«Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ότι είναι καλό το πόστο. Ωσπου να το πιάσω όμως πέρασα από… σαράντα κύματα. Τις πρώτες ημέρες δεν είχα πρόβλημα. Ωσπου με πλησίασε κάποιος και μου εξήγησε τους κανόνες: “Μικρέ, αν δεν θέλεις να έχεις μπλεξίματα, στρίβε!”. Του κλάφτηκα. Εκείνος μου είπε ότι θα με άφηνε να ζητιανεύω εκεί αν μοιραζόμασταν το μεροκάματο. Θα με προστάτευε και θα μου ‘βρισκε φαΐ και ύπνο». Ο 17χρονος Ηλίας ήλθε από την Αλβανία μετά τον τραυματισμό του στις εμφύλιες συμπλοκές που ξέσπασαν εκεί τον περασμένο χρόνο. Με κομμένο το χέρι, ήταν άχρηστος στη χώρα του. Οσα λεφτά είχε από τη μάνα του τα έδωσε για να περάσει στην Ελλάδα. Κάποιοι συμπατριώτες του τού είχαν υποσχεθεί ότι θα του βρουν δουλειά. Τελικά αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την αναπηρία του για να ζήσει. Οπως φαίνεται όμως ακόμη και η ζητιανιά έχει μπει στους κανόνες της αγοράς εργασίας…


Υπάρχουν αφεντικά-προστάτες που λύνουν και δένουν. Οργανώνουν γκρουπ επαιτών ανά… ειδικότητα: ανάπηροι, ανήλικα παιδιά, πρόσφυγες, εγκυμονούσες, γέροι. Εχουν μοιράσει την πόλη σε ζώνες επιρροής και κερδοσκοπούν μέσα από απλωμένα χέρια. «Βγάζω γύρω στα 20 χιλιάρικα τη μέρα και κρατάω για μένα τα τρία. Τα υπόλοιπα τα παίρνει το αφεντικό. Ολη μέρα είμαι στο πόδι». Μετακινείται ­ ανάλογα με το «πρόγραμμα» που φτιάχνει ο… εργοδότης ­ στο κέντρο της Αθήνας. Για κείνον όμως δεν λέει περισσότερα. Εχει ανάγκη το μεροκάματο. Αλλωστε δεν «είναι να παίζει κανείς με τέτοιους ανθρώπους». Λέει μόνο: «Τη δουλειά τη στήνουν Αλβανοί και Ελληνες μαζί».


Τα παιδάκια στα φανάρια είναι τα πιο κλειστά στόματα. Δύσκολο να τους πάρεις κουβέντα. «Ελα, δώσε κάτι» επαναλαμβάνουν ό,τι κι αν ρωτήσεις. Είναι επίμονα. Απ’ ό,τι μάθαμε δεν θέλουν να πέσουν κάτω από ένα ποσόν την ημέρα. Ειδάλλως επισύρονται «κυρώσεις». Είναι αλβανάκια που ήλθαν σε οργανωμένη κάθοδο από «συνδέσμους» των εδώ εργοδοτών με επιτηδείους της χώρας προέλευσης. Στέλνονται στην Ελλάδα και τα βγάζουν στην πιάτσα για ζητιανιά. Εκεί γίνονται αντικείμενο κόντρας των «μεγάλων» που ερίζουν για τα πόστα. Συχνά στις κόντρες εμπλέκονται τσιγγάνοι που είναι χρόνια στο κουρμπέτι και βλέπουν τους ανταγωνιστές τους να «καπαρώνουν» τις καλές θέσεις. Οι τσακωμοί δεν λείπουν και συνήθως καταλήγουν σε εκατέρωθεν συμβιβασμούς και ανταλλαγές. Βεβαίως το ξεκαθάρισμα γίνεται υπέρ αυτού που έχει τη μεγαλύτερη δύναμη στα κυκλώματα επαιτείας.


