Οι «μαύρες» επιχειρήσεις για την αποστασία


Τα τελευταία δύο χρόνια η CIA και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχαν έλθει σε μια σύγκρουση χωρίς προηγούμενο με αντικείμενο την ιστορία των αμερικανικών επεμβάσεων στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1960. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συχνά εκδίδει ειδικούς τόμους στο πλαίσιο μιας σειράς με τον τίτλο «Οι εξωτερικές σχέσεις των ΗΠΑ». Κάθε τόμος περιέχει πάλαι ποτέ απόρρητα ή εμπιστευτικά τηλεγραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της CIA τα οποία επιλέγονται από ανεξάρτητη επιτροπή ιστορικών. Ο σχετικός τόμος που αφορούσε την Ελλάδα για την περίοδο 1964-68 ετοιμάστηκε από τον ιστορικό Τζιμ Μίλερ και τυπώθηκε προκειμένου να εκδοθεί.


Η CIA, με εισήγηση του σταθμού της στην Αθήνα, υποστήριξε ότι η έκδοσή του θα έδινε την αφορμή στην τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» να προχωρήσει σε τρομοκρατική ενέργεια εναντίον αμερικανικού στόχου. Οι εκπρόσωποι της CIA επέμεναν ιδιαίτερα στην απάλειψη κάθε αναφοράς στις προτάσεις του σταθμού της υπηρεσίας για μυστικές επιχειρήσεις, τη μία φορά το 1965 για τη στήριξη της τρίτης κυβέρνησης αποστατών και τη δεύτερη για τον επηρεασμό των εκλογών του Μαΐου 1967 που δεν έγιναν ποτέ. Η CIA δεν ήθελε επίσης να δημοσιευθούν τα τηλεγραφήματά της που έδειχναν ότι γνώριζε από τον Δεκέμβριο του 1966 τα πάντα γύρω από τη συνωμοτική οργάνωση του Γεωργίου Παπαδόπουλου η οποία προέβη στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ματαίως επιχείρησε να τους πείσει ο τότε αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Νίκολας Μπερνς ότι τα τηλεγραφήματα αυτά περιέχονταν σε βιβλίο που εκδόθηκε το 1997 με συγγραφέα τον γράφοντα. Οι αξιωματούχοι της CIA επέμεναν ότι γι’ αυτούς ήταν «θέμα αρχής» να μη δημοσιοποιηθούν οι «αμαρτίες» της υπηρεσίας τους από τη δεκαετία του 1960.


Η γραφειοκρατική διελκυστίνδα κράτησε πολύ καιρό και έφθασε στο ανώτατο δυνατόν επίπεδο. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου 2001, λίγες ώρες προτού ο Οσάμα μπιν Λάντεν χτυπήσει στην καρδιά της Αμερικής, ο ελληνοαμερικανός αρχηγός της CIA Τζορτζ Τένετ τηλεφώνησε στον υπουργό Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ και του ζήτησε να σταματήσει την έκδοση του τόμου που αφορούσε την Ελλάδα. Ο κ. Τένετ επικαλέστηκε προσωπική επίκληση του τότε σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, ο οποίος επέμενε ότι η δημοσίευση του τόμου θα σήμαινε αυτόματη επίθεση της «17 Νοέμβρη» προς αμερικανικό στόχο. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου κάθε σχετική συζήτηση πάγωσε ως τις αρχές αυτού του μήνα. Οταν το θέμα ήλθε πάλι προς συζήτηση στην αρμόδια διυπηρεσιακή επιτροπή, η CIA έκανε πίσω με τη δικαιολογία ότι «τώρα που εξαρθρώθηκε σε μεγάλο βαθμό η «17 Νοέμβρη», δεν έχουμε αντίρρηση να δημοσιευθεί ο τόμος». Παρ’ όλα αυτά, επέμεναν η δημοσιοποίησή του να γίνει στις 15 Αυγούστου γνωρίζοντας ότι η μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινής γνώμης βρίσκεται σε διακοπές και ελάχιστα ασχολείται με την τρέχουσα επικαιρότητα. Η CIA πέτυχε επίσης να πεισθεί το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να εκδώσει ανακοίνωση Τύπου για τη δημοσίευση του τόμου και να μη μοιράσει δωρεάν αντίτυπά του στους δημοσιογράφους.


