Κάθε βιβλίο του Τζόναθαν Κόου αναμένεται με μεγάλη προσμονή από τους έλληνες αναγνώστες του. Το «Bournville. Το διαιρεμένο βασίλειο» (εκδ. Πόλις, μτφρ. Αλκηστις Τριμπέρη), το τέταρτο βιβλίο της σειράς βιβλίων υπό τον γενικό τίτλο «Αναταραχή» (Unrest), που συνδέεται δηλαδή χαλαρά με τα «Expo 58», «Σαν τη βροχή πριν πέσει», «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», δεν αποτελεί εξαίρεση και αναμένεται να δικαιώσει τους θαυμαστές του έργου του. Αν μη τι άλλο ο συγγραφέας χτίζει γενναιόδωρα τη μακρά ιστορία της οικογένειας Λαμπ από το Μπέρμιγχαμ και συγκεκριμένα από το Μπόρνβιλ του τίτλου, το πάλαι ποτέ χωριό απ’ όπου αναδύθηκε η σοκολατοβιομηχανία Cadbury. Αντλώντας μνήμες, ιστορίες και πρόσωπα από το ευρύτερο οικογενειακό του περιβάλλον, ο Κόου ξεδιπλώνει 75 χρόνια βρετανικής ιστορίας, από το 1945 ως το 2020, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την έλευση του κορωνοϊού, εστιάζοντας σε επτά κομβικά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα του, από την Ημέρα της Νίκης στην Ευρώπη το 1945 και τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ το 1953 ως τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1966, τον γάμο Καρόλου – Νταϊάνα το 1981 και τον θάνατο της τελευταίας το 1997. Ο χαρακτήρας που ενώνει όλες τις αφηγήσεις στο βιβλίο είναι η Μαίρη Λαμπ, βασισμένη στη μητέρα του Κόου, Τζάνετ, η οποία πέθανε μόνη και απομονωμένη εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων πρόληψης για την πανδημία.

Γιατί φτάσατε να γράψετε το πιο προσωπικό σας βιβλίο αφότου έφυγε από τη ζωή η μητέρα σας;

«Υπήρχαν 2-3 λόγοι. Οι δύο μουσικοί της τζαζ που κάνουν περιοδεία σε Αυστρία και Γερμανία στο βιβλίο στην πραγματικότητα ήμουν εγώ σε περιοδεία τον Μάρτιο του 2020, με την COVID-19 να βρίσκεται στο κατόπι μου. Οποτε έκανα μια βιβλιοπαρουσίαση, την επόμενη ημέρα ο χώρος διεξαγωγής έκλεινε εξαιτίας των έλευσης του ιού. Επίσης, ύστερα από κάθε εκδήλωση οι διοργανωτές πάντα με ρωτούσαν το ίδιο πράγμα: «Γιατί ψηφίσατε τον Μπόρις και το Brexit; Τι συμβαίνει στη χώρα σας;». Σκέφτηκα ότι έπρεπε να γράψω ένα βιβλίο σχετικά, χωρίς να εστιάσω στο δημοψήφισμα, όπως έκανα στη «Μέση Αγγλία», αλλά πηγαίνοντας πίσω στην ιστορία αυτή τη φορά, για να βρω από πού πηγάζει αυτό το αίσθημα των ανθρώπων της γενιάς μου, που είναι δηλαδή στα 60 τους ή και μεγαλύτεροι, ότι είναι οι «εκλεκτοί». Η αίσθησή μου ήταν ότι οι ρίζες βρίσκονταν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στους μύθους που αναπαράγουν οι Αγγλοι σχετικά με αυτόν. Μετά η μητέρα μου πέθανε υπό τις συνθήκες που περιγράφω στο τέλος του βιβλίου και ήμουν συντετριμμένος και ένιωθα ότι ήθελα να γράψω κάτι για εκείνη. Σκέφτηκα λοιπόν ότι οι δύο ιδέες μπορούν να συνδυαστούν. Τέλος, αισθάνθηκα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να εκφράσω πώς αντιδρούν οι Βρετανοί σε κομβικά γεγονότα της ιστορίας τους – όπως είχα κάνει στη «Μέση Αγγλία» με την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών του 2012».

