Υπάρχουν έργα που δεν ανήκουν απλώς στην ιστορία της μουσικής, αλλά λειτουργούν πάντα ως ανοιχτά πεδία δοκιμής: για τους ερμηνευτές, για το κοινό, για την ίδια την έννοια της πνευματικότητας στον σύγχρονο κόσμο. Ο «Εσπερινός της Υπεραγίας Θεοτόκου» («Vespro della Beata Vergine») του Κλάουντιο Μοντεβέρντι, που την 28η Δεκεμβρίου θα ακουστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα, είναι ένα τέτοιο έργο: Κορυφαίο δείγμα λατρευτικής μουσικής, εκδόθηκε στη Βενετία το 1610, εποχή που ο συνθέτης του στεκόταν ανάμεσα στην πολυφωνική παράδοση της Αναγέννησης και στον νέο, θεατρικό, μονωδιακό λόγο της πρώιμης όπερας και του μπαρόκ, δημιουργώντας ένα ηχητικό τοπίο όπου η παλαιά και η νέα μουσική γλώσσα συνυπάρχουν με πρωτοποριακό τρόπο.
«Στο έργο του Μοντεβέρντι βρίσκω μια συναισθηματική ένταση σχεδόν θεατρική, μια βαθιά ανθρώπινη πνευματικότητα»
Το αριστούργημα του Μοντεβέρντι θα παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από την Καμεράτα Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής σε όργανα εποχής. Συμμετέχουν η Χορωδία Δωματίου Αθηνών σε διεύθυνση του Αγαθαγγέλου Γεωργακάτου, η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη, η μεσόφωνος Θεοδώρα Μπάκα και ο τενόρος Χουάν Σάντσο. Επικεφαλής, στον διπλό ρόλο του μαέστρου και του σολίστα, θα είναι ο Εμιλιανό Γκονζαλές Τορό, ο διάσημος ελβετός μαέστρος και τενόρος που έχει αφιερώσει την καριέρα του στην αναβίωση έργων του μπαρόκ και που λίγο πριν από την αθηναϊκή εμφάνισή του μας μιλάει για το έργο του και για το μέλλον της παλαιάς μουσικής σε έναν κόσμο που μοιάζει να έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη την αλήθεια και την πνευματικότητά της.
Θεωρείστε ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές του Μοντεβέρντι. Τι σημαίνει αυτός ο συνθέτης για εσάς;
«Ο Μοντεβέρντι είναι για εμένα μια θεμελιώδης μορφή, σχεδόν μια οικεία, τολμώ να πω, παρουσία. Είναι ο συνθέτης που μου δίδαξε ότι η μουσική μπορεί να είναι ταυτόχρονα “σάρκα”, λόγος και πνευματικότητα. Ο τρόπος με τον οποίο αφήνει τη μουσική να αναδύεται από το κείμενο, την αναπνοή και το συναίσθημα συντονίζεται βαθιά με τη δική μου αντίληψη για το τραγούδι και το μουσικό θέατρο. Αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή· προσωπικά, με συνοδεύει από τα πρώτα μου βήματα και συνεχίζει να τροφοδοτεί κάθε στάδιο της διαδρομής μου».
Τι ήταν εκείνο που σας προσέλκυσε αρχικά στην παλαιά μουσική, στα μεγάλα αριστουργήματα του 17ου και 18ου αιώνα, και ειδικότερα στα θρησκευτικά έργα του Μοντεβέρντι;
«Η παράδοξη ελευθερία που σου χαρίζει αυτή η μουσική: μια εξαιρετικά κωδικοποιημένη γραφή που, παρ’ όλα αυτά, αφήνει τεράστιο χώρο στον ερμηνευτή, στη φαντασία του, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο θα εκφραστεί. Στο έργο του Μοντεβέρντι – και ιδίως στη θρησκευτική μουσική του – βρίσκω μια συναισθηματική ένταση σχεδόν θεατρική, μια βαθιά ανθρώπινη πνευματικότητα. Αυτή η μουσική μιλάει άμεσα σε όλο μου το είναι, στοχεύει βαθιά μέσα στην ψυχή του ακροατή».
