Συνώνυμο της διευθέτησης του κόσμου από τους επικείμενους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Διάσκεψη της Γιάλτας (3-11 Φεβρουαρίου 1945) κατέστη έδαφος αντικρουόμενων ερμηνειών μεταπολεμικά. Προανάκρουσμα του Ψυχρού Πολέμου για πολλούς, θεωρήθηκε κύκνειο άσμα ενός θνήσκοντος Ρούζβελτ, πρόθυμου να προβεί σε παραχωρήσεις προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεργασία του Στάλιν στη συγκρότηση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, και πολιτική αναμέτρηση που έληξε σε βάρος των δυτικών συμμάχων με την επικύρωση του διχασμού της Ευρώπης. Αξεδιάλυτα δεμένη με την πεντηκονταετία της διελκυστίνδας μεταξύ των υπερδυνάμεων, μια τέτοια πρόσληψη μοιάζει σήμερα ώριμη προς αναθεώρηση. Η Γιάλτα υπήρξε μέρος ενός συστήματος συναντήσεων κορυφής, όχι μοναδική περίσταση, ενώ η σήμανσή της ως «νίκης» ή «ήττας» συσκοτίζει τον ρόλο της στον καθορισμό των προϋποθέσεων της μακρόχρονης μεταπολεμικής ειρήνης. Μελετώντας ενδελεχώς τα αποχαρακτηρισμένα απόρρητα σοβιετικά αρχεία και ξαναδιαβάζοντας τις αγγλοαμερικανικές πηγές ο ουκρανός ιστορικός του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Σέρχι Πλόχι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διαπραγμάτευση μεταξύ Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν, των λεγόμενων «Τριών Μεγάλων», στην Κριμαία έγινε τελικά στη βάση αμοιβαίων συμβιβασμών, αν και το τίμημά της ήταν οι θυσίες διακηρυγμένων αρχών των Δυτικών και η επιβίωση ενός ανελεύθερου συστήματος στην Ανατολική Ευρώπη επί μισό αιώνα.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω