Τον Ιούνιο του 1995 η Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων (ΕΕΤΣ) διοργάνωσε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών διεθνές συνέδριο αφιερωμένο στους ελληνικούς χαρακτήρες με τίτλο «Τα Ελληνικά Γράμματα: Από τη σκληρή πέτρα στον σκληρό δίσκο». Παράλληλα διοργάνωσε στο Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τράπεζας έκθεση με τα ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία που είχαν σχεδιάσει δύο θρυλικές μορφές του χώρου, ο Γάλλος Claude Garamond (1480-1561) και ο Ιταλός Giambattista Bodoni (1740-1813).


Είκοσι τρεις από τις εισηγήσεις του συνεδρίου (στα αγγλικά ή στα γαλλικά, αναλόγως του εισηγητού), καθώς και τα πρακτικά της συζήτησης με την οποία έκλεισε το συνέδριο, περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο, που εξεδόθη από αμερικανικό οίκο (η μετάφραση και έκδοση των πρακτικών στα ελληνικά προσέκρουσε σε ανυπέρβλητα μέχρι στιγμής τεχνικά προβλήματα). Η οργάνωση του τόμου είναι θεματολογική, από την ιστορική εισαγωγή στην πορεία του ελληνικού αλφαβήτου και τη μετάβασή του στην παραδοσιακή τυπογραφία ως και την ηλεκτρονική τεχνολογία και τα ειδικά προβλήματα που έχουν προκύψει (ιδιαίτερα κατατοπιστική είναι η εισαγωγή του αντιπροέδρου της ΕΕΤΣ Μιχάλη Μακράκη, όπως και το γλωσσάρι τεχνικών όρων που περιλαμβάνεται στο επίμετρο).


Το συνέδριο αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό γιατί χαρτογραφήθηκε για πρώτη φορά η σύγχρονη προβληματική των ελληνικών τυπογραφικών στοιχείων ­ μπορεί να μην έλυσε πολλά προβλήματα, αλλά τουλάχιστον τα έθεσε. Το θέμα του συνεδρίου δεν ήταν διόλου εξεζητημένο, αφού τα τυπογραφικά στοιχεία και η χρήση τους είναι κάτι που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, έστω και ασυναίσθητα. Το πώς προέκυψαν (και το πού πηγαίνουν) αυτά τα στοιχεία έχει άμεση συνάρτηση με την πορεία του Ελληνισμού… Θα μπορούσε λοιπόν να ισχυρισθεί κάποιος ότι το θέμα δεν ήταν ειδικό αλλά εθνικό.


Η εθνική διάσταση του θέματος είναι ότι στα ελληνικά δεν έχουμε καλά τυπογραφικά στοιχεία, οι δε δυνατότητες επιλογής στοιχείων που έχουμε είναι πολύ περιορισμένες σε σχέση με τα λατινικά. Η εθνικιστική διάσταση είναι ότι καμία από τις ευρύτατα διαδεδομένες οικογένειες ελληνικών στοιχείων δεν έχει σχεδιασθεί από Ελληνα, οι δε Ελληνες που ασχολήθηκαν έχουν αποτύχει (ενίοτε παταγωδώς). Οταν μάλιστα τα ελληνόπουλα καλούνται πλέον στην πρώτη δημοτικού να μάθουν τη μορφή των ελληνικών γραμμάτων αντιγράφοντας μια από αυτές τις οικογένειες που σχεδιάστηκαν από άνθρωπο που δεν γνώριζε να γράφει ελληνικά (Εικόνα 1), τότε νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για αλλοίωση της εθνικής μας ταυτότητας ­ έστω και σε αυτό το μικρό αλλά σημαίνον μέτρο.


