«Εχουμε την κάψα για ένα μετάλλιο»
Στις 9 Ιουνίου 1991 ο Γιώργος Σιγάλας ετοιμαζόταν να υποβληθεί στα βασανιστήρια του νεόκοπου, τότε, προπονητή του Ολυμπιακού κ. Γιάννη Ιωαννίδη. Στα 21 του χρόνια όχι μόνο δεν είχε φορέσει ποτέ τη φανέλα της Εθνικής ανδρών, αλλ’ ούτε καν το είχε διανοηθεί. Παρακολουθούσε τον αγώνα Ελλάδας – Ιταλίας στο τουρνουά του «Ιωβηλαίου» στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας παρέα με μια φίλη του η οποία κάποια στιγμή τον ρώτησε αν θα παίξει ποτέ στην Εθνική ομάδα. Δεν της απάντησε, δεν θυμάται αν γύρισε καν να την κοιτάξει. Το βλέμμα του έμεινε απλανές, στραμμένο στο άπειρο ή καρφωμένο στο εθνόσημο της φανέλας του Παναγιώτη Γιαννάκη και εκείνη τη στιγμή ασυναίσθητα, με αφορμή μια ερώτηση που δεν απαντήθηκε ποτέ, έβαλε το πρώτο από τα πολλά στοιχήματα με τον εαυτό του. Και το κέρδισε πολύ γρήγορα.
Σε δύο χρόνια από εκείνο το βράδυ προσκλήθηκε στην Εθνική ομάδα. Στον έβδομο κιόλας αγώνα του έπαιξε στη βασική πεντάδα. Σε τρία χρόνια είχε προλάβει να γευθεί το νέκταρ όλων των μεγάλων διοργανώσεων εθνικού επιπέδου. Σε τέσσερα χρόνια από το ντεμπούτο του χρίστηκε αρχηγός για πρώτη φορά. Και τώρα, παραμονή του τζάμπολ του Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας, ρίχνει το σύνθημα «πάμε γι’ άλλα» και συνειδητοποιεί ότι του λείπει μόνο ένα μετάλλιο για να δώσει την απάντηση που οφείλει εδώ και έξι χρόνια σ’ εκείνη τη φίλη του…
Να ‘μαστε πάλι εδώ, αρχηγέ. Αρχηγός κανονικά και με τον νόμο πλέον, αφού και ο Χριστοδούλου και ο Φασούλας έχουν αποσυρθεί από την Εθνική ομάδα και σου εμπιστεύθηκαν το… αρχηγιλίκι. Συνεχίζεις μια κληρονομιά που σου άφησαν αυτοί οι δύο, αλλά κυρίως ο Γιαννάκης και πιο παλιά ακόμη ο Καστρινάκης, ο Γκούμας…
«Και πού το πας τώρα; Αν είμαι άξιος διάδοχός τους; Αυτό θα το δείξει η ιστορία, άλλωστε ο καθένας γράφει την ιστορία του και κρίνεται από αυτήν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όσα χρόνια ευτύχησα να παίξω με τα «ιερά τέρατα», είτε ήσαν αρχηγοί είτε όχι, προσπάθησα να αποκομίσω τα περισσότερα δυνατόν οφέλη. Οχι να τους μοιάσω, διότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί, αλλά να εμπνευσθώ από αυτούς».
Εκτός από τον Γκάλη, με τον οποίο υπήρξες μόνον αντίπαλος. Αλήθεια, τι εκτιμάς περισσότερο από τους τέσσερις «εθνάρχες» του ελληνικού μπάσκετ, όπως τους γνώρισες μέσα και έξω από τα γήπεδα;
«Από τον Γιαννάκη την τεράστια ψυχή, το ιερό πάθος και την αυταπάρνησή του. Από τον Γκάλη την μπασκετική ιδιοφυΐα του. Από τον Χριστοδούλου τον πλουραλισμό και την ευτυχία τού να είναι συμπαίκτης σου. Και από τον Φασούλα λίγο απ’ όλα».
Και τι νομίζεις ότι θα ζήλευαν αυτοί από εσένα;
«Φαντάζομαι, τα νιάτα μου».
Σε ποιον από τους τέσσερις θα έδινες το ελιξίριο της νιότης ώστε να ενισχύσει τη σημερινή Εθνική ομάδα;
«Κάθε ομάδα γράφει τη δική της ιστορία. Διδασκόμαστε και παίρνουμε έμπνευση από το παρελθόν, αλλά οφείλουμε να προχωρήσουμε μπροστά».