Πολλοί έχουν κάνει επάγγελμα την επαιτεία και βάζουν από νωρίς ακόμη και τα παιδιά τους σε αυτή τη λογική. Οταν ούτε στο σχολείο πηγαίνουν ούτε αντιμετωπίζονται ισότιμα από τον περίγυρο, οδηγούνται εκ των πραγμάτων στο περιθώριο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι άτομα που έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλον με διαφορετικές αρχές και εκπαιδευτικό επίπεδο ορίζουν αλλιώς τη ζωή τους ακόμη κι αν «έλθουν τα πάνω κάτω». Και όλα αν τα χάσουν, τους απομένει η σκέψη τους. Ισως γι’ αυτό επιλέγουν κάποιοι να μην επαιτούν με την κλασική έννοια αλλά προτιμούν να πουλούν κάτι ­ χαρτομάντιλα, μπρελόκ και άλλα μικροαντικείμενα. Επίσης, αλλοδαποί με οργανωμένες κοινότητες στην Ελλάδα τα καταφέρνουν καλύτερα γιατί υπάρχει μεταξύ τους αλληλεγγύη, ενώ συχνά, όπως οι Αφρικανοί π.χ., αντί να επαιτούν μπαίνουν στο περιπλανώμενο εμπόριο με είδη όμως που δεν ανταγωνίζονται άλλες ομάδες: πουλούν μικροηλεκτρικές συσκευές ­ πρωτότυπες συνήθως ­, μπρελόκ, γυαλιά, παιχνίδια-λέιζερ κ.ά. «Είναι οι τύποι με την τσάντα του… Σπορτ Μπίλι» μου είπε μια κοπέλα που αγόρασε αναπτήρα από μια Αφρικανή στο ΚΤΕΛ Λιοσίων. Πιο δίπλα ήταν σωριασμένος ένας ηλικιωμένος άνδρας με ένα κεσεδάκι για να μαζεύει τον οβολό των ταξιδιωτών. «Γιατί φοράτε τόσο βαριά ρούχα;» τον ρώτησα. Ο τόπος έκαιγε από τη ζέστη. «Είναι ρούχα που μου δίνουν από την Εκκλησία. Είμαι μόνος μου. Δεν έχω οικογένεια. Στην ηλικία μου δεν είναι εύκολο να βρω δουλειά. Μαζεύω κατοστάρικα για να φάω. Μισή ντροπή δική μου, μισή δική τους. Τι να κάνω; Συνήθισα». Μισή ντροπή δική μας… Και είμαστε πολλοί. Μεγάλη, άρα, η ντροπή.



«Η ΕΠΑΙΤΕΙΑ είναι πολιτικό ζήτημα. Ο πλούτος έχει τριπλασιαστεί σε όλο τον πλανήτη αλλά η κοινωνία της υπεραφθονίας είναι για τους λίγους που τον μοιράζονται, έχοντας εξοστρακίσει στο περιθώριο εκατομμύρια ανθρώπους» επισημαίνει η κυρία Αρτεμις Καλαβάνου, πρόεδρος του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον Ρατσισμό και τη Φτώχεια. Οι «παρίες» με το απλωμένο χέρι στις γωνίες αποτελούν και αυτοί νούμερο στο χρηματιστήριο της κοινωνίας, που όμως είναι έξω από τον δείκτη αξιών της βιτρίνας. Αυτοί που εξαναγκάζονται να βγάλουν σεργιάνι στον δρόμο το ατομικό τους πρόβλημα για να επαιτήσουν τη δική μας εξατομικευμένη «φιλανθρωπία». Εκεί που δεν υπάρχει κοινωνική ομπρέλα και στήριγμα συλλογικό, μπαίνει σε λειτουργία η ατομική ανάγκη που απευθύνεται στις ενοχές του καθενός μας ξεχωριστά.