Η έκρηξη της ελληνικής τυπογραφίας έγινε ­ όπως ήταν φυσικό ­ τον 19ο αιώνα, με την εγκαθίδρυση του νέου ελληνικού κράτους (το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο ιδρύθηκε στη Βενετία το 1498, στην Κωνσταντινούπολη το 1627, στο Αγιον Ορος το 1759, στη Σμύρνη το 1762, ενώ το 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης εγκατέστησε στην Καλαμάτα το πρώτο τυπογραφείο επί ελευθέρου ελληνικού εδάφους). Μέχρι τότε, και για περίπου τέσσερις αιώνες, τα κείμενα (κυρίως θρησκευτικά είτε αρχαία) που τυπώνονταν στα ελληνικά στο εξωτερικό ήσαν στοιχειοθετημένα με οικογένειες που εμιμούντο κατά κανόνα τον γραφικό χαρακτήρα ελλήνων λογίων (Εικόνα 2) και συμπεριλάμβαναν όλες τις ιδιαιτερότητες, τις συντομογραφίες και τα συμπλέγματά τους. Οι εξαιρέσεις ήσαν λίγες και φωτεινές (Εικόνα 3).


Τα στοιχεία που κυριάρχησαν κατά τον 19ο αιώνα ήσαν τα λεγόμενα «Απλά» (Εικόνα 4), σε πλήθος εκδόσεων και χαράξεων. Η εξέλιξη της τεχνικής της τυπογραφίας (με τη λινοτυπία και τη μονοτυπία στο τέλος του περασμένου αιώνα) έδωσε άλλες δυνατότητες και συνάμα επέβαλε άλλες πειθαρχίες στη σχεδίαση των στοιχείων. Το ίδιο συνέβη και με τη φωτοστοιχειοθεσία ή φωτοσύνθεση στη δεκαετία του ’60, και με το περίφημο DTP (desktop publishing ή επιτραπέζια εκδοτικά συστήματα) στη δεκαετία του ’80: η τυπογραφική τεχνολογία προχωρούσε, αλλά αυτό που χανόταν ήταν ο πλούτος και η καλή σχεδίαση των στοιχείων.


Η διαδικασία του DTP έχει επικρατήσει στις ημέρες μας ως ευκολότερη, ταχύτερη και φθηνότερη (το ανά χείρας έντυπο αποτελεί δείγμα). Τα νέα προβλήματα που ανέκυψαν ήσαν πολλά και ποικίλα: όχι μόνον η πληθώρα των κακοσχεδιασμένων γραμματοσειρών που έχει κατακλύσει τους υπολογιστές μας ­ και κατ’ επέκταση τα έντυπα και την αισθητική μας ­ αλλά και η έλλειψη τυποποίησης των ηλεκτρονικών συμβάσεων ­ ιδίως όσον αφορά τα πολυτονικά κείμενα, δηλαδή τη συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής γραμματείας. Η ευκολία του DTP και των σχετικών λογισμικών έκαναν τις εκδόσεις και την τυπογραφία ­ ένα από τα πιο κλειστά παραδοσιακά επαγγέλματα ­ προσιτά σε όποιον διέθετε τον σχετικό εξοπλισμό και τη διάθεση. Ελάχιστοι όμως από τους νεόκοπους χρήστες αυτής της τεχνολογίας εγνώριζαν έστω και τους βασικούς κανόνες που διέπουν τον σχεδιασμό εντύπων και γραμμάτων εδώ και πέντε αιώνες.


Ο σχεδιασμός των ελληνικών στοιχείων για τους υπολογιστές είναι επίσης σχετικά εύκολη υπόθεση πλέον, από πλευράς τεχνολογίας. Αλλά από πλευράς ουσίας, ο σχεδιασμός σωστών ελληνικών στοιχείων παραμένει τόσο δύσκολος όσο ήταν πάντοτε…