Στις 777 σελίδες του τόμου υπάρχουν πολλά τηλεγραφήματα στα οποία έχουν απαλειφθεί παράγραφοι, γραμμές ή μόνο λέξεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για εδάφια που αναφέρονταν στη δράση, στις εισηγήσεις και στις εκτιμήσεις του σταθμού της CIA στην Αθήνα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στα πρακτικά μιας κρίσιμης συνεδρίασης τον Μάρτιο του 1967 στην Ουάσιγκτον έχουν απαλειφθεί το όνομα του σταθμάρχη της CIA Τζακ Μόρι και οι εισηγήσεις του, αν και ο ίδιος τις αποκάλυψε με επώνυμο άρθρο του στην εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ».


«Να μην κάνουμε ήρωα τον Ανδρέα» * Πώς οι Αμερικανοί προετοίμασαν τις κινήσεις των αποστατών και προσπάθησαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των εκλογών


Ο τόμος που είδε το φως της δημοσιότητας περιέχει αποκαλυπτικά στοιχεία για τον ρόλο των Αμερικανών την περίοδο της αποστασίας. Τον Σεπτέμβριο του 1965 και ενώ η χώρα βρίσκεται εν μέσω δεινής πολιτικής κρίσης ο σταθμός της CIA στην Αθήνα προτείνει στο επιτελείο της πρεσβείας μυστική επιχείρηση εξαγοράς – με αμερικανικά κεφάλαια – βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου ώστε να μπορέσει να σχηματισθεί κυβέρνηση. Η Βουλή είχε ήδη αρνηθεί την ψήφο εμπιστοσύνης στον Νόβα και στον Τσιριμώκο και το παλάτι ήταν έτοιμο να δοκιμάσει για τρίτη φορά να σχηματίσει κυβέρνηση αποστατών. Η πρεσβεία, σύμφωνα με τηλεγράφημά της, δεν έκρυβε την υποστήριξή της στον σχηματισμό κυβέρνησης Στεφανόπουλου αλλά έβλεπε πως η εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης από αυτήν δεν ήταν καθόλου βέβαιη.


Ο τόμος που ήλθε στο φως της δημοσιότητας δεν περιέχει λεπτομέρειες για την πρόταση της CIA, ύστερα από επίμονες πιέσεις των τωρινών εκπροσώπων της. Υπάρχει μόνο σημείωση στην οποία τονίζεται ότι «την περίοδο 1965-67 ανώτεροι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης, οι οποίοι ανησυχούσαν πως η επιστροφή στην εξουσία των Γεωργίου και Ανδρέα Παπανδρέου μπορεί να οδηγούσε στα άκρα την ελληνική πολιτική σκηνή και να επέτρεπε στο Κομμουνιστικό Κόμμα να αυξήσει την επιρροή του, συζητούσαν διάφορες μεθοδεύσεις και δράσεις στο πλαίσιο της «Επιτροπής 303″». Η επιτροπή αυτή είχε πάρει την ονομασία της από το δωμάτιο στο οποίο συνεδρίαζε και ήταν αρμόδια για μυστικές ή «μαύρες» επιχειρήσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με τη σημείωση των συντακτών του τόμου, «κάποιοι αξιωματούχοι στην κυβέρνηση Τζόνσον πίστευαν ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να λάβουν δραστικά μέτρα για να στηρίξουν μια μετριοπαθή κυβέρνηση και να αποδυναμώσουν την πολιτική επιρροή των Παπανδρέου στην ΕΚ. Ο βοηθός του προέδρου Μακ Τζορτζ Μπάντι ήταν αντίθετος σε αυτή την ενέργεια».