Είναι λοιπόν ένας «προσωπικός εξορκισμός», όπως έχετε πει, ένας τρόπος να διαχειριστείτε το πένθος;

«Ναι, έτσι πιστεύω. Οταν χάνεις και τους δυο σου γονείς, χάνεται ένας ισχυρός σύνδεσμος με το παρελθόν και την παιδική σου ηλικία. Είναι μια στιγμή μεγάλου πένθους αλλά και μια ευκαιρία να τραβήξεις μια γραμμή και να προχωρήσεις μπροστά. Εχω γράψει πολύ για τα παιδικά μου και τα εφηβικά μου χρόνια, για τη σχέση μου με το Μπέρμιγχαμ και τα Midlands. Μετά το «Bournville» δεν αισθάνομαι πια την ανάγκη να διερευνώ όλα αυτά τα θέματα για το παρελθόν μου όπως έχω κάνει σε όλα μου τα βιβλία μέχρι σήμερα. Στο νέο βιβλίο που γράφω θέλω να κάνω κάτι τελείως διαφορετικό, να γράψω σε ένα εντελώς διαφορετικό είδος μια ιστορία που δεν θα διαδραματίζεται καν στα Midlands, το οποίο είναι μια τεράστια περιπέτεια για εμένα».

Θα εξακολουθήσετε, φαντάζομαι, να είστε χρονογράφος της «Αγγλικότητας»; Αλήθεια, συμφωνείτε με τον χαρακτηρισμό ή μήπως αδικεί το έργο σας;

«Δεν ασχολούμαι πολύ με τις ταμπέλες που βάζουν οι δημοσιογράφοι ή οι κριτικοί στη δουλειά μου, δεν νομίζω ότι επηρεάζει τη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη, το οποίο είναι αυτό που με ενδιαφέρει επί της ουσίας. Είναι ωραίο να σου δίνουν σημασία, οπότε αν οι άνθρωποι θέλουν να δουν τα βιβλία μου υπό αυτό το πρίσμα είναι μια χαρά. Φυσικά μιλάω πολύ για την αγγλική εθνική ταυτότητα και ειδικά σε αυτό το βιβλίο, αλλά συχνά είναι και το κομμάτι στο οποίο επιλέγουν να εστιάσουν οι δημοσιογράφοι, επειδή είναι πιο εύκολο να γράφεις άρθρα για πολιτική από ό,τι για λογοτεχνία. Εμπιστεύομαι τους αναγνώστες μου όταν διαβάζουν τα βιβλία μου ότι τα βλέπουν για αυτό που είναι. Πολυδιάστατα, προσωπικά, πολιτικά και εξαρτάται από εκείνους/ες με ποια από τις παραμέτρους τους θα συνδεθούν, κάτι που δεν μπορείς να προβλέψεις».

Βρετανοί δημοσιογράφοι και κριτικοί εκφράστηκαν με ενθουσιασμό για τα τελευταία σας βιβλία, ιδίως για τη «Μέση Αγγλία» και το «Bourneville», κάτι που δεν ίσχυε απαραίτητα τα τελευταία χρόνια. Γιατί, πιστεύετε, συνέβαινε αυτό;