Μια βασική αρχή της τυπογραφίας είναι ότι πρέπει να είναι διαφανής ­ να μην παρεμβάλλεται τίποτε (σε συνειδητό επίπεδο) ανάμεσα στον αναγνώστη και στο κείμενο. Δεν πρέπει δηλαδή το μάτι του αναγνώστη να σταματά στον τρόπο που είναι σχεδιασμένη, φερ’ ειπείν, η ουρά του πεζού «ρ», και να δυσχεραίνεται έτσι η ανάγνωση και η κατανόηση του κειμένου. Υπάρχουν δεκάδες τέτοιοι κανόνες που προέκυψαν εμπειρικά και παγιώθηκαν με την πάροδο του χρόνου, καθώς και «σχολές» που ακολουθούν παραλλαγές σε κάποιους από αυτούς τους κανόνες (για να αρχίσεις τις εξαιρέσεις πρέπει βέβαια να ξέρεις πρώτα τον κανόνα). Αυτά ισχύουν κυρίως για τη στοιχειοθεσία κειμένων. Οι γραμματοσειρές που έχουν σχεδιασθεί για στοιχειοθεσία τίτλων ή διαφημίσεων διέπονται από άλλους κανόνες: εκεί πρέπει να σταθεί το μάτι του αναγνώστη και επιτρέπονται (ή και επιβάλλονται) κάποιες σχεδιαστικές ακρότητες.


Για να σχεδιάσει κανείς σωστά ελληνικά στοιχεία, πρέπει πρώτα να έχει καταλάβει τι σημαίνει να γράφεις ελληνικά, με όλες τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας και του αλφαβήτου μας, και ύστερα να έχει καταλάβει τι σημαίνει να τα διαβάζεις τυπωμένα. Η γραμματοσειρά που βασίστηκε στο χειρόγραφο του Richard Porson (διαπρεπούς φιλολόγου στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ) στις αρχές του 18ου αιώνα (Εικόνα 5) είναι ενδεικτικό παράδειγμα: εκτός από βαθεία γνώση της Ελληνικής, είναι σαφές ότι ο άνθρωπος είχε αντιγράψει με το χέρι μυριάδες στίχους του Ομήρου και του Ευριπίδη. Παράδειγμα μάλλον προς αποφυγήν είναι αυτό του πρώτου ομιλητού του συνεδρίου, του Αυστριακού Hermann Zapf, ενός από τους σύγχρονους θρύλους του σχεδιασμού γραμμάτων. Εκτός από τα πασίγνωστα «Optima» και «Palatino», έχει σχεδιάσει και καθαρά ελληνικές γραμματοσειρές όπως τα «Attika», τα «Phidias», τα «Heraklit» (Εικόνα 6), τα «Euler» και τα καλλιγραφικά «Frederika», με μέτρια επιτυχία. Η εισήγησή του όμως, που είχε ως θέμα την εξέλιξη των ελληνικών τυπογραφικών χαρακτήρων ιδωμένη από την πλευρά του σχεδιαστή, αξίζει από μόνη της την αγορά του βιβλίου.


Οι Ελληνες που ασχολήθηκαν δεν κατόρθωσαν να σχεδιάσουν ποτέ σωστή γραμματοσειρά για κείμενα. Ακόμη και ο απαράμιλλος χαράκτης και δάσκαλος Γιάννης Κεφαλληνός, στη μοναδική ολοκληρωμένη προσπάθειά του, εχάραξε εξεζητημένα στοιχεία (Εικόνα 7), ακατάλληλα για στοιχειοθεσία κειμένων. Και φυσικά ήταν ευκολότερο να σχεδιασθούν μόνο κεφαλαία και όχι πεζά ­ πλείστοι όσοι εδοκίμασαν τα τελευταία σαράντα χρόνια. Η πιο επιτυχημένη ίσως προσπάθεια από εμπορικής πλευράς (χρησιμοποιήθηκε ως και στο εξώφυλλο της Γραμματικής του Τζαρτζάνου) ήταν η πασίγνωστη αρχαιοπρεπής «Γκρέκο» (Εικόνα 8) του Νίκου Καρύδη, η οποία όμως εθυσίασε στον βωμό του νεωτερικού σχεδιασμού την παράδοση που υποτίθεται ότι υπηρετούσε: το έψιλόν της (ουσιαστικά μια διχοτομημένη ορθή γωνία) ήταν εφεύρημα του σχεδιαστή της, αφού δεν απαντά πουθενά στη μακραίωνα ιστορία του ελληνικού αλφαβήτου, ούτε σε επιγραφές, ούτε σε χειρόγραφα!


