυσκολότερη και επώδυνη σχέση του ιδίου και του ανιδίου, του γενέθλιου και του ξένου, και συγκροτείται με ιδιαίτερη ένταση. Η Ελλάδα του Χέλντερλιν είναι το αμίμητο, το ανέφικτο: αφενός το ίδιον των Ελλήνων (το «ιερό πάθος») δεν συμπίπτει με το ίδιον των Εσπερίων (χάρισμα της νηφάλιας έκθεσης) και αφετέρου κυρίως οι ίδιοι οι Ελληνες είναι διχασμένοι εφόσον δεν κατόρθωσαν να εκφράσουν μέσω της τέχνης τους το ίδιόν τους. Το ίδιον-είναι των Ελλήνων έχει μάλλον χαθεί και κατά συνέπειαν είναι αμίμητο. Κοντολογίς, η ελληνική τέχνη είναι αμίμητη, καθ’ ότι είναι τέχνη και όχι φύση. Το νεωτερικό το εσπέριο ή δυτικό είναι ακριβώς αντίστροφο του αρχαίου, του ανατολικού.
Μεγαλύτερη απήχηση έχουν οι απόψεις του Τσόντι για τη θεωρία των λογοτεχνικών γενών του γερμανικού ρομαντισμού στο πλαίσιο του οποίου γίνεται υπέρβαση της ταξινομικής, επαγωγικής, εμπειρικής, σε τελευταία ανάλυση, ποιητικής του Διαφωτισμού και αναγωγή σε μια φιλοσοφική, θεωρητική, απαγωγική εννόηση του γενολογικού συστήματος.
Ο Τσόντι ανασυνθέτει με υψίστη ακρίβεια τη διαλεκτική που στηρίζει τη φιλοσοφική ιστορία των γενών και αναπτύσσει τη σημασία της τελευταίας στο σύστημα των θεωρητικών και των ποιητών του γερμανικού ιδεαλισμού, με έμφαση στη μετάβαση από την καντιανή στην εγελιανή αισθητική: οι αντιθέσεις ανάμεσα στα μορφολογικά συστήματα και στις ιστορικές αλλαγές, ανάμεσα στα παραδείγματα του παρελθόντος και στην πρακτική του παρόντος, διαμεσολαβούνται σε μια στοχαστική θεώρηση που μπορεί να συνενώσει διαλεκτικά την ιστορία και το σύστημα. Μπορεί κανείς να παρακολουθήσει αυτή τη διαλεκτική ιστορία της θεωρίας στο σύνολο έργο του Τσόντι, από το πρώτο του δοκίμιο, γραμμένο στα 23 του χρόνια, «Ο Φρήντριχ Σλέγκελ και η ρομαντική ειρωνεία» (μεταφρασμένο στον παρόντα τόμο), ως τα τελευταία του. Από αυτά επιλέγεται εδώ «Το αφελές είναι το συναισθηματικό» (δημοσιευμένο στα 1972, post mortem), που παραπέμπει ευθέως στη σιλλερική ποιητική και με τον προκλητικό, συνθηματικό τίτλο του παρουσιάζει σε μια απλή διατύπωση το αποτέλεσμα μιας ολόκληρης διαλεκτικής ανάγνωσης. Η ένταξη του ετέρου, του ξένου (η αρχαιοελληνική αφέλεια) στο ίδιον (η νεωτερική συναισθηματικότητα) αποτελεί μέρος του προγράμματος της ιδεαλιστικής ποιητικής. Εκείνο που στο δοκίμιο του Σίλλερ (πρβλ. την ελληνική μετάφραση του Παναγιώτη Κονδύλη, Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, Στιγμή, 1985) παρουσιάζεται υπό μορφή ιστορικών και φιλοσοφικών κατηγοριών αναπτύσσεται εδώ με αφετηρία μια προσωπική, διυποκειμενική αντίθεση, μια καλυμμένη διαμάχη εναντίον του άλλου ενώ συνάμα αυτό το άλλο αναγνωρίζεται.
Ο Τσόντι επαναφέρει στο προσκήνιο θριαμβευτικά τη σύζευξη φιλοσοφίας και λογοτεχνίας στο πλαίσιο της ερμηνευτικής ανάγνωσης, που οι λογής στρουκτουραλισμοί και τα ρεύματα της αναλυτικής φιλοσοφίας είχαν θεωρήσει νεκρή. Είναι ευτύχημα που επιτέλους έχουμε στη γλώσσα μας μερικά από τα βασικά δοκίμιά του, αλλά είναι και μεγάλη παράλειψη που την παρούσα έκδοση δεν συνοδεύει ένα κατατοπιστικό εισαγωγικό κείμενο. Πρόκειται για βαθύ, στοχαστικό λόγο που μάλλον δύσκολα θα προσεγγίσει αβοήθητος ο μέσος (ακόμη και ο εξειδικευμένος) αναγνώστης.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι επίκουρη καθηγήτρια της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.