Μετά από έξι χρόνια θητείας στη… μαμά Ελλάδα, πώς αντιλαμβάνεσαι την έννοια της Εθνικής ομάδας; Είναι το ευ ζην, όπως είπε το 1993 ο Φασούλας; η ιστορική κληρονομιά; ο θεματοφύλακας του μπάσκετ; ο πρεσβευτής στο εξωτερικό; ή απλώς η καλοκαιρινή αγγαρεία, λες και δεν σας έφτανε όλη η περιπέτεια με τα σωματεία σας;
«Στην εποχή μας το μπάσκετ έχει… καταντήσει επαγγελματικό και η Εθνική ομάδα αποτελεί όλα αυτά και πολύ περισσότερα. Ο,τι ζόρια και αν έχουμε τραβήξει όλη τη χρονιά, ερχόμαστε πρόθυμοι να εκπροσωπήσουμε την Ελλάδα και περνάμε πολύ καλά! Είναι σαν μια σχολική εκδρομή, όπου βρίσκουμε την ευκαιρία να ξεφύγουμε από την αφόρητη πίεση και να παίξουμε, διασκεδάζοντας κιόλας».
Τις προάλλες ο Αλβέρτης μίλησε για μετάλλιο και το πήραν σχοινί κορδόνι και οι υπόλοιποι παίκτες. Εσύ πάλι… λάλησες πάνω στο βάθρο του τουρνουά «Ακρόπολις» και φώναξες «το πρώτο, το πρώτο», οπότε τίθεται πλέον το ερώτημα: Πού μπορεί να φτάσει αυτή η Εθνική ομάδα;
«Το μετάλλιο είναι η μεγάλη φιλοδοξία. Κατ’ αρχήν, μετά και την αποχώρηση του Φασούλα πέρυσι, κανένας από αυτή την ομάδα δεν έχει ανεβεί ποτέ στο βάθρο μιας διεθνούς διοργάνωσης, άρα εξ ορισμού υπάρχει ο καημός, η κάψα του μεταλλίου. Το θέλουμε πολύ το μετάλλιο, όπως και την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά δεν πρόκειται να μας γίνει κόμπλεξ».
Τώρα να μας γίνει; Αφού μας έχει γίνει εδώ και δέκα χρόνια και ειδικά από το 1993 και πέρα, που τελειώνει η βενζίνη μας τα Σαββατοκύριακα.
(γελάει) «Σωστά, αλλά τώρα δεν παίζουμε Κυριακή! Οι ημιτελικοί θα γίνουν την Παρασκευή και οι τελικοί το Σάββατο, οπότε θα βρούμε ανοιχτό… βενζινάδικο. Πέρα από την πλάκα τώρα, αισθάνομαι ότι κάτι αλλάζει στην Εθνική ομάδα. Παλεύουμε σε όλους τους αγώνες, δείχνουμε χαρακτήρα και γενικώς είναι διάχυτη μια διαφορετική εικόνα στην ομάδα».
Πόσο ρόλο έχει παίξει η αλλαγή της τεχνικής ηγεσίας αν αυτό υπονοείς;
«Το καινούργιο φέρνει πάντα αλλαγές. Πάνω απ’ όλα πιστεύω ότι ξαναβρήκαμε την ευχαρίστηση όχι τόσο μέσα στο γήπεδο όσο μετά τον αγώνα. Χωρίς παράπονα, επειδή κάποιος δεν έπαιξε, χωρίς μουρμούρες και κατεβασμένα κεφάλια. Σύμφωνοι, δεν έχουμε δοκιμασθεί ακόμη σε συνθήκες κανονικού και μάλιστα κρίσιμου αγώνα, αλλά το δείγμα γραφής είναι θετικό. Κυρίως η ευχαρίστηση πηγάζει από το γεγονός ότι όλοι οι παίκτες ξέρουν για τι παίζουν και πώς παίζουν. Υπάρχουν δηλαδή και έχουν διανεμηθεί συγκεκριμένοι ρόλοι, μια ιεραρχία, πάνω από την έφεση που μπορεί να έχει ο καθένας μας και ως σχολή μπάσκετ στο ελεύθερο παιχνίδι».
