Η Ελενα Παπαλεξίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Centre de Recherche sur l’Histoire du Théâtre, Paris IV-Sorbonne, 2005), στο βιβλίο της με τίτλο «Ταξιδεύοντας στη χώρα της ουτοπίας» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καπόν), επιχειρεί μία επισκόπηση της εξηνταετούς καλλιτεχνικής πορείας του «Θεάτρου του Ηλιου» και μία αδρή σκιαγράφηση της πληθωρικής προσωπικότητας της ιδρύτριάς του, Αριάν Μνουσκίν, και της πολυσχιδούς δράσης της.

Το βιβλίο σας «Ταξιδεύοντας στη χώρα της ουτοπίας» είναι το απόσταγμα πολυετούς ενασχόλησης με το έργο της Αριάν Μνουσκίν και του «Θεάτρου του Ηλιου». Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε αρχικά και σας οδήγησε σε αυτή την εκτενή ερευνητική διαδρομή;

«Εχοντας ζήσει για πάνω από μία δεκαετία στο Παρίσι, είχα την ευκαιρία να βιώσω την πρωτόγνωρη εμπειρία του μαγευτικού χώρου της Καρτουσερί, που στεγάζει μέχρι σήμερα τον θίασο, και να γοητευθώ από την καθηλωτική ενέργεια των ηθοποιών του “Θεάτρου του Ηλιου”. Ετσι μού γεννήθηκε η επιθυμία να μελετήσω βαθύτερα το έργο της Αριάν Μνουσκίν. Αρχικά εστίασα στην εμβληματική τετραλογία “Οι Ατρείδες”, η οποία αποτέλεσε μέρος της διδακτορικής μου διατριβής: “Η αρχαία τραγωδία στη σύγχρονη σκηνή”.

Αργότερα αποφάσισα να μελετήσω το σύνολο του έργου της στο πλαίσιο μεταδιδακτορικής έρευνας. Στην Ελλάδα, η αποδοχή και το ενδιαφέρον του ακαδημαϊκού και καλλιτεχνικού κόσμου αλλά και του ευρύτερου κοινού για το έργο της Αριάν Μνουσκίν ενίσχυσε την πεποίθησή μου για την ανάγκη μιας σφαιρικής μελέτης στην ελληνική γλώσσα. Ακόμη μεγαλύτερη ώθηση μου έδωσε και η ανταπόκριση των φοιτητών και φοιτητριών μου στις πανεπιστημιακές μου παραδόσεις».

Αναφέρετε ότι η Μνουσκίν «συνθέτει την ουτοπία ως δυνατότητα του πραγματικού». Τι σημαίνει για εσάς, προσωπικά, η έννοια της «ουτοπίας» στον θεατρικό της κόσμο και πόσο εφικτή είναι τελικά;

«Το όραμα της Αριάν Μνουσκίν να αλλάξει τον κόσμο και η ουτοπία μιας επανάστασης προ των πυλών, είναι αδιάρρηκτα συνυφασμένα με τους στόχους του “Θεάτρου του Ηλιου”, όπως εκφράστηκαν κυρίως κατά τις πρώτες δεκαετίες της διαδρομής του. Πιστεύει σε μιαν ειρηνική επανάσταση στο όνομα των πανανθρώπινων αξιών της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης, που εμπεριέχονται στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και στις αρχές του Διαφωτισμού, με τις οποίες έχει γαλουχηθεί.

Στους δύσκολους καιρούς που διάγουμε, η Μνουσκίν αποφασίζει συνειδητά να αφυπνίσει τους θεατές, κρίνοντας ότι η τέχνη ενσαρκώνεται σε πολιτική πράξη όταν ανοίγει διαύλους επικοινωνίας και μοίρασμα συναισθημάτων και ιδεών που μπορούν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε μία συλλογική δράση. Αλλωστε για εκείνην, πολιτική και ρεαλισμός είναι το κυνήγι της ουτοπίας. Αυτή η ουτοπία είναι κεφαλαιώδης για την ύπαρξη του “Θεάτρου του Ηλιου” που συναντά την εκπλήρωσή του στη συλλογική δημιουργία και στη συλλογική δράση.

Για παράδειγμα, απέναντι στο συνταρακτικό γεγονός του πολέμου της Ουκρανίας, η Αριάν Μνουσκίν δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Τον Μάρτιο του 2023, μαινόμενου του πολέμου και με κίνδυνο της ζωής της και των συνεργατών της, αποφασίζει, συνοδευόμενη από ένα κλιμάκιο του θιάσου της, να ταξιδέψει στο Κίεβο με στόχο να οργανώσει ένα θεατρικό εργαστήριο, το Νομαδικό Σχολείο, με τη συμμετοχή περίπου εκατό ουκρανών καλλιτεχνών.

