«Το βιβλίο μου είναι ένας πίνακας ζωγραφικής». Και μόνο η δήλωση ετούτη του Μαρσέλ Προυστ, σε επιστολή του προς τον Ζαν Κοκτώ, αρκεί για να καταλάβουμε τη σημασία που έχει η τέχνη αυτή για την πρόσληψη του σημαντικότερου έργου του, που αποτελεί πια αναπόσπαστο μέρος του σύγχρονου λογοτεχνικού κανόνα, του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. O Προυστ γράφει πρωτίστως για πίνακες με τους οποίους έχει έρθει σε επαφή, έργα τα οποία έχει μελετήσει διεξοδικά σε μουσεία, γκαλερί και ιδιωτικές συλλογές του Παρισιού στα τέλη του 19ου αιώνα. Η αντίληψη που επικρατούσε για χρόνια, ότι σπατάλησε

Ο Μαρσέλ Προυστ (όρθιος στο κέντρο) σε υπαίθριο γεύμα. Συλλογή Μante – Ρroust

τα νιάτα του σε δεξιώσεις και εσπερίδες, αδικεί καταφανώς τον γάλλο συγγραφέα, που μαζί με τους Ρομπέρ ντε Μπιγί και Πιερ Λαβαγιέ συχνάζει ώρες ατέλειωτες στις συλλογές του Λούβρου. Η κοινωνική ανέλιξη μπορεί να είναι κάτι που τον απασχολεί στα νεανικά του χρόνια, προτού όμως εκπορθήσει τα σαλόνια του φωμπούρ Σαιν-Ζερμαίν, και αρχίσει να υποκλίνεται στους αριστοκράτες που συγκεντρώνονται στο σπίτι της φίλης του, κυρίας Στρως, μαθαίνει να υποκλίνεται μπροστά στους Τισιανό, Ρούμπεν και Ρενουάρ που στεγάζουν οι αίθουσες του Λούβρου. Μιμούμενος τις απόπειρες του Κάρολου Μπωντλέρ να μεταφέρει την εικαστική εμπειρία στο επίπεδο των λέξεων, μαθητής ακόμη του Λυκείου, συνθέτει ποιήματα για τον Βαν Ντάυκ και τον Βαττώ. Η ζωγραφική σύντομα γίνεται για εκείνον εμμονή, καθώς μεγαλώνοντας οργανώνει συχνά πολύπλοκα και δύσκολα ταξίδια στο εξωτερικό με μοναδικό σκοπό να δει πίνακες που μέχρι τότε τους είχε μόνο ακουστά. Αργότερα όμως η κακή του υγεία τού απαγορεύει να ταξιδεύει, στερώντας του έτσι τη μοναδική αυτή και ανεκτίμητη τέρψη.

Οι εσπερίδες των Βερντυρέν

Καρπάτσο,Δύο βενετσιάνες εταίρες,1490.O Προυστ αναφέρεται σ΄ αυτόν τον πίνακα στη «Φυλακισμένη»

Ο ίδιος ο Προυστ δεν είδε πολλούς από τους πίνακες που τελικά ενσωματώθηκαν στις σελίδες του πολύτομου μυθιστορήματός του. Κάποιους τους γνωρίζει από αντίγραφα που φιλοτέχνησαν άλλοι καλλιτέχνες (χαρακτηριστική η περίπτωση της Γέννησης της Αφροδίτης του Μποτιτσέλλι διά χειρός Γκυστάβ Μορώ), ενώ η έκδοση σημαντικών μελετών, εγχειριδίων και οδηγών για την τέχνη τού επιτρέπουν να εμβαθύνει

Μονέ,Νούφαρα,1916. Ο Προυστ αναφέρεται σ΄ αυτόν τον πίνακα στα «Σόδομα και Γόμορρα»

στο φάσμα των γνώσεών του. Είναι η εποχή όπου οι εικαστικοί καλλιτέχνες αποτινάσσουν την τυραννία της λογοτεχνικής και ιστορικής αφήγησης. Ο Χένρι Τζέημς ομολογεί πως «αυτό που επιθυμεί να κάνει ο λογοτέχνης συνίσταται στο να ανακαλύψει το μυστικό του εικαστικού, να πιει από την ίδια πηγή». Ο ακούραστος Προυστ περιφέρεται ασταμάτητα στο Παρίσι, βλέπει, ακούει και μαθαίνει. Διαβάζει εξειδικευμένα έντυπα, γνωρίζει συλλέκτες και τεχνοκριτικούς. Παίρνει μέρος σε πυρετώδεις συζητήσεις για τις τάσεις της σύγχρονης ζωγραφικής στα ατελιέ των δεκάδων ζωγράφων που γνωρίζει και επισκέπτεται.