Ολα αυτά μπορούν να εκληφθούν ως μομφή και για τον προηγούμενο προπονητή της Εθνικής ομάδας, καθώς η υπόθεση ρόλων είναι τεχνική αρμοδιότητα…
«Οχι, και το έχω δηλώσει ότι κατά τη γνώμη μου ο Γιαννάκης δεν απέτυχε ως προπονητής στην Εθνική ομάδα. Ισως δεν τον ευνόησαν οι συνθήκες, ίσως φταίμε εμείς οι παίκτες, που φανήκαμε κουρασμένοι, κορεσμένοι και μακριά από την καλή φόρμα μας. Οταν μια ομάδα σημειώνει επτά νίκες στη σειρά, χάνει δύο ματς και βγαίνει τέταρτη στο Ευρωμπάσκετ, έλεος, αυτό δεν είναι αποτυχία. Από εκεί και πέρα, κάθε προπονητής έχει τις δικές του αρχές, τα δικά του συστήματα, τη δική του επικοινωνία με τους παίκτες».
Φοβάσαι ότι ο κ. Γιαννάκης «κάηκε» ή θυσιάστηκε στην Εθνική ομάδα;
«Δεν το πιστεύω, αλλά σίγουρα ρισκάρισε αναλαμβάνοντας τόσο νωρίς, προτού καλά καλά σταματήσει να αγωνίζεται. Είναι αστείο όμως να μιλάμε για τις γνώσεις και το ένστικτο του Γιαννάκη, έτσι; Ο άνθρωπος γνωρίζει απίστευτο μπάσκετ και θα το αποδείξει. Είναι ντροπή να του πάρουμε το κεφάλι και να τον εξευτελίσουμε επειδή μας έφυγε η ψυχή να νικήσουμε τη Γερμανία στη Δράμα».
Αιφνιδιάστηκες όταν σας επισκέφθηκε την προπερασμένη Παρασκευή στο ξενοδοχείο;
«Είχα διαισθανθεί ότι θα έλθει κάποια στιγμή, αλλά αιφνιδιάστηκα όταν τον είδα να μπαίνει στο εστιατόριο. Ο Γιαννάκης όμως είναι υπεράνω σε τέτοια θέματα και ο τελευταίος που θα γινόταν κομπλεξικός…».
Ως αρχηγός έχεις ένα δικαίωμα παραπάνω να εκφέρεις δημοσίως την άποψή σου για τον κ. Κώστα Πετρόπουλο. Λοιπόν;
«Τον… πάω, όπως θα έλεγε και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Φαίνεται ήρεμος, αλλά στην πραγματικότητα είναι σκέτο ηφαίστειο. Εχει τη νοοτροπία του νικητή, είναι τσαμπουκάς, ξέρει πολύ μπάσκετ και διαθέτει το χάρισμα να δέχεται απόψεις και να κάνει συζήτηση».
Και ο κύριος που κάθεται στην αριστερή άκρη του πάγκου; Είσαι ο μόνος παίκτης της Εθνικής ο οποίος έχει ζήσει πέντε χρόνια μαζί με τον κ. Ιωαννίδη και τον γνωρίζεις απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη. Τι ενεργοποιεί σ’ εσένα και στην ομάδα η παρουσία του; έμπνευση; ασφάλεια; φόβο; τι απ’ όλα;
«Τον ξέρω καλά, αυτό είναι βέβαιο. Ο Ιωαννίδης είναι τελειομανής και άνθρωπος που καταπιάνεται πάντα με τις λεπτομέρειες ακόμη και το μισό μέτρο πιο δεξιά που πρέπει να κινηθείς στην άμυνα. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανακαλύψει κάτι που δεν πηγαίνει καλά, να το συζητήσει με τον Πετρόπουλο και να το διορθώσει».
Πιστεύεις ότι ο Ιωαννίδης της Εθνικής είναι ο αυθεντικός Ιωαννίδης ή μια… ευνουχισμένη εκδοχή του εαυτού του; Δεν κοουτσάρει, δεν βρίζει δεν βρίζει πολύ , δεν αρπάζεται με το παραμικρό, χειροκροτεί, κάνει χάι φάιβ με τους παίκτες…
«Απλώς είναι διαφορετικό το περιβάλλον και διαφορετικός ο ρόλος του».
Θα ήθελες, μια και το ‘φερε η κουβέντα, να ξαναγυρίσεις μαζί του στον Ολυμπιακό ή το ξαναζεσταμένο φαγητό δεν μπορεί να είναι εύγευστο;
«Εχω συμβόλαιο με τον Αρη για έναν ακόμη χρόνο και τιμώ πάντα τα συμβόλαιά μου».