* Κοινωνικό έλλειμμα


Οσο κι αν η καχυποψία μάς κάνει να σκεφτόμαστε τις ειδήσεις για τη «γριά ρακοσυλλέκτρια που πέθανε και βρήκαν κάτω από το στρώμα της ένα πάκο δεκαχίλιαρα» ή για τους «επαγγελματίες με τα πιστοποιητικά και τις σφραγίδες στη φωτοτυπία για να σε πείσουν για το αληθές», η ουσία παραμένει. Η επαιτεία, ως επί το πλείστον, έχει σχέση με τη φτώχεια, με τον άνισο καταμερισμό του πλούτου και με την έλλειψη κοινωνικής υποδομής. «Η κοινωνία μας επιτρέπει το φαινόμενο της επαιτείας και το νομιμοποιεί. Γιατί είναι επιτρεπτό ο πολίτης να βομβαρδίζεται με ενοχές; Δεν υπάρχει προγραμματισμός για τη βελτίωση της ζωής. Ολες οι συζητήσεις γίνονται για δείκτες παραγωγικότητας, πώς θα γίνουν πιο ανταγωνιστικές οι βιομηχανίες, πώς θα φτιάξουν διαρθρωτικά προγράμματα που να πιάνουν στόχους οικονομικών μεγεθών» σημειώνει η κυρία Καλαβάνου. «Η επαιτεία είναι ντροπή για όλους μας. Ιδίως οι Ελληνες που έχουν πρόσφατες μνήμες (δύο γενιές πριν) δύσκολων συνθηκών ζωής, το νιώθουν πολύ έντονα αυτό. Οδηγούμαστε όμως σε καταναλωτικά πρότυπα που μας εντάσσουν στους μεν ή στους δε. Κάποτε υπήρχε η αλληλεγγύη, το κοινωνικό δίκτυο στήριξης του ενός από τον άλλον, κάτι που στη χώρα μας διατηρείται, τουλάχιστον περισσότερο απ’ ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η επαιτεία όμως είναι πληγή και για την Ελλάδα».


Στα τρένα και στους δρόμους από την Κηφισιάς ως την Κουμουνδούρου και από τη Βουλιαγμένης ως την Πατησίων συναντάς επαίτες διαφόρων τύπων. Οι αλλαγές του πληθυσμού των επαιτών θα έπρεπε να έχουν γίνει ήδη αντικείμενο μελέτης των κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους ή ακόμη και της πανεπιστημιακής έρευνας. Δεν υπάρχει όμως καμιά καταγραφή ούτε του αριθμού ούτε της σύνθεσης των ανθρώπων που επαιτούν. «Δεν έχει γίνει καταμέτρηση των κοινωνικών ομάδων που κάνουν επαιτεία. Δεν έχει γίνει οποιαδήποτε συστηματική δουλειά για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Αν και είναι δίπλα μας το πρόβλημα και καθημερινά το προσπερνάμε».


* Πρώτες οι γυναίκες


Η επαιτεία χαρακτηρίζει τον γυναικείο πληθυσμό (πρόσφυγες με την ευρύτερη έννοια του όρου). Είναι συχνότατα γυναίκες ασυνόδευτες που έχουν παιδιά (οι ίδιες είναι ο αρχηγός της οικογένειας). Οι γυναίκες υφίστανται περισσότερο τη φτώχεια και τις συνέπειές της, πόσο μάλλον αν προέρχονται από μειονότητα ή από διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα ή αν είναι πρώην τοξικομανείς. Η ηλικιακή ομάδα που περισσότερο πλήττεται έχει μετατοπισθεί εμφανώς προς τα κάτω: παιδιά 5-12 χρόνων. Για να γίνει ουσιαστικό πρόγραμμα αντιμετώπισης του προβλήματος χρειάζεται συνεργασία, λέει χαρακτηριστικά η κυρία Καλαβάνου. «Το κράτος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει μόνο του. Πρέπει να συνεργαστούν πολλοί μαζί και βεβαίως απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ωριμότητα που πρέπει να διακρίνει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα μπορούσε να παίξει ρόλο. Η Δημοτική Αστυνομία να βοηθήσει το έργο κοινωνικών λειτουργών ώστε να γίνει η προσέγγιση και η καταμέτρηση αυτών των ανθρώπων. Δεν αρκεί η παρέμβαση μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης με οικονομικές δυσκολίες, με λίγο προσωπικό, που δεν απορροφά κονδύλια ή που, όταν τα απορροφά, κατακρίνεται λόγω του… ονόματος που έχουν αποκτήσει τα κονδύλια… Τα Πανεπιστήμια, με τον φοιτητικό κόσμο που διαθέτουν, θα μπορούσαν να κάνουν συστηματική δουλειά. Το λυπηρό είναι ότι έπονται. Ζητούν στοιχεία από εμάς, αντί να μας δίνουν στοιχεία από μελέτες που θα μπορούσαν να έχουν κάνει. Μόνο με συντονισμένη προσπάθεια μπορεί να γίνει κάτι».


