Στον σκοτεινό πυθμένα των θαλασσών τα ναυάγια αιωρούνται ως υγρές αρχειοθήκες. Είναι τόποι σιωπηλοί, γεμάτοι υπολείμματα βίου και εμπορικών διαδρομών, με ερωτήσεις χωρίς απαντήσεις.

Από τον Τιτανικό μέχρι τα Αντικύθηρα, από το ναυάγιο του τορπιλισμένου υπερωκεανίου RMS Medina το 1917 μέχρι τα εκατοντάδες πλοία των πολέμων που κοσμούν πλέον τον βυθό της Μεσογείου, κάθε ναυάγιο κρύβει μια ιστορία.

Για αιώνες, η προσέγγιση αυτών των τόπων ήταν υπόθεση λίγων και τολμηρών: ήταν οι δύτες, οι θαλάσσιοι γεωλόγοι, αρχαιολόγοι, μηχανικοί που το αποτολμούσαν ως επί το πλείστον, μέσα από πολύπλοκες αποστολές, προσπαθώντας να αποκτήσουν πρόσβαση στα υποθαλάσσια αυτά αρχεία.

Όμως επειδή οι ιστορίες που συνέθεταν και συνθέτουν είναι κατακερματισμένες, πολλές φορές ήταν και είναι μη προσβάσιμες με τα παραδοσιακά εργαλεία της έρευνας. Αναμενόμενα, η Τεχνητή Νοημοσύνη που έχει σαρώσει τα πάντα μοιάζει ιδανική όχι μόνο για να τις εντοπίσει αλλά και για να τις ανασυνθέσει, καθώς καταδύεται σε αυτούς τους βυθούς με διαφορετικούς όρους. Ας όψονται οι πανταχού παρόντες αλγόριθμοι.

Εντοπισμός στο σκοτάδι: sonar και machine learning

Τα τελευταία χρόνια, η ΑΙ επιστρατεύεται σε αποστολές εντοπισμού και τεκμηρίωσης ναυαγίων. Η αρχική χρήση της αφορά την ανάλυση δορυφορικών ή υποβρύχιων εικόνων υψηλής ανάλυσης, όπου τα ανθρώπινα μάτια δύσκολα μπορούν να διακρίνουν λεπτομέρειες.

Εδώ παρεμβαίνει το machine learning. Κοινώς, οι φίλοι μας οι αλγόριθμοι εκπαιδεύονται σε χιλιάδες εικόνες γνωστών ναυαγίων ώστε να αναγνωρίζουν μοτίβα: γεωμετρικά σχήματα, ασυνήθιστες μετατοπίσεις στον πυθμένα ή και τις χαρακτηριστικές σιλουέτες ενός βυθισμένου σκαριού. Ετσι, η τεχνητή όραση αποκτά διαισθητικότητα, ένα είδος μνήμης της μνήμης.

Η εξερεύνηση των βυθών ξεκινά πλέον από την επιφάνεια. Μέσω side-scan sonar, Bathymetric LiDAR (μια τεχνολογία που στέλνει παλμούς λέιζερ από έναν αισθητήρα, συνήθως τοποθετημένο σε αεροπλάνο ή drone, και μετρά τον χρόνο που χρειάζεται το φως να επιστρέψει αφού χτυπήσει σε μια επιφάνεια) και δορυφορικών δεδομένων, χαρτογραφούνται μεγάλες εκτάσεις πυθμένα.

Η πρόκληση είναι η ερμηνεία: ποια στίγματα είναι φυσικοί σχηματισμοί και ποια ίχνη ανθρώπινης παρουσίας; Εντυπωσιακή είναι η χρήση τέτοιων εργαλείων από τον οργανισμό BOEM (Bureau of Ocean Energy Management), μια ομοσπονδιακή υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών υπεύθυνη για τη διαχείριση της ενέργειας και των φυσικών πόρων στον θαλάσσιο χώρο των ΗΠΑ.

Ο ΒΟΕΜ λοιπόν εντόπισε δεκάδες ιστορικά ναυάγια στον Κόλπο του Μεξικού και κατά μήκος της Ανατολικής Ακτής που δεν είχαν ποτέ καταγραφεί. Αντίστοιχα, ο οργανισμός Ocean Exploration Trust (ΟΕΤ) αξιοποιεί ΑΙ σε συνδυασμό με ROVs (Remotely Operated Vehicles) για να χαρτογραφήσει και να εξετάσει ναυάγια με ταχύτητα και ακρίβεια που πριν από λίγα χρόνια ήταν αδιανόητες.