Ποιος μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Εθνικής ομάδας στη Γαλλία;
«Οι τραυματισμοί και γενικώς οι ατυχίες».
Και ποιος πρέπει να είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχός της;
«Η συγκέντρωση και η γνώση της επόμενης κίνησης. Να μην παίζουμε, έτσι, απλώς για να παίζουμε. Εχω την αίσθηση ότι στον τομέα αυτόν έχουν γίνει μεγάλα βήματα προόδου. Προηγουμένως θέλαμε να νικήσουμε, τώρα παίζουμε για να νικήσουμε».
Να, πάλι η σπόντα για τον προηγούμενο προπονητή…
«Μην είσαι σίγουρος. Μπορεί να έφταιγε το δικό μας το μυαλό, η… παλιοκατάσταση, που λένε».
Τι θεωρείς αδιαπραγμάτευτο στην Εθνική ομάδα; Την ελληνικότητα ίσως, η οποία ενδεχομένως διερράγη με την παρουσία του Τσακαλίδη ή και του Παπαδόπουλου;
«Από τη στιγμή που αυτά τα παιδιά βρίσκονται εδώ, τα δεχόμαστε και είμαστε μια οικογένεια. Οταν δέχεσαι κάποιον, τον δέχεσαι κανονικά. Στο κάτω κάτω οι παίκτες απλώς αγωνίζονται και εκπροσωπούν την πατρίδα τους».
Μέσα σε μια σχεδόν παρακμιακή περίοδο που διανύει το μπάσκετ, ελπίζεις σε ένα νέο εφαλτήριο τύπου Ευρωμπάσκετ ’87;
«Πολύ θα το ήθελα, αλλά αυτά ανήκουν πια στα παραμύθια. Τότε υπήρχε η Εθνική ομάδα του μπάσκετ και τίποτε άλλο. Τώρα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα δεις από κάτω ελληνική αθλητική επιτυχία, οπότε δεν μας ευνοούν οι συνθήκες για μια νέα έκρηξη».
Στον επίλογο δώσε το σύνθημά σου για το Ευρωμπάσκετ.
«Πάμε γι’ άλλα».
Και το στοίχημά σου ποιο είναι;
«Οτι από αυτή την καινούργια περιπέτεια της Εθνικής ομάδας κάτι πολύ καλό θα προκύψει. Δεν μπορώ να το μαντέψω ακριβώς και να το προσδιορίσω, αλλά είμαι σίγουρος».
Η ανάσταση και η αποκάλυψη του Γιαννούλη
Τι προσδοκά όμως ο Γ. Σιγάλας από το Ευρωμπάσκετ σε προσωπικό επίπεδο;
«Περιμένω την ανάστασή μου. Για δύο χρόνια, από το 1995 ως το 1997, αισθανόμουν περίπου σαν… Σούπερμαν αλλά τα δύο τελευταία χρόνια έμεινα κάτω από τη βάση και γι’ αυτό θέλω να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ».
Αγωνιζόμενος ακόμη και στη θέση του πλέι μέικερ παρά φύσιν;
(γελάει) «Ολα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω! Εντάξει, μην το παρατραβάμε το σχοινί. Απλώς συνέβη στον Αρη λόγω της λειψανδρίας της ομάδας σε αυτή τη θέση και πρέπει να αναγνωρίσω ότι αυτή ήταν μια εμπειρία ζωής για την καριέρα μου».
Τελικά ποια είναι η κανονική θέση σου; Σχεδόν όλη τη χρονιά έπαιζες «τριάρι» και στην Εθνική μετατοπίζεσαι μία θέση παρακάτω.
«Η κανονική θέση μου είναι σούτινγκ γκαρντ, στο «2» δηλαδή. Από εκεί και πέρα, αν έχω τα προσόντα και τη δυνατότητα να καλύψω επικουρικά και μια άλλη θέση, θα το κάνω».
Με ποιον από τους συμπαίκτες σου αισθάνεσαι πιο κοντά; Κατ’ αρχήν με ποιον μένεις στο δωμάτιο;
«Με τον Κορωνιό αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Είμαστε μια παρέα και έχουμε έναν κοινό σκοπό. Αν εννοείς από αγωνιστικής πλευράς, δεν έχω φθάσει ακόμη στο σημείο της συνεννόησης με κλειστά μάτια, όπως στο παρελθόν με τον Μπακατσιά, τον Νάκιτς, τον Φασούλα και τον Φάνη».