Ο τόμος περιέχει πάντως ένα τμήμα από το τηλεγράφημα που έστειλε στις 5 Σεπτεμβρίου 1965 ο επιτετραμμένος της πρεσβείας Νορμπ Ανσουτζ για να υποστηρίξει την πρόταση της CIA για την εξαγορά βουλευτών. Παραπάνω από δέκα παράγραφοι του τηλεγραφήματος που αναφέρονται συγκεκριμένα στην επιχείρηση, όπως ποιον βουλευτή και με πόσα χρήματα θα μπορούσε να εξαγοράσει η CIA, έχουν απαλειφθεί. Ο Ανσουτζ υποστηρίζει πάντως ότι «η πρεσβεία έχει φθάσει στο συμπέρασμα πως η επιστροφή του Γεωργίου Παπανδρέου στην εξουσία πρέπει να αποφευχθεί αν αυτό μπορεί να γίνει χωρίς άμεση και ανοιχτή σύγκρουση μαζί του… Τα κίνητρα του Ανδρέα δεν είναι εύκολο να εντοπισθούν. Κατά τη γνώμη μου, με βάση πάνω από δέκα συνομιλίες μαζί του, ο Ανδρέας είναι φιλόδοξος, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς (αμοράλ), συναισθηματικά ασταθής και ουδέτερος σε σχέση με τα δυτικά συμφέροντα. Αν και δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία, πιστεύω ότι είναι ηγέτης του ΑΣΠΙΔΑ και ελπίζει τελικά να ελέγξει τον Ελληνικό Στρατό έτσι ώστε να μπορεί να τον χρησιμοποιήσει ως πολιτικό εργαλείο… Εκτιμώ ότι ο Ανδρέας θα μειώσει δραστικά τις ελληνικές στρατιωτικές δαπάνες, θα απομακρύνει την Ελλάδα σταδιακά από το ΝΑΤΟ και θα προσφύγει στο σοβιετικό μπλοκ για να προωθήσει τα ελληνικά προϊόντα… Ο φυσικός του σύμμαχος σε αυτή την πολιτική είναι η Αριστερά και οι κομμουνιστές… Κατόπιν όλων αυτών είναι εξαιρετικά σημαντικό να μάθουμε περισσότερα για τις σχέσεις του Ανδρέα με τους κομμουνιστές και την άκρα Αριστερά, να βρούμε πόσα χρήματα έχει και από πού και – στον βαθμό που μπορούμε – να περιορίσουμε την πραγματική αλλά και την πιθανή πολιτική του δύναμη».


Η σημερινή CIA κατάφερε να απαλείψει όλα τα κρίσιμα σημεία του τηλεγραφήματος του Ανσουτζ, όπως και όλο το κείμενο των πρακτικών της «Επιτροπής 303», η οποία συνεδρίασε στις 10 Σεπτεμβρίου 1965 με θέμα τη χρηματοδότηση μυστικής επιχείρησης στήριξης της τρίτης κυβέρνησης αποστατών. Η «Επιτροπή 303» απέρριψε την πρόταση και εισηγήθηκε στην πρεσβεία της Αθήνας, προς μεγάλη απογοήτευση του Ανσουτζ, να εισηγηθεί στο παλάτι να βρει τα απαιτούμενα χρήματα από ελληνικές πηγές. Αποτελεί μυστήριο γιατί ολόκληρη η σελίδα των πρακτικών της επιτροπής απαλείφθηκε από τον τόμο.


* Η πρόταση και η επιτροπή


Ο σταθμός της CIA ήταν, όπως φαίνεται, επιρρεπής στις προτάσεις για μυστικές επιχειρήσεις, αναπολώντας ενδεχομένως τις «ημέρες δόξας» που είχαν ζήσει οι προκάτοχοί τους τη δεκαετία του 1950. Στις 2 Νοεμβρίου 1966 η πρεσβεία της Αθήνας, ύστερα από παρότρυνση της CIA, πρότεινε μία ακόμη «μαύρη» επιχείρηση. Αυτή τη φορά επρόκειτο για επιχείρηση χρηματοδότησης μετριοπαθών υποψηφίων βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου καθώς και υποψηφίων του κόμματος των αποστατών (ΦΙΔΗΚ) ώστε, ακόμη και αν κέρδιζε η ΕΚ τις εκλογές, να ήλεγχαν την πλειοψηφία μετριοπαθείς βουλευτές που δεν συνδέονταν με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η πρόταση αυτή έχει δει το φως της δημοσιότητας, όχι όμως και τα πρακτικά της αρμόδιας επιτροπής του Λευκού Οίκου με τον τίτλο «Επιτροπή 303», η οποία συνεδρίασε στις 8 Μαρτίου 1967.