«Είναι αρκετά περίπλοκο, αλλά το τι σημαίνει να είσαι Αγγλος
– αν αυτή είναι μια από τις θεματικές μου – είναι κάτι διαφορετικό για έναν ξένο αναγνώστη από ό,τι για έναν Βρετανό. Οι μεν κοιτούν από το παράθυρο, οι δε στον καθρέφτη. Εγώ πρέπει να γράψω κάτι που θα επικοινωνεί και με τους δύο. Το κάνω όσο καλύτερα μπορώ, ορισμένες φορές βρετανοί δημοσιογράφοι θα μου πουν ότι βρήκαν κάποια σημεία του βιβλίου μου λίγο προφανή. Κι εγώ λέω: «Ναι, αλλά γράφω επίσης για αναγνώστες που δεν τα ξέρουν όλα αυτά τόσο καλά όσο εμείς». Από την άλλη, οι ξένοι αναγνώστες συχνά θα παραπονεθούν ότι εμμένω σε λεπτομέρειες για την αγγλική ζωή τις οποίες δεν καταλαβαίνουν. Προσπαθώ να υπηρετήσω δύο διαφορετικά αναγνωστικά κοινά, όμως το θέμα είναι να το σκέφτεσαι όσο λιγότερο γίνεται, να αφηγείσαι τις ιστορίες σου όσο πιο φυσικά μπορείς και όχι να προσπαθείς να προβλέψεις τις αντιδράσεις των αναγνωστών, γιατί εξάλλου είναι και ανέφικτο. Υπήρξε ένα διάστημα 10-15 χρόνων που δεν έπαιρνα καλές κριτικές στη Βρετανία και δεν το κατάλαβα ποτέ, γιατί ορισμένα από τα αγαπημένα μου βιβλία είναι εκείνα που έγραψα ανάμεσα στη «Λέσχη των τιποτένιων» και στη «Μέση Αγγλία». Είναι όμορφο που αρέσω πάλι στους ανθρώπους».

Πάντως, κοιτώντας από το παράθυρο, εμείς βλέπουμε ότι οι Βρετανοί δεν καθοδηγούνται και τόσο από το συναίσθημα, όπως διάβαζα ότι διατείνεστε εσείς.

«Eπειδή δεν εκφράζουμε τα συναισθήματά μας δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Πλέον είναι πιο αποδεκτό, θα έλεγα και υποχρεωτικό, να δείχνεις τα συναισθήματά σου δημοσίως. Είναι κάτι που οφείλεται στον θάνατο της Νταϊάνα και γι’ αυτό ήθελα να γράψω για την κηδεία της στο βιβλίο. Γιατί η βασίλισσα προσπάθησε να επιδείξει εγκράτεια, αλλά ο κόσμος απαίτησε από εκείνη να δείξει ότι πενθεί και συνειδητοποίησε ότι θα έχανε την επαφή της με τον λαό αν δεν το έκανε. Ηταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εβδομάδα στη βρετανική ιστορία. Η άλλη στιγμή που το συναίσθημα υπερίσχυσε της λογικής ήταν στη διάρκεια του δημοψηφίσματος για το Βrexit. Νομίζω ότι η καμπάνια υπέρ της εξόδου βασίστηκε στο συναίσθημα, ενώ εκείνη υπέρ της παραμονής βασίστηκε στη λογική. Οι άνθρωποι που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η έξοδος ήταν η ενδεδειγμένη απόφαση μιλούν με όρους που βασίζονται στο συναίσθημα. Μιλούν για ελευθερία, κυριαρχία, ανεξαρτησία κ.λπ. Οσοι είμαστε πραγματιστές πιστεύουμε ότι πρόκειται για ένα τεράστιο λάθος».

Στο βιβλίο χρησιμοποιείτε επτά διαφορετικά επεισόδια της βρετανικής ιστορίας των τελευταίων 75 χρόνων που συχνά έχουν στο επίκεντρο τη βασιλική οικογένεια. Μολονότι φτάνετε μέχρι το 2020, δεν υπάρχει κάποια νύξη για τον Χάρι και τη Μέγκαν. Γιατί;