Ποιος από τους παίκτες της Εθνικής είναι ως τώρα η μεγάλη αποκάλυψη;
«Μακράν ο Γιαννούλης. Τι δεν έχει; Ταλέντο; Αθλητικά προσόντα; Κινήσεις μέσα στη ρακέτα; Καρδιά; Αυταπάρνηση; Μόνο με το πάθος του και έτσι όπως βάζει το κεφάλι του στον… ντορβά σε κάθε φάση φτιάχνεται όλη η ομάδα».
Ο καλός αρχηγός και οι καλοί συμπαίκτες
Τι σημαίνει άραγε για τον Γ. Σιγάλα αρχηγός της δημοφιλέστερης και πιο επιτυχημένης εθνικής ομάδας στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού;
Ας μιλήσουμε για το… περιβραχιόνιο. Είναι αυτό το μεγαλύτερο παράσημο το οποίο μπορεί να σου απονεμηθεί ή προτιμάς τους τίτλους;
«Κατ’ αρχήν ύστερα από τόσα χρόνια στα γήπεδα πιστεύω ότι τίποτε δεν σου απονέμεται αριστίνδην και στο… πιάτο. Πρέπει να προσπαθήσεις, να υποφέρεις, να ματώσεις, να ακροβατείς συνεχώς στα όριά σου για να σταθείς όρθιος και όλα αυτά όχι για έναν χρόνο αλλά όσο διαρκεί η καριέρα σου. Τι σημαίνει αρχηγός τώρα; Πολλά πράγματα αν θέλεις να δώσεις νόημα στον τίτλο. Είχα πει κάποτε, επί ημερών Ολυμπιακού, ότι «αρχηγός σημαίνει πρώτος στον κίνδυνο και τελευταίος στα πανηγύρια» και δεν έχω αλλάξει άποψη. Αλλο όμως το σωματείο και άλλο η εθνική ομάδα, όπου η ευθύνη είναι μεγαλύτερη και τα μεγέθη διαφορετικά. Ως αρχηγός του Ολυμπιακού ένιωθα ότι εκπροσωπούσα τη μισή Ελλάδα, ως αρχηγός της Εθνικής εκπροσωπώ όλη την Ελλάδα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις ο ρόλος μου είναι συγκεκριμένος: να φροντίζω ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα, να είμαι ο σύνδεσμος ανάμεσα στους παίκτες και στην τεχνική ηγεσία, να δίνω το σύνθημα μέσα στο γήπεδο».
Και φυσικά να μπαίνεις στη μέση αν… τσακωθούν δύο συμπαίκτες σου.
«Αυτό αποκλείεται να συμβεί. Οι σχέσεις στην ομάδα είναι άριστες, είμαστε μια πραγματική παρέα και το σύνθημα «καλοί συμπαίκτες» που λανσάρισε από την πρώτη κιόλας συγκέντρωση ο Κώστας Πετρόπουλος δεν έμεινε στα λόγια».
Ο τσαμπουκάς που… έβαλε τα κλάματα
* Στο ντεμπούτο του, στις 28 Μαΐου 1993, εναντίον της Γερμανίας στο Αμβούργο δεν δίστασε, αν και… ψαρωμένος, να πιαστεί στα χέρια με τον Χάνζι Γκναντ.
* Ηδη καταξιωμένος ως άνθρωπος των ειδικών αποστολών, αισθάνθηκε σαν θηρίο στο κλουβί στον δεύτερο αγώνα του Ευρωμπάσκετ του 1993, στην Καρλσρούη, βλέποντας τον (κοντοπίθαρο) Ισραηλινό Αντι Γκόρντον να κάνει «όργια» και να αναδεικνύεται σε δήμιο της εθνικής ομάδας. Εκείνο το βράδυ ο Σιγάλας έπαιξε μόλις 4 λεπτά και 42 δευτερόλεπτα, χωρίς να μαρκάρει καθόλου τον Γκόρντον, από τον οποίο υπέφεραν τα πάνδεινα οι Γιαννάκης, Παταβούκας και Κακιούσης.