Το θέμα της συνεδρίασης είναι «Μυστική επιχείρηση επηρεασμού των ελληνικών εκλογών στην Ελλάδα» και η πρόταση της CIA προέβλεπε την παροχή 200.000-300.000 δολαρίων σε «αντιανδρεϊκούς πολιτικούς». Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Γουόλτερ Ράστοου εκφράζει αρχικά τις αντιρρήσεις του για την πρόταση. Ο δημοσιευμένος τόμος δεν αποκαλύπτει ποιος μιλούσε εκ μέρους της CIA. Είναι όμως ιστορικά αποδεδειγμένο ότι τη CIA εκπροσωπούσε ο σταθμάρχης στην Αθήνα Τζακ Μόρι, ο οποίος υποστήριξε ότι «η αμερικανική ανάμειξη μπορεί να μην εξασφάλιζε τη νίκη σε κάποιον, οπωσδήποτε όμως θα επηρέαζε το αποτέλεσμα». Ο Μόρι πρόσθεσε: «Εχουμε παρακολουθήσει για αρκετό καιρό τον Ανδρέα Παπανδρέου για να γνωρίζουμε, μιλώντας ρεαλιστικά, πως ανήκει οπωσδήποτε στο στρατόπεδο των ανθρώπων οι οποίοι είναι εχθρικοί προς τα αμερικανικά συμφέροντα. Σε αντίθεση με τους άλλους υποψηφίους, ο Ανδρέας είναι εξαιρετικά δυναμικός στις θέσεις του».


Ο Ράστοου αναρωτήθηκε κατά πόσον η CIA «δεν συνέχιζε να αντιμετωπίζει τις εκλογές του 1967 με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζε τις ελληνικές εκλογές τη δεκαετία του 1950. Τότε είχαμε λεφτά, τεχνικές μεθόδους και πράκτορες στο τοπικό σύστημα και μπορούσαμε να λειτουργούμε σχεδόν με αυτόματο πιλότο. Τώρα όμως είναι τόσο μεγάλη η απειλή;». Ο σύμβουλος του Τζόνσον αναφερόταν προφανώς στις μυστικές επιχειρήσεις που οργανώθηκαν τη δεκαετία του ’50 για τη στήριξη του Ελληνικού Συναγερμού και της ΕΡΕ, καθώς και την υπονόμευση της ΕΔΑ.


Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ πρέσβης Κόλερ υποστήριξε ότι τα συνοδευτικά έγγραφα δεν εξηγούσαν επαρκώς την απειλή από μια νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου και αναρωτήθηκε κατά πόσον η CIA «υπερέβαλλε σε σχέση με το τι θα μπορούσε να κάνει ο Ανδρέας». Η συνεδρίαση διεκόπη και συνεχίστηκε στις 13 Μαρτίου 1967.


* Η επιστολή στον Τζόνσον


Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ο Ράστοου θεώρησε καλό να γράψει ένα σημείωμα προς τον πρόεδρο Τζόνσον για να του εξηγήσει γιατί η «Επιτροπή 303» απέρριψε την πρόταση της CIA. Και αυτό γιατί ηγετικά στελέχη της μυστικής υπηρεσίας υποστήριζαν ανοιχτά ότι, αν η πρόταση είχε υλοποιηθεί, το πραξικόπημα δεν θα γινόταν. Κάποιοι εξ αυτών έδωσαν μάλιστα σχετικές πληροφορίες στην εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ».