Η σκληρή πραγματικότητα του πολέμου θα μετουσιωθεί σε θεατρική δημιουργία. Η εμπειρία αυτή θα τροφοδοτήσει τον θίασο με υλικό έμπνευσης για την παράσταση “Εδώ έχει δράκους” που παρακολουθήσαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Πρόκειται επομένως για ένα θέατρο που διατηρεί ζωντανό το όραμα της ουτοπίας, μέσα από την άρνησή του να εγκαταλείψει την πίστη στο ανέφικτο. “Η ουτοπία δεν είναι το ανέφικτο. Η ουτοπία είναι το εφικτό, που ακόμα δεν έχει πραγματοποιηθεί” τονίζει εμφατικά και η ίδια η Μνουσκίν».

Πώς σας φάνηκε η παράσταση, αλήθεια; Γιατί θεωρείτε ότι προκάλεσε τόσο έντονες αντιδράσεις στη χώρα μας;

«Η Μνουσκίν ανέκαθεν είχε την πεποίθηση ότι το “μεγάλο θέατρο” είναι ιστορικό και ότι εμείς είμαστε σταγόνες αυτού του ποταμού που ονομάζεται Ιστορία. Δεν ομφαλοσκοπεί ασχολούμενη μόνο με τα τεκταινόμενα στη χώρα της, αντιθέτως καταπιάνεται με την εξιστόρηση των ιδεολογιών, την αφήγηση της ιστορίας του κόσμου και τις μεγάλες απειλές του φανατισμού, του σκοταδισμού και του ολοκληρωτισμού.

Από τον πολίτη της πόλης, στον πολίτη του κόσμου, αναζητά να ορίσει την υπευθυνότητα και τη συμμετοχικότητα σε παγκόσμια κλίμακα, επιχειρώντας να συλλάβει τα ανθρώπινα και πολιτικά δράματα σε όλον τον πλανήτη. Δεν είναι λοιπόν η πρώτη φορά που καταπιάνεται με την ιστορία. Να θυμίσουμε το “1789” και το “1793”, δύο ιστορικές παραστάσεις στις οποίες παρουσιάζεται η Γαλλική Επανάσταση και η ζοφερή περίοδος που ακολούθησε στη συνέχεια, τον “Νορόντομ Σιχανούκ” όπου αφηγείται την ιδιαίτερα νωπή εκείνη την εποχή τραγωδία της Καμπότζης, την “Ινδιάδα”, που αφορούσε στο όνειδος του διαχωρισμού του Πακιστάν από την Ινδία, το “Μεφίστο” για την άνοδο του ναζισμού, τους “Ναυαγούς της Τρελής Ελπίδας”, όπου το “Θέατρο του Ηλιου” επιχείρησε να φωτίσει τα αίτια της πρόκλησης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στο “Εδώ έχει δράκους”, η Μνουσκίν τολμά να αγγίξει χωρίς εξωραϊσμούς και εξιδανικεύσεις τη σκοτεινή πλευρά μιας ένδοξης περιόδου της ιστορίας, της Ρωσικής Επανάστασης, και να αποκαλύψει μια άλλη ιστορική πραγματικότητα. Ρίχνει φως στον ρόλο των Μπολσεβίκων και ιδίως του Λένιν και διερευνά πώς πραξικοπηματικά κατέλαβαν την εξουσία και με ποιους μηχανισμούς την επέβαλαν, όπως για παράδειγμα με τη δημιουργία της Τσε Κα, της μυστικής Αστυνομίας που υπήρξε πρόγονος της Κα Γκε Μπε.

Είδα την παράσταση τέσσερις φορές, δύο στο Παρίσι και δύο στην Αθήνα, και οφείλω να ομολογήσω ότι κάθε φορά τη διάβαζα μέσα από διαφορετικές οπτικές. Πρόκειται για μία ευθεία και πολύ πυκνή αφήγηση της ιστορίας, η οποία πραγματώνεται σκηνικά μέσα από μία πλούσια παλέτα παραστασιακών στρατηγικών. Ολο το στήσιμο ήταν κατά μέτωπον, ενώπιος ενωπίω, ερχόταν καταπάνω μας και μας δονούσε σαν ωστικό κύμα.

Η ίδια η ροή της ιστορίας μάς συνέπαιρνε, ωσάν να παρακολουθούσαμε ένα πολιτικό θρίλερ. Επιστρατεύθηκαν καίριες τεχνικές ανοικείωσης, όπως το ντουμπλάζ, η συναρμολόγηση-αποσυναρμολόγηση του σκηνικού αλλά και οι μάσκες των πολιτικών προσώπων, ένα ευφυές εύρημα, κατά τη γνώμη μου, που υπαγόρευε και έναν πολύ χαρακτηριστικό κινησιολογικό κώδικα.

Η παράσταση αποθεώθηκε στη Γαλλία και έλαβε έξοχες κριτικές σχεδόν από το σύνολο του Τύπου. Στην Ελλάδα μία μερίδα του κοινού που εισήλθε στην παράσταση έχοντας ακλόνητες πεποιθήσεις και τη βεβαιότητα ότι κατέχει την απόλυτη ιστορική αλήθεια, φαίνεται πως απογοητεύθηκε. Η Μνουσκίν γνώριζε για την τραγωδία του Εμφυλίου και τις πληγές που έχει αφήσει στη χώρα μας και είχε επίγνωση ότι η παράσταση ίσως θα ενοχλούσε κάποιους.