* Το επόμενο απόγευμα, δύο ώρες πριν από τον αγώνα με την Ιταλία, πήρε αιφνιδίως το χρίσμα της πρώτης πεντάδας και τη σαφή εντολή από τον κ. Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου: «Μπες στο γήπεδο και… φάε τον Μάιερς». Η Εθνική δεν είχε την πολυτέλεια να… ανεχθεί δεύτερο κάζο τύπου Γκόρντον, ο Σιγάλας πήρε το μήνυμα, πέρασε χειροπέδες στον ιταλό γκαρντ (εννέα πόντοι) και η Εθνική συνέτριψε την Ιταλία με 88-73. Τι θυμάται από εκείνη τη μεγάλη βραδιά; «Τις αμφιβολίες όλων αν θα τα καταφέρω!» απαντά με ρεαλισμό. «Για να είμαι ειλικρινής, εγώ με τόση τρέλα που κουβαλούσα πάνω μου και έτσι αγρίμι όπως ήμουν δεν σκέφθηκα και πολλά πράγματα μπαίνοντας για το τζάμπολ. Ακόμη και αν είχα επιφυλάξεις, όμως, θα τις διέλυε ο Γιαννάκης! Θυμάμαι ότι όλοι οι υπόλοιποι ήμασταν… ρετάλια από την κούραση και αυτός φώναζε «πάμε, ρε, πάμε». Σιγά που δεν θα πηγαίναμε!».
* Εναν χρόνο αργότερα, στον αγώνα με το Πουέρτο Ρίκο, στο Τορόντο, ο κ. Μάκης Δενδρινός τον πρόσταξε να αστοχήσει σε μία ελεύθερη βολή ώστε η Εθνική να χάσει με διαφορά μεγαλύτερη των εννέα πόντων και να ευνοηθεί σε περίπτωση ισοβαθμίας. «Στο σίδερο, Γιωργάκη, στο σίδερο» φώναξε ο «Βούδας» αλλά ο «Ράμπο» παράκουσε, ευστόχησε στη βολή και δικαιώθηκε πανηγυρικά από την αναπάντεχη νίκη της Κίνας επί της Ισπανίας.
* Πάλι στο Τορόντο, στον κρίσιμο αγώνα με τον Καναδά, ο Σιγάλας εδικαιούτο το Οσκαρ της αυταπάρνησης. Για ποιον λόγο; Ιδού ορισμένα από τα ανδραγαθήματά του: ζήτησε να του κάνουν δύο πρόχειρα ράμματα όταν σχίστηκε το φρύδι του και επέστρεψε σαν να μη συμβαίνει τίποτε· σε ένα τάιμ άουτ πήρε την πετσέτα από τον φροντιστή για να σκουπίσει τον ιδρώτα και να κάνει αέρα στον Φάνη Χριστοδούλου· δέκα δευτερόλεπτα πριν από το τέλος οδήγησε σε παγίδα τον Ρίκι Φοξ, του έκλεψε την μπάλα, την έδωσε στον Χριστοδούλου και αυτός με τη σειρά του στον Φασούλα, που έφυγε στον αιφνιδιασμό και κάρφωσε γράφοντας το 74-71.
* Ηταν ο πρώτος αλλά όχι ο μόνος που έβαλε τα κλάματα στα αποδυτήρια του «Τζόρτζια Ντομ» της Ατλάντας το βράδυ της 2ας Αυγούστου 1996 μετά τον αγώνα με τη Βραζιλία ακούγοντας τον Παναγιώτη Γιαννάκη να ανακοινώνει στους συμπαίκτες του το τέλος της καριέρας του.
* Θεωρεί μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες της Εθνικής για μετάλλια τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντας και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας και σημαντικότερο επίτευγμα το γεγονός ότι το 1994 στον ημιτελικό του Τορόντο η Εθνική έγινε η πρώτη ομάδα η οποία δεν επέτρεψε στην «Dream Team» να σημειώσει 100 πόντους.
Από το Αμβούργο ως την Ντιζόν
Ντεμπούτο: Γερμανία-Ελλάδα 85-72 (Αμβούργο, 28 Μαΐου 1993, φιλικός)
Αγώνες: 119
Πόντοι: 1.045, Μέσος όρος: 8,8
Ατομικό ρεκόρ πόντων/αντίπαλος: 35/Βραζιλία
Συμμετοχές και θέσεις σε διοργανώσεις: Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα 1993 (4η θέση), 1995 (4η) και 1997 (4η). Παγκόσμια Πρωταθλήματα 1994 (4η) και 1998 (4η). Ολυμπιακοί Αγώνες 1996 (5η)