Ο Ράστοου έγραψε στον Τζόνσον: «Συζητήσαμε την πρόταση της CIA να ξοδευθούν 200.000-300.000 δολάρια για τις ελληνικές εκλογές προκειμένου να υποστηριχθούν αντιανδρεϊκοί υποψήφιοι» και συμπλήρωσε: «Η αίσθηση που είχαμε ήταν πως είναι όλο και λιγότερο πρέπον να προσπαθούμε να επηρεάσουμε τις εκλογές σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία… Υπήρχε ακόμη αρκετός σκεπτικισμός και από τη δική μου πλευρά για το αν το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών θα μπορούσε πράγματι να επηρεασθεί από ένα τέτοιο ποσό». Ο Ράστοου εξηγούσε, τέλος, στον πρόεδρο ότι «το θέμα που συζητούσαμε δεν ήταν τι έπρεπε να κάνουμε ή να μην κάνουμε σε σχέση με ένα πραξικόπημα αλλά τι να κάνουμε σε σχέση με τις εκλογές, που οι περισσότεροι πίστευαν ότι ήταν περισσότερο πιθανόν να διεξαχθούν, παρά το άγχος που επικρατούσε γύρω από το αποτέλεσμά τους σε διάφορα κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα».


ΕΞΑΓΟΡΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ «Ας βρουν λεφτά μόνοι τους»


Ο Ράστοου διεπίστωσε ότι οι αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν διχασμένοι μεταξύ τους αλλά ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα επέμενε πως ο Ανδρέας Παπανδρέου θα απειλούσε τα αμερικανικά συμφέροντα εφόσον κέρδιζε τις εκλογές μαζί με τον πατέρα του. Ο Τζακ Μόρι πρόσθεσε μάλιστα πως, «αν φανεί πιθανόν ότι ο Ανδρέας θα κερδίσει, το παλάτι και ο στρατός μπορεί να παγώσουν το Σύνταγμα και να αναλάβουν την εξουσία. Ο στρατός είναι πιστός στο παλάτι».


Στο τέλος της συνεδρίασης αποφασίστηκε να τεθεί το θέμα στον υπουργό Εξωτερικών Ντιν Ρασκ για να λάβει εκείνος την τελική απόφαση. Ο Ρασκ αποφάσισε ότι «ο κίνδυνος να γίνει γνωστή η μυστική επιχείρηση ήταν πολύ μεγαλύτερος από το πολιτικό όφελος της παρέμβασης». Αναφερόμενος στις πιέσεις Ελληνοαμερικανών που ήθελαν τη μυστική επιχείρηση δήλωσε: «Αν πιστεύουν ότι 200.000-300.000 δολάρια θα κάνουν μεγάλη διαφορά στις εκλογές, δεν θα πρέπει να τους είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρώσουν αυτό το ποσό χωρίς να ανακατέψουν την αμερικανική κυβέρνηση». Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο Ρασκ αναφερόταν στον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάπας, ο οποίος συνδεόταν την περίοδο εκείνη με στελέχη της CIA και υπερσυντηρητικούς παράγοντες στην Αθήνα, ενώ πίεζε πάντοτε για συνταγματική εκτροπή προκειμένου να προληφθεί η άνοδος της ΕΚ στην εξουσία.


Το σχέδιο «Ιέραξ 2» και το παλάτι * Τι είπε ο Σπαντιδάκης στον απεσταλμένο της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας λίγο πριν από το πραξικόπημα


Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ένα τηλεγράφημα που έρχεται για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας με ημερομηνία 9 Μαρτίου 1967 και το οποίο προήλθε από τον σταθμό της CIA. Ενας πράκτορας των Αμερικανών ήλθε σε επαφή με τον στρατηγό Γρηγόρη Σπαντιδάκη, ο οποίος ήταν τότε αρχηγός του ΓΕΣ. Ο Σπαντιδάκης τού αποκάλυψε ότι «τις τελευταίες δέκα ημέρες διάφοροι αξιωματικοί σε θέσεις-κλειδιά βρίσκονταν σε άτυπη επιφυλακή, στο πλαίσιο της πρώτης φάσης εφαρμογής του σχεδίου «Ιέραξ 2″». Ο Σπαντιδάκης είπε ακόμη ότι 30-35 αξιωματικοί μεσαίων βαθμών έχουν μετατεθεί για τον ίδιο λόγο στην Κεντρική Στρατιωτική Διοίκηση στην Αθήνα… Εξήγησε ότι ο «Ιέραξ 2» ήταν το σχέδιο για την ανάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς στην Ελλάδα σε περίπτωση που σημειωνόταν νέα πολιτική κρίση. Το σχέδιο προέβλεπε τι θα έκανε κάθε σημαντική στρατιωτική μονάδα σε αυτή την περίπτωση. «Το σχέδιο «Ιέραξ 2″ ήταν αυτό που εφήρμοσε η χούντα του Παπαδόπουλου το βράδυ της 21ης Απριλίου, το οποίο» όπως αποκαλύπτει το τηλεγράφημα «είχε τεθεί σε εφαρμογή λόγω της ανησυχίας του παλατιού γύρω από την πολιτική κατάσταση». Ο Σπαντιδάκης ανέφερε ότι μεταξύ των άλλων οι αξιωματικοί που «έπρεπε να έρχονται σε καθημερινή επαφή μαζί του και να βρίσκονται σε επιφυλακή ήταν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο ταξίαρχος Πανουργιάς κ.ά.».