Η κάθε εποχή έχει τους δικούς της κανόνες και τις δικές της ανάγκες. Στα σύγχρονα έντυπα, οι μόδες έρχονται και παρέρχονται (πριν από τρία χρόνια ήταν πολύ της μόδας η γραμματοσειρά «Futura», ενώ πέρυσι τα «Gill Sans», σε πολλές παραλλαγές). Τα «Times» και τα «Helvetica» παραμένουν τα πιο διαδεδομένα, ενώ οι διαφημιστικές εταιρείες ή τα νέα περιοδικά (οι βασικοί πελάτες των σχεδιαστών γραμμάτων) προσπαθούν να εντυπωσιάσουν με «διακοσμητικές» ή «αποδομητικές» γραμματοσειρές. Καλά όλα αυτά, αλλά έχουμε αρχίσει τις εξαιρέσεις χάνοντας τον κανόνα.


Η ΕΕΤΣ, προς τιμήν της, προσπάθησε να αναβιώσει και να προσαρμόσει κάποιες παλαιότερες γραμματοσειρές στη σύγχρονη τεχνολογία, όπως τα «New Hellenic» ή «Αττικά» ­ με αρκετά κουσούρια όμως. Στο εγγύς μέλλον θα δούμε αναβιώσεις και άλλων γραμματοσειρών, όπως τα «Προνομιακά», τα «Albertina» ή τα «Λαμπράκη» και θα είμαστε πλουσιότεροι, αφού θα έχουμε περισσότερες επιλογές που θα βασίζονται στην παράδοση. Πραγματικά πλούσιοι όμως θα γίνουμε όταν κάποιοι ταλαντούχοι και ευσυνείδητοι σχεδιαστές αποφασίσουν να μελετήσουν σε βάθος τα ελληνικά γράμματα ­ ο αμύθητος πλούτος των μουσείων και των μοναστηριών μας παραμένει αναξιοποίητος από αυτή την άποψη ­ και χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία για να δώσουν κάτι που θα είναι ταυτόχρονα και καινούργιο και σωστό.


Ωσπου να βρεθούν αυτοί οι άνθρωποι, καλό είναι να έχουμε κατά νου τα λόγια της σκοτεινής μεγαλοφυΐας του βρετανού χαράκτη Eric Gill, που έγραφε ήδη από τα 1931 ότι «η υπόθεση του τυπωμένου γράμματος, υπό την πίεση του εμπορικού ανταγωνισμού, έχει ξεφύγει εντελώς και έχει τρελαθεί. Υπάρχουν τώρα περίπου τόσες διαφορετικές ποικιλίες γραμμάτων όσοι και βλάκες. Εγώ ο ίδιος είμαι υπεύθυνος για τον σχεδιασμό πέντε διαφορετικών ειδών ­ το καθένα παχύτερο και χοντρύτερο από το άλλο, γιατί η κάθε διαφήμιση πρέπει να προσπαθήσει να επισκιάσει τις διπλανές της. Και όπως υπάρχουν χίλια διαφορετικά είδη εξεζητημένων γραμμάτων, έτσι υπάρχουν πάρα πολλά και διαφορετικά είδη στοιχείων για στοιχειοθεσία βιβλίων ­ όλα τους αντίγραφα και αναβιώσεις και ξαναζεστάματα και διαφθορές των γραμματοσειρών που είχαν σχεδιασθεί στις προβιομηχανικές ημέρες, κανένα από αυτά σχεδιασμένο για σύγχρονη μηχανική παραγωγή».