Τα γυρίσματα της ταινίας με τη συμμετοχή σταρ διεθνούς φήμης κινητοποίησαν το δημόσιο ενδιαφέρον για την Κεφαλλονιά και για το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν της. Οι πρώτες φωνές διαμαρτυρίας μιλάνε κιόλας για παραχάραξη γεγονότων. Ο κ. Λουί ντε Μπερνιέρ όμως δεν φαίνεται να χάνει το κέφι του ούτε το δικαίωμα του συγγραφέα να φτιάχνει τις ιστορίες του όπως θέλει.




Ο συγγραφέας του βιβλίου «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» Λουί ντε Μπερνιέρ έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι εξάσκησε ως σήμερα στη ζωή του «οποιοδήποτε επάγγελμα δεν απαιτεί γραβάτα». Ευτυχώς ούτε αυτό του συγγραφέα έχει τέτοιου είδους απαιτήσεις ­ βλέπετε, η θέα και μόνο της γραβάτας στον λαιμό του Βρετανού τις τελευταίες ημέρες θα έβαζε πολλούς σε πειρασμό να σφίξουν τον κόμπο της μέχρι τελικής πτώσεως…


Πιο αποφασισμένος από όλους θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο 89χρονος σήμερα στρατηγός Αμος Παμπαλόνι, το πάλαι ποτέ πρότυπο του κ. Ντε Μπερνιέρ, του οποίου η ζωή στην Κεφαλλονιά εν μέσω πολέμου παρουσιάζει εκπληκτικές ομοιότητες με εκείνη του ομοβάθμου του τότε, του λοχαγού Κορέλι. Ο κ. Παμπαλόνι είχε και αυτός δεσμό με μια νεαρή Κεφαλλονίτισσα, γλίτωσε και εκείνος ως εκ θαύματος τον θάνατο όταν τον πυροβόλησαν οι Γερμανοί και, όπως και ο Κορέλι, ήταν ένας από εκείνους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση των Ιταλών να επιτεθούν στα γερμανικά στρατεύματα στο Αργοστόλι στις 13 Σεπτεμβρίου 1943. Σύμπτωση, θα πείτε, αφού ο κ. Ντε Μπερνιέρ διαρρηγνύει τα ιμάτιά του λέγων ότι ο κ. Παμπαλόνι δεν είναι ο Κορέλι του βιβλίου του. Αλλά πάλι για φαντασθείτε να ήσασταν στη θέση του στρατηγού. Ο οποίος στα 89 του βρέθηκε να διαβάζει μια ιστορία πανομοιότυπη με τη δική του, γραμμένη σε 614 σελίδες γεμάτες με διαστρεβλωμένα ιστορικά γεγονότα… «Είμαι αριστερός, δεν είμαι όμως κομμουνιστής» δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» ταραγμένος ο γηραιός πολεμιστής. «Αλλά η εικόνα που ο Ντε Μπερνιέρ δίνει για τους έλληνες κομμουνιστές αντιστασιακούς είναι απαράδεκτη και παντελώς λαθεμένη. Το να αποκαλείς τους Ελληνες βαρβάρους που σκότωναν από ευχαρίστηση δεν είναι μόνο λάθος και άδικο αλλά υποθάλπει τον ρατσισμό».


