Τηλεοπτικά παραμύθια σκέτη απόλαυση. Καλοσχηματισμένα σύνολα, ξεκάθαρα μηνύματα, μοντέρνα λιτότητα και φρέσκος ιστός. Αυτά είναι τα γενικά χαρακτηριστικά (η μαγιά) που κάνουν κάποιες από τις ελληνικές σειρές της εφετινής σοδειάς να ξεχωρίζουν ­ να προκαλούν ψυχαγωγία ποιότητας ­, προσδίδοντάς τους εγγυήσεις για υστεροφημία στον γυάλινο κόσμο.


Το «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς» διακρίθηκε ήδη από πέρυσι. Για τον ρεαλιστικό καθρέφτη που έστηνε μπροστά στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, για την ευρηματική χρήση της κάμερας απέναντι στο δίδυμο των Θ. Αθερίδη – Δήμητρας Παπαδοπούλου, για τη μαγική χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστών της και τους καλοδουλεμένους διαλόγους τους. Η πρεμιέρα εφέτος απέδειξε ότι είναι σε θέση να μην υποκύψει στον κίνδυνο που το παραμονεύει: την ευκολία που φέρνει η επιτυχία και την απώλεια του tempo που διαθέτει. Μέχρι στιγμής εμφανίζεται ακμαιότατο.


Το «Κάπου σε ξέρω» (Mega) στηρίζεται εμφανέστατα στην υποκριτική δεινότητα των φινετσάτων κωμικών πρωταγωνιστριών του (εδώ και η απειλή για την πορεία της σειράς…). Της Μαρίας Καβογιάννη στον ρόλο της πρώην τηλεστάρ και νυν ανεκδιήγητης βουλευτού και της Καίτης Κωνσταντίνου στον ρόλο του πρώην συζύγου της πρώτης που έχει κάνει αλλαγή φύλου. Από τα πιο νόστιμα ευρήματα του σίριαλ το φουλ στο ντιζάιν σκηνικό, που λειτουργεί ενισχυτικά στο ακραίο χιούμορ.


Στον Antenna, που συνηθίζει να ανταποκρίνεται σε ένα κοινό το οποίο αρέσκεται στις μυθοπλασίες παλιών φωτορομάντζων (άρα και πιο μεγάλους σε ηλικία τηλεθεατές), το ενδιαφέρον εφέτος εστιάζεται στη σειρά «Τι συμβαίνει με τον Χάρη». Μια σειρά που εκ θέματος απευθύνεται σε πιο νεανικό κοινό. Ο Γ. Πυρπασόπουλος, που υποδύεται τον κεντρικό ήρωα, κονταροχτυπιέται εξαιρετικά χαριτωμένα με την αφέλεια του χαρακτήρα του και τους προβληματισμούς του φύλου του. Εξίσου απολαυστικοί και οι χύμα απελευθερωμένοι γονείς του Λυδία Λένωση και Δ. Πουλικάκος. Ατού της σειράς οι ταχείες εναλλαγές ανάμεσα στις σκηνές δράσης του ήρωα και αυτές των εσωτερικών του αναμοχλεύσεων με τη βοήθεια του ψυχαναλυτή του. Οπως επίσης πνευματώδη είναι τα ξεχασμένα από την κάμερα πλάνα πάνω στο φόντο της σκηνής ενώ ο ηθοποιός έχει περάσει στην επόμενη σελίδα του σεναρίου.


Οι «Τρεις χήρες» της Ντόρας Γιαννακοπούλου και του Κ. Κουτσομύτη στον Alpha από το πρώτο τους επεισόδιο απέδειξαν τη γνωστή σφραγίδα των δημιουργών τους: στέρεη σεναριακή βάση, που με την αρωγή της πολύ καλής μουσικής παίζει με το άσπρο και το μαύρο της ζωής. Σκηνοθεσία που δεν διστάζει να εμποτίσει την τηλεοπτική επιφάνεια με κινηματογραφικά κάδρα, αλλά και θεατρικές εσωτερικότητες. Οι πρωταγωνίστριες (Αννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, Ταμίλα Κουλίεβα και Νόρα Βαλσάμη) προσπαθούν εμφανώς να ισορροπήσουν ανάμεσα στην καθιερωμένη τηλεοπτική τους εικόνα και αυτήν του νέου απαιτητικού ρόλου. Αποδεικνύονται αρκετά διαβασμένες όλες τους, με εξαίρεση την τρίτη, που σε κάποιες στιγμές, όταν… ξεχνιέται, μιλάει σαν την Αλίκη Βουγιουκλάκη.


Ο «Κόκκινος κύκλος» διαθέτει δύο σταθερές αξίες: τη σκηνοθετική αρτιότητα του Π. Κοκκινόπουλου και το επιμελημένο (σε κάθε επεισόδιο) κάστινγκ. Δύο στοιχεία που, όσο κι αν δείχνουν αυτονόητα στη βιομηχανία του θεάματος, η ελληνική τηλεοπτική τακτική σπανίως τα προσέχει.