«Υποθέτω επειδή ακόμα και όταν υπάρχει σύνδεση με τον θεσμό της βασιλείας, η βασιλική οικογένεια δεν μου προκαλεί κανένα απολύτως ενδιαφέρον, για εμένα είναι εντελώς ανεξιχνίαστη. Δεν θα ήξερα πώς να γράψω για αυτό το θέμα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου βιβλίου. Υπάρχουν πολλά να ειπωθούν, οι νοοτροπίες απέναντι στον Χάρι και στη Μέγκαν υποδηλώνουν πολλά για τον Τύπο, τη δημοσιογραφία, τον ρατσισμό, για το χάσμα των γενεών που χωρίζει τη Βρετανία στη μέση, αλλά αυτή η αφήγηση είναι για ένα άλλο βιβλίο, κατά τη γνώμη μου».

Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται η νέα βρετανική ταυτότητα βάσει των τελευταίων γεγονότων μετά τον θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ;

«Κοιτάξτε τον «νέο» μας βασιλιά που είναι 70 χρόνων και περίμενε όλη του τη ζωή για αυτόν τον τίτλο, δεν είναι δα και μια ένεση φρεσκάδας στη μοναρχία… Εχει ενδιαφέρον να δει κανείς πώς παθιάζεται ο βρετανικός λαός με τη βασιλική οικογένεια, αλλά τελικά δεν έχει σημασία ποιος κάθεται στον θρόνο. Η ζωή δεν έχει αλλάξει καθόλου τώρα που είναι βασιλιάς ο Κάρολος. Από το 2016 και μετά έχουμε δει τη στάση ζωής μιας παλαιότερης, αντιδραστικής γενιάς που δεν είναι άνετη με την κατεύθυνση που πήραν τα πράγματα τα τελευταία 30-40 χρόνια και ας είναι εύρωστη από οικονομική άποψη. Αισθάνεται πικρία, μνησικακία, περιφρόνηση για τη νεότερη γενιά και τις αξίες της, όμως κατάφερε να διατρανώσει τη θέση της τα τελευταία χρόνια. Τελικά τον λόγο θα τον έχουν οι νεότεροι, που δεν αποδίδουν αξία στο έθνος-κράτος, είναι πιο άνετοι με την πολυπολιτισμικότητα, με διαφορετικές εκφάνσεις της σεξουαλικότητας. Θα έρθουν στο προσκήνιο τα επόμενα χρόνια, οπότε αισθάνομαι ότι ζούμε μια συγκυρία όπου έχει επικρατήσει η αντιδραστικότητα και η οπισθοδρόμηση, αλλά είναι μόνο μια συγκυρία».

Από όλους τους πολιτικούς, γιατί επιλέξατε τον Μπόρις Τζόνσον ως (βουβό) χαρακτήρα στο βιβλίο σας;

«Οι υπαρκτοί χαρακτήρες στα βιβλία μου βρίσκονται πάντα στο φόντο, σπάνια μιλούν. Εδώ ο Μπόρις μιλάει από την τηλεόραση, έρχεται και φεύγει από μπαρ στις Βρυξέλλες κ.λπ. Είναι μια πολύ σημαντική μορφή στη δημόσια ζωή της Βρετανίας τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ενας πρώην δημοσιογράφος που αντιμετώπισε τα τεκταινόμενα στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως ένα αστείο και έκανε το σχετικό σατιρικό γράψιμο δημοφιλές. Αυτό που μου φαινόταν ενδιαφέρον ήταν ότι η εικόνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης από την οποία μας προέτρεπε να φύγουμε ήταν η ίδια που είχε δημιουργήσει ο ίδιος ως δημοσιογράφος στη δεκαετία του ’90. Υπό μια έννοια είναι ο απόλυτος θρίαμβος του βρετανικού χιούμορ ότι αποφασίσαμε τελικά πως η ΕΕ ήταν όντως ένα joke και καταλήξαμε ότι ήταν εύκολο να φύγουμε, δίχως να επικρατήσει τελικά η λογική και να αντιληφθεί ο κόσμος γιατί ήταν σημαντική η παραμονή μας».