Τσιγγάνοι, μετανάστες από την Αλβανία και από τις πρώην ανατολικές χώρες, κούρδοι πρόσφυγες, αλλά και υπήκοοι κρατών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποτελούν το παζλ της επαιτείας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι συναντάμε πολύ συχνά Ιρλανδούς με μια κάρτα που λέει «δεν έχω να φάω». Η ανεργία στη χώρα τους είναι πολύ υψηλή, ενώ για τέσσερις συνεχόμενες δεκαετίες ολόκληρες γενιές δεν έχουν ενταχθεί στην αγορά εργασίας. Οι άνδρες με τα κομμένα χέρια ή με αναπηρία στα κάτω μέλη του σώματός τους είναι Αλβανοί που τραυματίστηκαν κατά τον εμφύλιο στη χώρα τους. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις πολιτών από την πρώην Γιουγκοσλαβία που επλήγησαν στον πόλεμο ή είναι θύματα ναρκών. Δεν λείπουν όμως και οι τραγικές περιπτώσεις ανθρώπων που αυτοτραυματίζονται για να προκαλέσουν τη συμπόνια και να μπορέσουν να εξασφαλίσουν χρήματα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που κακοποιήθηκαν από «αφέντες» των κυκλωμάτων επαιτείας για να τους βγάλουν με καλύτερες προοπτικές στη γύρα και να οικονομήσουν. Τι συσχετισμούς μπορεί να κάνει κάποιος όταν ένα παιδάκι με κομμένο χέρι ψελλίζει «Παρακαλώ, σώστε με…». Δεν λένε όμως τίποτε περισσότερο, γιατί ξέρουν ότι «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα». Δεν έχουν εναλλακτικές επιλογές. Οι απειλές άλλωστε των υπευθύνων της «φάμπρικας» δεν τους το επιτρέπουν.


* Πόλεμος στα φανάρια


Σήμερα γίνεται ένας ανοιχτός πόλεμος στα φανάρια για το καλό πόστο. Υπάρχει ένας «χάρτης» στη γεωγραφία της επαιτείας στην πόλη που δείχνει τα σημεία με την καλύτερη απόδοση. Εκεί υπάρχουν και κάποιοι που ελέγχουν τα προσοδοφόρα στέκια και μετακινούν οργανωμένα τους ανθρώπους που έχουν υπό την υψηλή εποπτεία τους. Πριν από τέσσερις μήνες, π.χ., κυκλοφορούσαν στη λεωφόρο Κηφισιάς κοντά στο κτίριο του ΟΤΕ Αλβανάκια από 6 ως 10 χρόνων τα οποία ήταν εμφανές ότι ήταν «ανεκπαίδευτα» και νεοφερμένα. Δεν συγχρονίζονταν καν με τα φανάρια που αναβόσβηναν και συχνά έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή τους, καθώς ίσα που προλάβαιναν να ανεβούν στο διάζωμα. Υστερα από δύο μήνες εξαφανίστηκαν από αυτό το πόστο και τη θέση τους πήραν πέντε-έξι άνδρες που έκαναν επαιτεία. Οργανωμένη μετακίνηση.


Ενα άθλιο «θέαμα»


Τα τσιγγανόπουλα στην αγκαλιά της μητέρας ή και του πατέρα τους (η φωτογραφία από την οδό Σταδίου) είναι σύνηθες θέαμα στους δρόμους της Αθήνας. Η ζητιανιά είναι μια επιλογή που έρχεται από τα παλιά και έχει γίνει λύση για πολλούς τσιγγάνους, καθώς εδώ και χρόνια η κατηγορία αυτών των πολιτών έχει αφεθεί στη μοίρα της χωρίς ποτέ ­ ως πρόσφατα τουλάχιστον ­ η πολιτεία να έχει παρέμβει ουσιαστικά στα προβλήματά τους.