Σημειωτέον, ο OET είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε από τον διάσημο εξερευνητή και ωκεανογράφο δρα Ρόμπερτ Μπάλαρντ, που είναι γνωστός για την ανακάλυψη του ναυαγίου του Τιτανικού.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν σταματά στην αναγνώριση ή την απεικόνιση. Τα πιο προχωρημένα μοντέλα μπορούν να βοηθήσουν στην ανασύσταση σπασμένων αντικειμένων, στη συμπλήρωση χαμένων δεδομένων ή ακόμα και στην προσομοίωση περιβαλλοντικών συνθηκών του ναυαγίου (ύψος κυμάτων, θερμοκρασία, πιθανό σενάριο πρόσκρουσης).

Στο ναυάγιο του RMS Medina, στα ανοιχτά της Σαουδικής Αραβίας, η ΑΙ συνδύασε δεδομένα από κεραμικά, υφάσματα και οργανικά κατάλοιπα ώστε να «φανταστεί» με ακρίβεια την πορεία και τον εμπορικό χαρακτήρα του πλοίου. Η πληροφορία δεν παράγεται μόνο ως επιστημονικό συμπέρασμα αλλά και ως αφήγηση: μια ιστορία που ξαναγράφεται με ψηφιακά μέσα.

Το ναυάγιο του Τιτανικού και η ψηφιακή ανάσταση

Η περίπτωση του Τιτανικού αποτελεί εμβληματικό παράδειγμα του πώς η Τεχνητή Νοημοσύνη μετασχηματίζει τη σχέση μας με τα ναυάγια. Πέρα από το ιστορικό του βάρος και τη συναισθηματική του φόρτιση, ο Τιτανικός είναι πλέον ένα από τα πιο «ψηφιοποιημένα» ναυάγια στον κόσμο.

Το 2023, μια διεθνής ερευνητική ομάδα με την υποστήριξη της εταιρείας Magellan και τη συνδρομή τεχνικών από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, κατάφερε να δημιουργήσει ένα πλήρες, τρισδιάστατο μοντέλο του ναυαγίου, βασισμένο σε πάνω από 700.000 υποθαλάσσιες εικόνες που καταγράφηκαν από αυτόνομα ρομποτικά οχήματα.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη χρησιμοποιήθηκε για την απομάκρυνση υποθαλάσσιων «θορύβων» από τις εικόνες, την ανάλυση των φθαρμένων επιφανειών και τη σύνθεση των δεδομένων σε ένα ενιαίο, φωτορεαλιστικό σύνολο.

Το αποτέλεσμα είναι μια ψηφιακή αναπαράσταση που προσφέρει όχι μόνο επιστημονική ακρίβεια αλλά και συγκινησιακό βάθος. Με λίγα λόγια, μια νέα μορφή πρόσβασης σε ένα ιστορικό συμβάν που έως τώρα ανήκε στη σφαίρα του απρόσιτου.

Παράλληλα, πανεπιστημιακά εργαστήρια αξιοποίησαν την AI για να αναπλάσουν προσωπικές ιστορίες επιβατών, μέσα από την επεξεργασία επιστολών και ημερολογίων. Οι εικονικοί χαρακτήρες που προέκυψαν δεν αποτελούν αληθινές προσωπογραφίες, αλλά δίνουν μορφή σε μια υποθετική μνήμη.

Είναι μια προσπάθεια επανασύνδεσης με φωνές που χάθηκαν, μια μορφή αφήγησης που διασώζει το παρελθόν, όχι με ακρίβεια στη λεπτομέρεια, αλλά με στοχαστική ενσυναίσθηση.

Ένα συναρπαστικό παράδειγμα της χρήσης AI στην αρχαιολογία είναι η περίπτωση της βυθισμένης ρωμαϊκής πόλης Μπάια, στα ανοικτά της Νάπολι στην Ιταλία. Εκεί, η Tεχνητή Nοημοσύνη αξιοποιείται για την παρακολούθηση και προστασία των αρχαίων ερειπίων κάτω από τη θάλασσα.

Η εταιρεία WSense, που ειδικεύεται στην υποβρύχια επικοινωνία, έχει αναπτύξει ένα έξυπνο δίκτυο από αισθητήρες και ακουστικά μόντεμ, που προσαρμόζεται αυτόματα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της θάλασσας και μεταδίδει περιβαλλοντικά δεδομένα σε πραγματικό χρόνο.