Ωστόσο, όπως έχει πει και η ίδια, σκοπός του θεάτρου είναι να ενοχλεί και όχι να κολακεύει. Η παράσταση αυτή αποκάλυψε ότι, ναι, για κάποιους στη χώρα μας υπάρχουν ακόμη και σήμερα δράκοι, περιοχές απαγορευμένες και απροσπέλαστες. Παρατήρησα όμως ότι οι περισσότεροι θεατές, κυρίως νεαρά άτομα, αντέδρασαν με ενθουσιασμό και επευφημίες. Ενα λοιπόν ακόμη στοιχείο που ίσως καθιστά μοναδικό το “Θέατρο του Ηλιου”, μαζί με την αέναη ακτινοβολία του, είναι ότι μας διδάσκει πώς να μιλάμε μέσω του παρελθόντος για το παρόν».

Το «Θέατρο του Ηλιου» φαίνεται να λειτουργεί όχι μόνο ως καλλιτεχνικό σχήμα αλλά και ως μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Πόσο πολιτική είναι τελικά η τέχνη της Μνουσκίν, και πού χαράσσεται το όριο μεταξύ πολιτικής δράσης και αισθητικής πρότασης;

«Το παράδειγμα της Ουκρανίας και ο συσχετισμός του με την παράσταση “Εδώ έχει δράκους” που ανέφερα παραπάνω, είναι χαρακτηριστικό. Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις στο “Θέατρο του Ηλιου” η πολιτική μετουσιώθηκε σε θεατρική δράση. Η Μνουσκίν πιστεύει σε ένα θέατρο άμεσα συνδεδεμένo με τα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα που άπτονται της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας. Θα το χαρακτήριζα ένα θέατρο αφύπνισης του πολίτη.

Οσο όμως τα πολιτικά γεγονότα είναι επίκαιρα, τόσο η Μνουσκίν χρησιμοποιεί θεατρικές φόρμες ανοίκειες για τον θεατή. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα, σκεφτείτε ότι το 1985 τόλμησε να μιλήσει για τη ματωμένη ιστορία της Καμπότζης με απόσταση ελάχιστων ετών από τις φρικαλεότητες, ωστόσο θα προτιμήσω να αναφερθώ σε ορισμένα πιο πρόσφατα.

Τον Νοέμβριο του 2016 το “Θέατρο του Ηλιου” ανεβάζει το έργο “Ενα δωμάτιο στην Ινδία”, μία παράσταση που σημαδεύεται από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι. Πρόκειται για μία από τις πιο θανατηφόρες επιθέσεις που έχουν διαπραχθεί ποτέ στη Γαλλία, των οποίων την ευθύνη αναλαμβάνει το Ισλαμικό Κράτος.

Η Μνουσκίν δεν διστάζει να καταγγείλει από σκηνής τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, παντρεύοντας δύο εντελώς ετερόκλητους κώδικες: την αφήγηση τραγικών γεγονότων υπό τον μανδύα του κωμικού με το ινδικό μουσικοχορευτικό θέατρο του δρόμου Τερουκούτου. Η παράσταση αγγίζει ένα πλήθος πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων, μεταξύ άλλων το ζήτημα της θέσης των γυναικών στη Μέση Ανατολή.

Να σημειώσουμε εδώ ότι, εξαιτίας του επικίνδυνου περιεχομένου της παράστασης, επιβλήθηκαν ειδικά μέτρα ασφαλείας και αυστηροί έλεγχοι κατά την είσοδο των θεατών στον χώρο του θεάτρου.

Αρρηκτα συνδεδεμένη με την επικαιρότητα των τελευταίων δεκαετιών είναι και η προτελευταία παράσταση του “Θεάτρου του Ηλιου”, “Η χρυσή νήσος”, η οποία μετατρέπεται σε παρατηρητήριο κοινωνικοπολιτικών γεγονότων που καταγράφονται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, όπως, ενδεικτικά, η σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν, η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, η εισβολή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν ή η διαφθορά και η οικονομική εκμετάλλευση σε βάρος του περιβάλλοντος, το κίνημα υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ, οι εξορίες, οι γυναικοκτονίες, η διασπορά ψευδών ειδήσεων, η μοναξιά και η απομόνωση των ηλικιωμένων, οι επιπτώσεις της πανδημίας και η στρεβλή διαχείρισή της. Το θέμα της πανδημίας εντάσσεται στην παράσταση με τη μορφή του θεάτρου εν θεάτρω που ένας ιαπωνικός θίασος του Μπούνια Νίνγκιο αναπαριστά στη σκηνή με μορφή κουκλοθεάτρου».