Πώς όμως εντάσσει τους πίνακες στο έργο του; Να ένα παράδειγμα από το πρώτο βιβλίο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, που τιτλοφορείται «Από τη μεριά του Σουάν». Τα συμφραζόμενα: ο Σουάν και η Οντέτ έχουν γίνει πια μόνιμοι στις εσπερίδες των Βερντυρέν. Η κυρία Βερντυρέν καμαρώνει για την ποιότητα και το επίπεδο της συζήτησης στο σαλόνι και γύρω από το τραπέζι της. Ενα άλλο μέλος αυτού του «μικρού κύκλου» είναι ένας ζωγράφος, επιτηδευμένος και ποζάτος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση φλυαρεί για μια έκθεση με έργα ενός καλλιτέχνη, παλιού του φίλου, που έχει πεθάνει πρόσφατα: «“Πλησίασα” είπε “για να δω πώς ήταν φτιαγμένα τα έργα του, έβαλα τη μύτη μου στο μουσαμά. Α! μπα! Ηταν αδύνατο να πεις αν ήταν φτιαγμένα με κόλλα, με μπρούντζο χυτό, με σαπούνι, με πετράδια τορνευτά, με ήλιο, με περιττώματα!.. Θα ΄λεγες πως είναι φτιαγμένα με το τίποτα”» συνέχισε ο ζωγράφος «“είναι αδύνατο να βρεις το μυστικό, όπως στην Περιπολία και στις Διευθύντριες, και τα υλικά του είναι πιο καταπληκτικά και από του Ρέμπραντ και του Χαλς. Ολα εκεί υπάρχουν, αλήθεια, σας ορκίζομαι… Εκτός από τη στιγμή που είχε πει: “πιο καταπληκτικό κι από την Περιπολία”, βλάσφημο χαρακτηρι

Τισιανό,Γυναίκα που καλλωπίζεται,1515. Ο Προυστ αναφέρεται σ΄ αυτόν τον πίνακα «Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών»

σμό που είχε προκαλέσει τη διαμαρτυρία της κυρίας Βερντυρέν η οποία θεωρούσε την Περιπολία ως το πιο σημαντικό αριστούργημα στον κόσμο μαζί με την Ενάτη και τη Σαμοθράκη , όπως και εκτός από τη στιγμή που είχε πει: “φτιαγμένα με περιττώματα”, πράγμα που έκανε τον Φορσβίλ να ρίξει μια κυκλική ματιά στο τραπέζι για να διαπιστώσει κατά πόσον η λέξη προκαλούσε αντιδράσεις και έπειτα να δώσει στο στόμα του ένα χαμόγελο σεμνοτυφίας και διαλλακτικότητας, όλοι οι συνδαιτυμόνες, με εξαίρεση τον Σουάν, κοίταζαν τον ζωγράφο με μάτια γοητευμένα από τον θαυμασμό».

Μια προυστική σκανταλιά

Βελάσκεθ, Η παράδοση της Μπρέντα (Οι λόγχες) 1634-35. Ο Προυστ αναφέρεται σ΄ αυτόν τον πίνακα στη «Μεριά του Γκερμάντ»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μυθιστόρημα του Προυστ είναι από τα πιο βαθιά εικαστικά έργα της δυτικής λογοτεχνίας. Η γραφή του βρίθει αναφορών σε ζωγράφους και έργα ζωγραφικής: το μυθιστορηματικό πρόσωπο του Ελστίρ είναι βασισμένο στους ζωγράφους Τζαίημς Γουίστλερ, Πωλ Ελέ και Αλεξάντερ Χάρισον, η όψη του νεαρού Μπλοκ παρομοιάζεται με την προσωπογραφία του Μωάμεθ Β΄ διά χειρός Τζεντίλε Μπελλίνι, η Οντέτ ντε Κρεσύ σαγηνεύει τον Σουάν επειδή μοιάζει με μια μορφή σε νωπογραφία του Μποτιτσέλλι. Ακόμη και η δευτερεύουσα φιγούρα της κυρίας Μπλατέν γίνεται στόχος μιας προυστικής σκανταλιάς, όταν περιγράφεται σαν να είναι «ολόιδια με το πορτρέτο του Σαβοναρόλα από τον Φρα Μπαρτολομέο». Γνωρίζοντας βαθιά τη ζωγραφική, ο Προυστ μεταφέρει, θα λέγαμε, τις τεχνικές της στο χαρτί. Με την πένα του σκιαγραφεί και δίνει βάθος στις μορφές που σαρκώνονται στο έργο του, όπως ένας ζωγράφος θα τις δούλευε με το πινέλο του. Αυτή η «εικαστικότητα» είναι αναμφίβολα από τα πιο γοητευτικά χαρακτηριστικά του μνημειώδους

Ρενουάρ, Η κυρία Ζωρζ Σαρποντιέ και τα παιδιά της, 1878.O Προυστ αναφέρεται σ΄ αυτόν τον πίνακα στον «Επανακτημένο χρόνο»

έργου του. Ο Εric Κarpeles, που μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη και σήμερα ζει στην Καλιφόρνια, ζωγράφος ο ίδιος, μάς προσφέρει μια οπτική πανδαισία μέσα από την ταυτοποίηση και παρουσίαση όλων των πινάκων- 206 συνολικά- στους οποίους ο Προυστ κάνει συγκεκριμένες αναφορές. Οι άγγελοι του Μποτιτσέλλι, οι εταίρες του Μανέ, οι πολεμιστές του Μαντένια και οι άγιοι του Καρπάτσιο, πλαισιωμένοι από τα Νούφαρα του Μονέ και τις γκραβούρες των Απόψεων της Ρώμης του Πιρανέζι, μας ταξιδεύουν στις εμμονές, τις αισθητικές αγωνίες και αναζητήσεις του γάλλου μυθιστοριογράφου, αλλά και το παράδοξο- πόσο όμως γοητευτικό- λογοτεχνικό του σύμπαν.