Το σύστημα αυτό επιτρέπει την απομακρυσμένη παρακολούθηση του αρχαιολογικού χώρου, διευκολύνει την επικοινωνία και την πλοήγηση των δυτών και, στο μέλλον, ενδέχεται να προσφέρεται και στους επισκέπτες μέσω διαδραστικών tablets.

Στην περίπτωση της Μεσογείου, ανάλογες τεχνικές εφαρμόζονται πειραματικά στην Κρήτη και στο Αιγαίο, σε συνεργασία με ερευνητικά ιδρύματα και ναυτικά μουσεία, αξιοποιώντας τόσο sonar όσο και data fusion από παλαιότερες ερευνητικές καταγραφές.

Η AI εν προκειμένω λειτουργεί σαν καλειδοσκόπιο ιστοριών: συνθέτει αποσπασματικές πληροφορίες σε πιθανές αφηγήσεις. Πρόσφατα ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ ανέπτυξαν ένα πρωτοποριακό ανθρωποειδές ρομπότ για υποβρύχια εξερεύνηση, το OceanOneK, που μπορεί να φτάσει σε βάθη έως και 1.000 μέτρων.

Το ρομπότ είναι τηλεχειριζόμενο και προσφέρει στους χειριστές του όχι μόνο όραση αλλά και αίσθηση αφής, επιτρέποντάς τους να βιώνουν την εμπειρία του βυθού σχεδόν σαν να βρίσκονται εκεί.

Το 2016, το πρώτο OceanOne εξερεύνησε ένα ναυάγιο του 1664 σε βάθος 100 μέτρων. Η νέα έκδοση, OceanOneK, έχει ήδη πραγματοποιήσει αποστολές σε μεγάλα βάθη στη Μεσόγειο.

Το 2022, ερεύνησε ναυάγια αεροσκαφών, πλοίων, ενός υποβρυχίου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενός ρωμαϊκού εμπορικού πλοίου του 200 μ.Χ., φθάνοντας μέχρι τα 852 μέτρα. Σε εκείνο το βάθος, το ρομπότ τοποθέτησε συμβολικά μια αναμνηστική πλάκα στον βυθό, σηματοδοτώντας την επιτυχία της αποστολής.

Ηθικά διλήμματα και ερωτήματα

Φυσικά, αυτή η «αναβίωση» των ναυαγίων γεννά νέα ερωτήματα. Ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην επιστημονική τεκμηρίωση και την υπεραισθητική αναπαράσταση; Τα ναυάγια είναι τάφοι, τόποι πένθους. Είναι σωστό να τα αναπλάθουμε, να τα επισκεπτόμαστε ψηφιακά, να τα «καταναλώνουμε»;

Η περίπτωση του Τιτανικού και πάλι εγείρει ζητήματα. Η δημιουργία 3D περιηγήσεων έχει ανοίξει την πόρτα σε μια νέα τουριστική εμπειρία: σύντομα θα είναι δυνατό κάποιος, με ειδικά γυαλιά VR, να «περπατήσει» στο κατάστρωμα λίγα λεπτά πριν από τη βύθιση.

Είναι αυτό σεβασμός ή φετιχισμός; Πώς τοποθετούμαστε απέναντι σε ένα ναυάγιο-τραγωδία, όταν το μετατρέπουμε σε διαδραστικό θέαμα; Η συζήτηση είναι ακόμα ανοιχτή.

Η UNESCO, μέσα από τη Σύμβαση του 2001 για την Προστασία της Υποβρύχιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τονίζει ότι τα ναυάγια δεν είναι «προϊόντα προς εκμετάλλευση» αλλά πολιτισμικά αποθέματα με ευαισθησίες.

Η Tεχνητή Nοημοσύνη, λοιπόν, δεν πρέπει να λειτουργεί ως βιομηχανία θέασης, αλλά ως εργαλείο αποκατάστασης, γνώσης και σεβασμού.

Στην ουσία, η Tεχνητή Nοημοσύνη επαναφέρει ένα κεντρικό φιλοσοφικό ζήτημα: το πώς θυμόμαστε. Η μνήμη αποκτά νέα υλικότητα. Και ίσως εκεί βρίσκεται και η δύναμη του φαινομένου: να επανεφεύρουμε τον τρόπο που συνομιλούμε με το παρελθόν.

Όχι για να το ξεχάσουμε, ούτε να το κάνουμε φολκλόρ, αλλά για να εισχωρήσουμε στο βάθος. Όχι του βυθού, αλλά της Ιστορίας.