Στο ίδιο τηλεγράφημα διαφαίνεται σαφώς ο ρόλος του υπασπιστή του τότε βασιλέα Κωνσταντίνου, του Μιχάλη Αρναούτη, ο οποίος έδωσε την εντολή για την ενεργοποίηση του σχεδίου «Ιέραξ 2» στην Αεροπορία. Η πρεσβεία της Αθήνας σε διαφορετικό τηλεγράφημά της στις 24 Μαρτίου 1967 υποστήριζε: «Είναι βέβαιον ότι υπάρχει ένα σχέδιο στρατιωτικής επέμβασης αλλά δεν έχουμε στοιχεία που να δείχνουν ότι η στρατιωτική ηγεσία προωθεί τη συνταγματική εκτροπή. Αντιθέτως πιστεύουμε ότι ο στρατός δεν θα επιχειρήσει μόνος του να επιβάλει τη δικτατορία αλλά θα τη στηρίξει εφόσον ο βασιλεύς αποφασίσει υπέρ αυτού του τύπου καθεστώτος».


Οι πληροφορίες για τη δράση των συνταγματαρχών * Είχαν πράκτορα στον κλειστό κύκλο των συνεργατών του Παπαδόπουλου


Τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δείχνουν ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν μήνες πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου για τη συνωμοτική ομάδα ΕΕΝΑ υπό τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η αναφορά της CIA με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1966, η οποία έχει ήδη έλθει στο φως της δημοσιότητας στο βιβλίο του γράφοντος Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, περιέχει συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τη δομή και τους στόχους της ομάδας. Ολα τα ονόματα των ανθρώπων που έπαιξαν αργότερα ρόλο στη χούντα περιλαμβάνονται στο τηλεγράφημα της CIA, το οποίο δεν αποκαλύπτει βεβαίως την πηγή των πληροφοριών. Το Επαναστατικό Συμβούλιο που διοικούσε την ΕΕΝΑ απαρτιζόταν εκείνη την περίοδο από τους: συνταγματάρχες Γεώργιο Παπαδόπουλο, Ιωάννη Λαδά, Δημήτρη Σταματελόπουλο, Δημήτριο Ιωαννίδη (τον μετέπειτα δικτάτορα, ο οποίος ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο στις 25 Νοεμβρίου 1973), Ιωάννη Λέκκα, Μιχαήλ Ρουφογάλη και Ιωάννη Μέξη.


