Για αγορές ειδών, ταξίδια, πληρωμή δόσεων και κάλυψη διδάκτρων
Τα καταναλωτικά δάνεια προσφέρονται για αγορές συγκεκριμένων αγαθών και πρέπει να γνωρίζετε ότι στις αγορές με καταναλωτικό δάνειο χρηματοδοτείται ως το 65% της συνολικής δαπάνης. Δηλαδή χρειάζεται να βάλετε χρήματα και από την τσέπη σας, τουλάχιστον το 35% της δαπάνης. Η δική σας συμμετοχή κατά 35% είναι απαραίτητος όρος για τη χορήγηση του δανείου και έχει τεθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Θα πρέπει επίσης να γνωρίζετε ότι πέραν των δικαιολογητικών που απαιτούνται για τη χορήγηση του καταναλωτικού δανείου θα πρέπει να προσκομίσετε στην τράπεζα αποδείξεις ή τιμολόγια ή προσφορά του καταστήματος από το οποίο θα αγοράσετε τα συγκεκριμένα αγαθά προκειμένου να σας εγκρίνει καταναλωτικό δάνειο.
Οι αιτήσεις των ενδιαφερομένων όμως δεν γίνονται πάντα δεκτές από τις τράπεζες. Πώς εξετάζουν λοιπόν οι τράπεζες τα δικαιολογητικά που ζητούν από τους πελάτες τους και πώς αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητά τους; Οι περισσότερες τράπεζες δίνουν τη δυνατότητα στους πελάτες τους να λάβουν καταναλωτικό δάνειο ως το ποσό των 8 εκατ. δρχ.
Οι τράπεζες για να χορηγήσουν ένα καταναλωτικό δάνειο, πέρα από το τιμολόγιο ή την προσφορά του καταστήματος, ζητούν την προσκόμιση μιας σειράς δικαιολογητικών βάσει των οποίων αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα του ενδιαφερομένου. Αν κρίνουν ότι ο πελάτης είναι φερέγγυος, τότε προχωρούν στην άμεση χορήγηση του δανείου. Αν όμως υπάρχουν αμφιβολίες, μπορεί να ζητήσουν πρόσθετα στοιχεία που να τις εξασφαλίζουν.
Απαραίτητα δικαιολογητικά που πρέπει να συνυποβληθούν με την αίτηση για τη λήψη του δανείου είναι η φωτοτυπία της ταυτότητας και το εκκαθαριστικό σημείωμα της Εφορίας. Επιπλέον θα χρειαστεί εξοφλημένο τιμολόγιο ή απόδειξη λιανικής πωλήσεως ή παροχής υπηρεσιών. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως μπορεί να συναντήσει ο ενδιαφερόμενος δανειολήπτης και περισσότερη γραφειοκρατία. Μερικές τράπεζες, π.χ., μπορεί να ζητήσουν και μια σειρά άλλα έγγραφα, όπως επιστολή του εργοδότη ή φωτοτυπία της μισθοδοτικής κατάστασης αν πρόκειται για μισθωτό ή το έντυπο Ε3 αν πρόκειται για ελεύθερο επαγγελματία. Πάντως καμία τράπεζα δεν θα πει «όχι» αν καταθέσει κάποιος και μερικά έγγραφα από τα οποία να προκύπτει ότι υπάρχει αξιόλογη ακίνητη περιουσία. Ενα τέτοιο «χαρτί» είναι το έντυπο Ε9.
Το ποσό του δανείου
Μπορεί κάποιος να προσκομίσει όλα τα αναγκαία δικαιολογητικά και εν τούτοις να μη γίνει δεκτή η αίτησή του για τη χορήγηση του δανείου. Αυτό συμβαίνει διότι οι περισσότερες τράπεζες θέτουν ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις που θα πρέπει οι πελάτες τους να πληρούν. Το ποσό του δανείου καθορίζεται συνήθως από το δηλωθέν εισόδημα που προκύπτει από το εκκαθαριστικό σημείωμα της Εφορίας, ενώ το σύνολο των δόσεων κάθε έτους δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1/3 του ετησίου εισοδήματος.