Επικερδής επιχείρηση τα «παιδιά του δρόμου»



ΤΑ «ΠΑΙΔΙΑ του δρόμου» είναι επικερδής επιχείρηση για τους επιτηδείους και κυρίως για Αλβανούς που εκμεταλλεύονται, σε συνεργασία και με Ελληνες, τα αλβανάκια που φθάνουν στην Ελλάδα. Επίσης είναι γνωστό ότι και τα τσιγγανόπουλα μεγαλώνουν δουλεύοντας ή ζητιανεύοντας μέσα στους δρόμους, εκτεθειμένα στις άσχημες καιρικές συνθήκες με τρόπο που κάθε άλλο παρά ταιριάζει στην ηλικία τους. «Η ζητιανιά και η παιδική εργασία δεν είναι φυλετικό χαρακτηριστικό μόνο των τσιγγάνων, είναι και κάθε κοινωνικής ομάδας σε κάθε χώρα του κόσμου που στερείται τα απαραίτητα, την τροφή και τη στέγη, που ζει την κρατική και κοινωνική αδιαφορία» επεσήμανε στα «Νέα» (12.1.1998) ο κ. Χρ. Κάτσικας, εκπαιδευτικός, ο οποίος έχει ασχοληθεί με το θέμα της παιδικής εργασίας. «Σε παλαιότερη εμπειρική έρευνα σχετικά με την ταυτότητα των παιδιών του δρόμου, των ανηλίκων που καθάριζαν τζάμια αυτοκινήτων ή πουλούσαν μικροαντικείμενα ή ζητιάνευαν σε κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας διαπιστώσαμε ότι έξι ως επτά στα δέκα παιδιά ήταν τσιγγανάκια», συνεχίζει.


Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του κ. Δημήτρη Ντούσα που περιέχεται στο βιβλίο του «Rom και φυλετικές διακρίσεις», στις περισσότερες περιπτώσεις των τσιγγανόπουλων που επαιτούν ή εργάζονται, οι γονείς τους είτε βρίσκονται στη φυλακή είτε διώκονται με ερήμην καταδικαστικές αποφάσεις για διάφορα αδικήματα.


Προσφάτως, ακριβώς επειδή έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις το φαινόμενο της επαιτείας των ανηλίκων, ο υφυπουργός Πρόνοιας κ. Θ. Κοτσώνης επέσπευσε τις διαδικασίες για τη σταδιακή συγκέντρωση των «παιδιών των φαναριών» και για την περίθαλψή τους σε κατάλληλο χώρο. Ετσι ξεκίνησε πρόγραμμα του υπουργείου, σε συνεργασία με το ΠΙΚΠΑ, για να δοθεί περίθαλψη στα παιδιά αυτά. Ο κ. Κοτσώνης ανακοίνωσε σχετικά ότι η προσπάθεια της κυβέρνησης είναι τα «παιδιά των φαναριών» να επανέλθουν στις οικογένειές τους και όχι να οδηγηθούν στη φυλακή. Αν βεβαίως έχουν οικογένειες και αν δεν είναι εκείνες που τα εκμεταλλεύονται.


Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ η επιδείνωση των συνθηκών ζωής με την ανεργία έχει οδηγήσει στην περιθωριοποίηση πολλούς πολίτες σε όλη την Ευρώπη, αποφασίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ενωση το πάγωμα των χρηματοδοτήσεων μιας σειράς προγραμμάτων που αφορούν κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες. Περικόπτονται κονδύλια της τάξεως των 140 δισ. δραχμών και έτσι μπλοκάρεται η εφαρμογή εκατοντάδων προγραμμάτων που στόχο έχουν την υποστήριξη των πλέον ευάλωτων κοινωνικά ομάδων.