Η Νταίζη Αντωνοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Ινστιτούτο «Γκαίτε», αφού δεν μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές της στη Νομική Αθηνών. Αρχισε την καριέρα της ως διευθύντρια των καταστημάτων «Αφοί Τσιτσόπουλοι», αλλά ύστερα από έξι χρόνια εργασίας αποφάσισε να ιδρύσει δική της επιχείρηση. Πρωτοπορεί για την εποχή, δημιουργώντας οίκο νυφικών υψηλών προδιαγραφών, που αργότερα επεξετάθη στην εμπορία όλων των ειδών γάμου αλλά και σε βαφτιστικά και παιδικά είδη.


«Δεν έκανα και δεν κάνω κανένα γάμο έχοντας στον νου μου πόσα χρήματα θα κερδίσω. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να είναι όλα τέλεια. Να τα θαυμάσει ο κόσμος, να πουν η Αντωνοπούλου τα έκανε και να έρθουν κι εκείνοι να μου εμπιστευθούν τους γάμους τους ή τους γάμους των οικογενειών και των φίλων τους. Πιστεύω πως όποια δουλειά κι αν κάνεις, όταν έχεις τον νου σου μόνο στα χρήματα, δεν θα επιβιώσεις για πολλά χρόνια. Θα τα αρπάξεις και θα φύγεις. Εγώ αγαπώ τη δουλειά μου και ήθελα να μείνω. Τόσο πολύ την αγαπώ που η οικογένειά μου με κατηγορεί πως αγάπησα τα νυφικά περισσότερο απ’ αυτούς. Η αλήθεια είναι πως μία φορά το έσκασα από την Εντατική, με τα ρούχα της Εντατικής, και πήγα στις Οινούσες για τον γάμο του Λαιμού. Ο άνθρωπος με είχε εμπιστευθεί, τι έφταιγε αν εγώ αρρώστησα;».


Αυτά λέει, πάντα ακμαία και ζωηρή, η Νταίζη Αντωνοπούλου ύστερα από 50 χρόνια καριέρας, κατά τη διάρκεια της οποίας πάντρεψε όλη σχεδόν την Ελλάδα εντός και εκτός συνόρων, αλλά και αλλοδαπούς, αφού έχει γίνει πασίγνωστη στους μεγαλύτερους οίκους της Ευρώπης και της Αμερικής, από τους οποίους προμηθεύεται τα υλικά που χρησιμοποιεί. Από τη στιγμή που αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά μόνη της, δεν έκανε τίποτε άλλο από γάμους και βαφτίσια. Ετσι, ειδικεύθηκε και έγινε πασίγνωστη. Δεν διαφημίστηκε άμεσα ποτέ, γιατί, όπως λέει, δεν έχει τις δυνατότητες να υπηρετήσει τη μαζική παραγωγή. Ο,τι φτιάχνει γίνεται στο χέρι με βελόνα και κλωστή από παλιές τεχνίτρες. Ακόμη και παπούτσια φτιάχνονται από ειδικευμένους οίκους στο χέρι. Δεν δέχεται εύκολα πελάτες! Περίεργο για έμπορο, αλλά έτσι είναι. Θέλει να γνωρίζει τους πελάτες της και τους δέχεται με ραντεβού. Βλέπει την υποψήφια νύφη και αρχίζει η φαντασία της να καλπάζει. «Δεν σπούδασα τίποτε», λέει, «είναι το ένστικτο, η πείρα μου, η τελειομανία μου και, αν θέλετε, το καλό μου γούστο». Αν δεν την ακούνε, δεν διστάζει να τσακωθεί με τους πελάτες, ακόμη και να διακόψει τη συνεργασία. Ο γάμος ή η βάφτιση που θα έχει τη σφραγίδα «Αντωνοπούλου» πρέπει να είναι αψεγάδιαστα.


Από την Αθηνά Ωνάση που είχει κάνει τα βαφτίσια της, ως τον Καραμανλή που είχε κάνει τους γάμους του, η Νταίζη Αντωνοπούλου ούτε που θυμάται σε πόσα μυστήρια έχει συμβάλει. Ωστόσο για το μέλλον αυτού του είδους δουλειάς δεν είναι αισιόδοξη. «Δεν υπάρχουν οι ειδικευμένοι άνθρωποι», λέει. «Κάθε τεχνίτρα που φεύγει είναι μια σημαντική απώλεια. Οσοι προλάβουν, όσο ζω, μπορούν να απολαύσουν αυτά που φτιάχνουμε. Οταν πεθάνω, θα πεθάνει μαζί μου κι αυτή η δουλειά. Οχι γιατί δεν μπορεί να την κάνει άλλος, αλλά γιατί δεν γνωρίζουν τα μυστικά της, που τα έμαθα ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο και αποσπώντας την εμπιστοσύνη των οίκων του εξωτερικού με τους οποίους συνεργάζομαι. Με εμπιστεύθηκαν γιατί δεν τους κορόιδεψα ποτέ, δεν τους αντέγραψα».