* Ποιος είναι ο κ. Παμπαλόνι


Ο κ. Παμπαλόνι θα πρέπει να γνωρίζει περί τίνος ομιλεί. Εζησε 14 μήνες στην Κεφαλλονιά εκείνα τα ταραγμένα χρόνια. Ο κ. Ντε Μπερνιέρ πάλι απλώς κάποιο καλοκαίρι γύρισε το νησί καβάλα σε ένα νοικιασμένο μοτοποδήλατο αναζητώντας επί δύο εβδομάδες τη μούσα της έμπνευσής του στις περιγραφές των κατοίκων για την περίοδο πριν και μετά την Κατοχή. Και όταν ολοκλήρωσε την περιοδεία του βασίστηκε για τη συμπλήρωση των σημειώσεών του στον κατάλογο βιβλίων που του έστειλε η κυρία Ελένη Κοσμετάτου από το Μουσείο Αργοστολίου και στα συγγράμματα για την ιστορία της Ελλάδας που βρήκε στα βιβλιοπωλεία του Λονδίνου. Και έτσι κατέληξε να γράψει αυτό που εκ των υστέρων περιέγραψε ως «ένα παλιομοδίτικο αφήγημα με καλοσχηματισμένους χαρακτήρες και σημαντικά θέματα: πίστη, έρωτας, δειλία, θάνατος». Πέραν αυτού, όμως, πέτυχε να ξεκινήσει και μια αληθινή ιστορία με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά. Κατόπιν της ανάγνωσης του βιβλίου ουκ ολίγοι Κεφαλλονίτες, με πίστη στις μνήμες τους και έρωτα για το νησί τους, καταμαρτυρούν στον Ντε Μπερνιέρ δειλία να μιλήσει για την ιστορική αλήθεια και μοιάζουν τόσο έξαλλοι μαζί του που θα προετίθεντο ακόμη και να τον εξολοθρεύσουν… Είς εξ αυτών και ο ληξουριώτης κ. Λευτέρης Ελευθεράτος, ο οποίος πλημμύρισε τις εφημερίδες με κείμενα αντι-μπερνιερικού μίσους. Δεδομένου του ύφους των επιστολών του, ο κ. Ελευθεράτος θα πρέπει να πέρασε νύχτες ολόκληρες αντιπαραβάλλοντας τις μνήμες των παιδικών του χρόνων με τα κορέλεια πάθη. Πώς να πιστέψει ο Κεφαλλονίτης ότι οι συμπατριώτες του τού ΕΛΑΣ περιγράφονται ως φονιάδες των Ιταλών «που είχαν έρθει να πολεμήσουν στο πλευρό τους εναντίον των Γερμανών» και από πού κι ως πού να δεχθεί ότι οι γονείς του «έτρωγαν σαύρες και φίδια» στην Κατοχή, κατά την οποία ο ίδιος γνωρίζει ότι ελάχιστοι ήταν στην Κεφαλλονιά αυτοί που πείνασαν;


* Βίαιοι, βρώμικοι και κακοί


Και όμως στο βιβλίο οι Κεφαλλονίτες φθάνουν σε σημείο να βγάζουν τα σκοτωμένα ποντίκια από τις φάκες και να τα κόβουν κομματάκια για να τα κάνουν κιμά! (σελ. 79) Αλλά τα πάθη των ποντικών εκ της γραφίδος του Ντε Μπερνιέρ δεν είναι τίποτε μπρος στα αντίστοιχα των ΕΛΑΣιτών. Βλέπετε, η Κεφαλλονιά του βιβλίου είναι, όπως την περιγράφει ο πατέρας της Πελαγίας, «ένα εργοστάσιο παραγωγής βρεφών για εξαγωγή», όπου ευδοκιμούν «όμορφες και έξυπνες γυναίκες παντρεμένες με τους πιο άξεστους και ακατάλληλους άνδρες, που δεν είναι άξιοι για τίποτε και ούτε θα γίνουν ποτέ». (σελ. 17) Οσο για τους ελάχιστους εναπομείναντες εμφανίσιμους άνδρες, είς εξ αυτών τυγχάνει και ο Μαντράς, ο αρραβωνιαστικός της Πελαγίας στην προ Κορέλι εποχή. Ο οποίος εντάσσεται στον ΕΛΑΣ και υπό τις οδηγίες του αρχηγού του Εκτορα (που είναι «δηλωμένος και περήφανος κομμουνιστής») φθάνει σε σημείο να ξυλοκοπήσει, να μαστιγώσει και να πυροβολήσει στο κεφάλι έναν σκελετωμένο γέρο επειδή ειδοποίησε τον ΕΔΕΣ πριν από τον ΕΛΑΣ για τα πολεμοφόδια που έριξαν τα εγγλέζικα αεροπλάνα και έκλεψε κι ένα μπουκάλι ουίσκι (σελ. 270).