Οι τράπεζες μερικές φορές εξετάζουν και τις οικογενειακές υποχρεώσεις του πελάτη για να δουν αν αυτές θα δυσχεράνουν την πληρωμή των μελλοντικών δόσεων. Η τράπεζα όμως πλην των εισοδημάτων του πελάτη θα ελέγξει και την πιστοληπτική συμπεριφορά του. Αυτό γίνεται με τη συνδρομή των αρχείων της διατραπεζικής εταιρείας «Τειρεσίας», που διαθέτει μηχανισμό παρακολούθησης και καταγραφής διαφόρων οικονομικών παραβάσεων. Είναι ευνόητο ότι, αν κάποιος έχει εκδώσει ακάλυπτες επιταγές ή έχει υπογράψει συναλλαγματική που δεν πληρώθηκε, δύσκολα θα πάρει το ποσό που ζητεί από την τράπεζα.
Το ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο των εν λόγω δανείων κυμαίνεται κατά μέσον όρο λίγο πάνω από το 10%, ενώ θα πρέπει να γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι ότι οι περισσότερες τράπεζες χρεώνουν τους δανειολήπτες και με έξοδα δανείου. Τα έξοδα αυτά καταβάλλονται εφάπαξ, συνήθως με την πρώτη δόση του δανείου. Επίσης οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η αποπληρωμή γίνεται κατά βάση με μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και η διάρκεια αποπληρωμής μπορεί να φθάσει ως και τους 60 μήνες. Ας σημειωθεί ότι το βασικό επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων των περισσοτέρων τραπεζών επιβαρύνεται με την εισφορά 0,6% του Ν. 128/75.
Οι αθέατοι παράγοντες
Πάντως όποιος σκοπεύει να πάρει ένα καταναλωτικό δάνειο θα πρέπει να γνωρίζει ότι το τελικό κόστος δεν καθορίζεται μόνο από το επιτόκιο αλλά εξαρτάται και από άλλους «αθέατους» παράγοντες, όπως τα έξοδα φακέλου, οι διάφορες επιβαρύνσεις κ.ά. που διαμορφώνουν το τελικό κόστος.
Μια εύκολη λύση για να κρίνει κανείς αν ένα δάνειο είναι φθηνό ή ακριβό είναι να συγκρίνει το ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΕΠΕ) ή άλλως ετήσια πραγματική επιβάρυνση που είναι υποχρεωμένες να αναφέρουν οι τράπεζες.
Το ΕΠΕ δείχνει στον καταναλωτή υπό την μορφή ποσοστού επί τοις εκατόν τη συνολική, σε ετήσια βάση, επιβάρυνση που θα έχει ο δανειοδοτούμενος από το συγκεκριμένο δάνειο αφού περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία κόστους της πίστωσης και είναι εξ ορισμού μεγαλύτερο από το ονομαστικό ετήσιο επιτόκιο. Συνεπώς τον βοηθά να επιλέξει την πίστωση που θεωρεί πλέον συμφέρουσα και να αποφύγει την υπερχρέωση.
Μπορεί κανείς να δανειστεί από τις τράπεζες μέσω προσωπικών και καταναλωτικών δανείων συνολικά ως το ποσό των 8 εκατ. δρχ. Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί ότι κάθε ενδιαφερόμενος δικαιούται να πάρει ένα μόνο καταναλωτικό ή ένα προσωπικό δάνειο ή και τα δύο ώσπου να εξαντλήσει το όριο των 8 εκατ. δρχ., αν το επιθυμεί. Δηλαδή, αν κάποιος έχει λάβει προσωπικό δάνειο 1 εκατ. δρχ., μπορεί να πάρει και ένα καταναλωτικό 7 εκατ. δρχ. για να εξαντλήσει το όριό του. Ορισμένες τράπεζες μάλιστα αφαιρούν από το όριο δανειοδότησης το υπόλοιπο που χρωστά κάποιος σε πιστωτικές κάρτες.