Στη ζωή της έκανε γάμους χωρίς χρήματα, γάμους μυστικούς, γάμους γεμάτους χλιδή. «Δεν χάιδεψα ποτέ κανέναν. Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος με εμπιστεύθηκε και δέσαμε φιλίες. Ακόμη κι αν χάλαγε ο γάμος που είχα κάνει, έρχονταν και με συμβουλεύονταν. Ποτέ δεν είπα να διατηρήσουν έναν γάμο που είχε χαλάσει ανεπανόρθωτα. Δεν είναι καλό ούτε για το ζευγάρι ούτε για τα παιδιά», υποστηρίζει η κυρία Αντωνοπούλου. Τι πιστεύει για τον γάμο; «Ο γάμος δεν είναι μόδα, είναι θεσμός. Κάθε κορίτσι, από τη στιγμή που θα αισθανθεί το φύλο του, ονειρεύεται να γίνει νύφη και μητέρα. Εγώ αυτό το όνειρο υπηρέτησα και υπηρετώ. Και πασχίζω για πραγματικά παραμυθένια ατμόσφαιρα. Ολους τους πελάτες μου τους θεωρώ παιδιά μου και θέλω να κάνω το καλύτερο γι’ αυτούς».


Η Νταίζη Αντωνοπούλου έχει εργαστεί πολύ και με το θέατρο. Εχει συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους ενδυματολόγους αλλά, όπως ομολογεί, δεν αγαπά το θέατρο, γιατί θεωρεί ότι της έκλεψε την κόρη (είναι η γνωστή θεατρική επιχειρηματίας Νινέτα Λεμπέση)!


Η Νταίζη Αντωνοπούλου δεν ξεκίνησε τη ζωή της με σκοπό να ασχοληθεί με τα τελετουργικά των γάμων και των βαφτίσεων. Ο παππούς της ήταν δημοσιογράφος, το ίδιο και ο πατέρας της Χρήστος Παπαδόπουλος. Η ίδια ήθελε να γίνει δικηγόρος. Εδωσε εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, πέρασε, αλλά για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή της δεν μπόρεσε να προχωρήσει. Εκείνη την εποχή ήταν σπουδαίος και τρανός στην εμπορική πιάτσα ο Νίκος Τσιτσόπουλος. Η φίρμα «Αφοί Τσιτσόπουλοι» άνοιγε το ένα κατάστημα μετά το άλλο και εκεί προσελήφθη η Νταίζη Αντωνοπούλου, όπου χάρη στην εργατικότητά της πολύ γρήγορα έγινε διευθύντρια, σπουδάζοντας ταυτόχρονα στο Ινστιτούτο «Γκαίτε». Ωστόσο, τα πρώτα της χρήματα της έφθαναν για ένα ραχάτ λουκούμι, όπως θυμάται! «Δεν είχα ιδέα», λέει. Ομως άρχισε να ταξιδεύει για λογαριασμό της φίρμας, να παρακολουθεί μεγάλες επιδείξεις μόδας, να έρχεται σε επαφή με οίκους που είχαν εκλεκτά είδη. «Ολα τα οφείλω στους Τσιτσόπουλους, που τους αγάπησα και τους αγαπώ ακόμη», υπογραμμίζει.


Στις επιδείξεις των μεγάλων οίκων μόδας του εξωτερικού, είδε πόση σημασία έδιναν στα νυφικά. Και αναλογίστηκε πώς στην Ελλάδα οι νύφες συνήθως νοίκιαζαν τα νυφικά τους από τα φωτογραφεία, αλλά και η ίδια είχε απωθημένο, αφού για το δικό της νυφικό είχε χρησιμοποιήσει κουνουπιέρα που είχε «κλέψει» από τα αλεξίπτωτα των Εγγλέζων. Στην πρώτη πολυκατοικία που κτίσθηκε στην Αθήνα, στην οδό Ερμού 64, νοίκιασε τον έκτο όροφο και βάλθηκε να δημιουργήσειοίκο νυφικών υψηλών προδιαγραφών. Οι Τσιτσόπουλοι την είπαν τρελή, της είπαν πως έστω κι ένα σκαλί σε κατάστημα είναι μειονέκτημα για μια εμπορική επιχείρηση, κι αυτή πήγαινε σε όροφο;


Κι όμως πέτυχε, δηλώνοντας πως ήθελε να πρωτοτυπήσει και να διαφοροποιηθεί από τα άλλα μαγαζιά. Είχε μάθει να δουλεύει νυχθημερόν και να κοιμάται πάνω στους πάγκους της δουλειάς. «Λάτρεψα το είδος. Είχα άγνοια, αλλά κατέβαλα πολύ κόπο και είχα πολλά όνειρα για την υπηρέτηση του θεσμού του γάμου», λέει. Η πορεία ήταν ανοδική συνεχώς. Νέα καλύτερα καταστήματα, εκλεκτή πελατεία, μεγάλες επιδείξεις στο νεότευκτο τότε «Χίλτον». Ετσι, μετρώντας 50 χρόνια καριέρας, έχει κάθε λόγο να αισθάνεται την ικανοποίηση της αυτοδημιούργητης και της πετυχημένης γυναίκας που θέλησε να είναι το αφεντικό του εαυτού της!