Ετερα κατά φαντασίαν αίσχη των ΕΛΑΣιτών του βιβλίου παραλείφθηκαν στην ελληνική έκδοση, όπως αυτό που επισημαίνει ο κ. Ελευθεράτος: ένας ΕΛΑΣίτης αντάρτης ευνουχίζει και βγάζει τα μάτια του αντιπάλου του και στη συνέχεια του χαράσσει και ένα χαμόγελο στο πρόσωπο… Ο «Γκάρντιαν» στο εκτενέστατο ρεπορτάζ του επισημαίνει και έτερα παραλειφθέντα τμήματα του αγγλικού κειμένου. Ενα από τα πλέον διαφωτιστικά είναι εκείνο που αναφέρει ότι «στην Κεφαλλονιά οι κομμουνιστές άρχισαν να εκτοπίζουν τους δύσκολους χαρακτήρες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παρακολουθούσαν τους ναζί από απόσταση ασφαλείας και ήταν καλά μυημένοι στις τέχνες της καταπίεσης και της φρικαλεότητας. Ο Χίτλερ θα ήταν περήφανος για τόσο επιμελείς μαθητές»!


Θύελλα διαμαρτυριών


Αλλά πάλι υπάρχουν πολλές οπτικές γωνίες για να δει κανείς την πραγματικότητα. Κοιτώντας από την εκ διαμέτρου αντίθετη γωνία εκείνης από την οποία βλέπουν ο στρατηγός Παμπαλόνι, ο κ. Ελευθεράτος και ο συντάκτης του «Guardian», ο κ. Ντε Μπερνιέρ δεν μοιάζει να νιώθει πως έχει για κάτι να απολογηθεί. «Είχα πολλά γράμματα από την Ελλάδα» δήλωσε σε παλαιότερη συνέντευξή του. «Αλλοι έγραφαν «εδώ δεν τα λες σωστά», άλλοι έγραφαν «άκου κάτι ενδιαφέρον που συνέβη τότε». Λίγα ήταν τα γράμματα διαμαρτυρίας». Ο ίδιος αισθάνεται πως με το βιβλίο του έκανε καλό γιατί ένας βρετανός δημοσιογράφος του είπε πως «έβαλε την Κεφαλλονιά στον χάρτη» και ο πρόεδρος της Ενωσης Ξενοδόχων του νησιού τού στέλνει ευχαριστήρια μηνύματα. Στο κάτω κάτω, όπως επεσήμαναν και οι εκδόσεις Ψυχογιός (που φρόντισαν για τη μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά), απαντώντας στις οργισμένες επιστολές του κ. Ελευθεράτου, «»Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» είναι ένα λογοτέχνημα και όχι ένα αμιγώς ιστορικό βιβλίο το οποίο ο συγγραφέας έκρινε πως μπορούσε, συγγραφική αδεία και προς όφελος του κειμένου, να διανθίσει με εικόνες της καθημερινότητας που δεν άπτονται της ιστορικής ακρίβειας. Πιστεύουμε ότι ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο με άλλο μάτι θα συμφωνήσετε και εσείς μαζί μας. Εκτός αν έχετε την άποψη πως οι Θηβαίοι πρέπει να διαμαρτυρηθούν για τον Σοφοκλή που μέσω του «Οιδίποδα» τους παραδίδει στην Ιστορία ως… αιμομείκτες».


Η απόλυτη απενοχοποίηση και το μόνο που μένει στον κ. Ντε Μπερνιέρ είναι ανεπηρέαστος να προχωρήσει στη συγγραφή του επόμενου έργου του. Και σε αυτό, όπως και σε όλα τα προηγούμενα, καθώς λέει, θα τον απασχολήσουν «η δύναμη και η κατάχρησή της». Πάντα έβρισκε σε αυτήν έμπνευση να γράφει ιστορίες για «ορισμένους μεγαλομανείς που συλλαμβάνουν κάποιες ιδέες οι οποίες φέρνουν άνω κάτω τη ζωή των απλών ανθρώπων». Κατόπιν αυτών, και δεδομένου του ότι το δικό του έργο, «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», έκανε άνω κάτω τους γηραιούς αντιστασιακούς της Κεφαλλονιάς, ίσως ήρθε η ώρα για τον κ. Ντε Μπερνιέρ να γράψει την αυτοβιογραφία του…