Είναι πάντως σαφές ότι η CIA είχε κάποιον πράκτορα στον κλειστό κύκλο των συνεργατών του Παπαδόπουλου. Το τηλεγράφημα περιγράφει συνάντηση των πραξικοπηματιών στις 13 Δεκεμβρίου 1967 στο σπίτι του Ιωάννη Λαδά κατά την οποία συζητήθηκε εκτενώς το αν η ομάδα θα έπρεπε να εκλέξει έναν, μοναδικό αρχηγό ή αν θα έπρεπε να αφήσει το Επαναστατικό Συμβούλιο να παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις. Στη συνάντηση αυτή δεν ελήφθη απόφαση για το αν έπρεπε να προχωρήσουν στο πραξικόπημα και επιβεβαιώθηκε απλώς η πρόθεσή τους να κρατηθούν εκτός νευραλγικών θέσεων αξιωματικοί με αριστερές απόψεις ή άτομα που δεν συμπαθούσαν τις θέσεις της συνωμοτικής ομάδας. Ενδιαφέρον είναι πως, σύμφωνα με τον πράκτορα της CIA, τα μέλη της συνωμοτικής ομάδας δεν του είχαν ιδιαίτερη εμπιστοσύνη γιατί ανησυχούσαν ότι «κάρφωνε» τις δραστηριότητες της ομάδας στον υποδιοικητή της ΚΥΠ ταξίαρχο Μανώλη Ζαχαράκη που συνδεόταν με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Ο Ζαχαράκης είχε μόλις διορίσει τον Ρουφογάλη σε ανώτερη θέση της ΚΥΠ δημιουργώντας αμφιβολίες για τις πραγματικές απόψεις του.


Η CIA συνέχισε να στέλνει πληροφορίες για τη συνωμοτική ομάδα του Παπαδόπουλου ως και τον Φεβρουάριο του 1967. Η πληροφόρηση διεκόπη τότε αιφνιδίως είτε γιατί η ομάδα αποφάσισε να λειτουργεί με μεγαλύτερη ακόμη συνωμοτικότητα είτε πάλι γιατί κάποιος στη CIA δεν θέλησε να αποκαλύψει τη δράση της στα τελευταία στάδια της προετοιμασίας του πραξικοπήματος. Το βέβαιον είναι ότι στα αρχεία που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα ως τώρα δεν υπάρχουν έγγραφα που να δείχνουν επαφή της ομάδας Παπαδόπουλου με τη CIA προκειμένου να ληφθεί το ΟΚ, το αμερικανικό «πράσινο φως», για την 21η Απριλίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σημειώθηκε παρόμοια άτυπη επαφή, μια και ο Παπαδόπουλος και άλλοι πραξικοπηματίες διατηρούσαν άτυπες αλλά στενές μακροχρόνιες σχέσεις με Ελληνοαμερικανούς που υπηρετούσαν τότε σε θέσεις-κλειδιά στον σταθμό της CIA στην Αθήνα.


ΕΠΑΦΕΣ Το «πορτοκαλί φως» στον Κωνσταντίνο


Στον τόμο που είδε χθες το φως της δημοσιότητας περιέχονται εξάλλου τηλεγραφήματα τα οποία αναφέρονται σε επαφές του τότε βασιλέα Κωνσταντίνου με τον αμερικανό πρεσβευτή Φιλ Τάλμποτ λίγο πριν από την 21η Απριλίου. Ο Κωνσταντίνος θέτει το ενδεχόμενο της συνταγματικής εκτροπής και ο Τάλμποτ με τη σειρά του ενημερώνει την Ουάσιγκτον. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ με επείγον τηλεγράφημα του υφυπουργού Στιούαρτ Ρόκγουελ προς τον Τάλμποτ, το οποίο έχει δει το φως της δημοσιότητας, τόνιζε: «Ο βασιλεύς θα πρέπει να συνυπολογίσει την αντίθεση της κοινής γνώμης στο σενάριο της συνταγματικής εκτροπής. Ο Ανδρέας ως «μάρτυρας», με την πλήρη υποστήριξη του μηχανισμού του συγκροτήματος Λαμπράκη, θα αποτελεί έναν πολύ ισχυρό αντίπαλο. Οι ΗΠΑ, για λόγους αρχής, θα είναι αντίθετες σε μια εξωσυνταγματική κίνηση. Θα πρέπει να υπογραμμίσετε το γεγονός ότι η αμερικανική αντίδραση δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων αλλά θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες που θα ισχύουν εκείνη τη στιγμή». Το τηλεγράφημα αυτό εστάλη στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 1967 και αποτελεί ένα «θολό μήνυμα», αν όχι ένα «πορτοκαλί φως» προς τον Κωνσταντίνο να προχωρήσει στη συνταγματική εκτροπή, την οποία επεξεργάζονταν ο Σπαντιδάκης και το επιτελείο με τη μορφή του σχεδίου «Ιέραξ 2».