Ενα έργο όπως ο «Εσπερινός της Υπεραγίας Θεοτόκου» πόσο διαφορετικά ακούγεται σήμερα από όσο ακουγόταν την πολύ μακρινή εποχή που πρωτοπαίχθηκε; Πόσο σημαντική είναι για εσάς η ιστορικά τεκμηριωμένη ερμηνεία, στον βαθμό τουλάχιστον που μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
«Δεν μπορούμε ποτέ να αναδημιουργήσουμε πραγματικά αυτό που ίσως άκουγε ο ίδιος ο Μοντεβέρντι, τον ήχο που απολάμβανε το κοινό εκείνης της εποχής. Ούτε είναι αυτός ο στόχος μου. Η, όσο γίνεται, ιστορικά τεκμηριωμένη ερμηνεία είναι βεβαίως, για εμένα, ένα απολύτως απαραίτητο σημείο εκκίνησης: προσφέρει ένα πλαίσιο, είναι, ας πούμε, οι βασικοί κανόνες γραμματικής για την κατανόηση μιας γλώσσας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όμως, επιδιώκω να ενσωματώσω έναν ζωντανό λόγο που να μιλά στη δική μας εποχή. Επιτρέπω στον εαυτό μου ελευθερία μόνο όταν αυτή η ελευθερία καθοδηγείται και υποστηρίζεται από το κείμενο, τη ρητορική και το συναίσθημα – που δεν λειτουργεί απλώς ως ένα εντυπωσιακό εφέ».
Ποιες είναι οι ιδιαίτερες προκλήσεις αλλά και η γοητεία του διπλού σας ρόλου; Οταν δηλαδή εμφανίζεστε ως τενόρος και ως μαέστρος στην ίδια παράσταση όπως θα κάνετε και στην Αθήνα;
«Η κύρια πρόκληση αφορά την ισορροπία: Πώς να παραμένω πλήρως αφοσιωμένος ως τραγουδιστής στο τραγούδι μου, διατηρώντας ταυτόχρονα μια συνολική εικόνα του έργου το οποίο διευθύνω. Αυτή η διαδικασία, όμως, αποτελεί και έναν τεράστιο πλούτο. Το τραγούδι και η ταυτόχρονη διεύθυνση μου επιτρέπουν να βιώνω τη μουσική τόσο από μέσα όσο και από έξω, να αναπνέω μαζί με τους μουσικούς και τους τραγουδιστές και να συντονίζω την κυκλοφορία της ενέργειας. Αυτή η προσέγγιση απηχεί την αντίληψή μου για την ερμηνεία της μουσικής δωματίου και το μοίρασμά της με το κοινό».
Ως ιδρυτής του συνόλου I Gemelli, που ερμηνεύει μπαρόκ μουσική, πώς αντιλαμβάνεστε την αποστολή σας; Ποιο είναι το καλλιτεχνικό όραμά σας και ποιος ο στόχος;
«Το σύνολο I Gemelli γεννήθηκε από την επιθυμία μου να τοποθετηθεί ξανά η φωνή στο κέντρο – όχι ως όχημα δεξιοτεχνίας, αλλά ως φορέας νοήματος, θεατρικής πράξης και συναισθήματος. Αυτή η οπτική διαμορφώνει άμεσα την προσέγγισή μου στον Μοντεβέρντι: ακραία προσοχή στο κείμενο, την προσωδία και το χρώμα των λέξεων. Στόχος του συνόλου είναι να προσφέρει ερμηνείες απαιτητικές αλλά και εύληπτες, προσβάσιμες από το κοινό. Ερμηνείες όπου η παλαιά μουσική γίνεται και πάλι μια πλήρως ζωντανή εμπειρία».
Με τα χρόνια, πώς έχουν εξελιχθεί οι ερμηνείες σας; Εχει αλλάξει η οπτική σας για τον Μοντεβέρντι;
«Ναι, βαθιά. Με τον χρόνο έμαθα να αφαιρώ, να εμπιστεύομαι τη σιωπή και την απλότητα. Εκεί όπου κάποτε αναζητούσα την ένταση μέσα από θεατρικές χειρονομίες και έντονη εκφραστικότητα, σήμερα τη βρίσκω συχνά στην εγκράτεια. Ο Μοντεβέρντι μου φαίνεται ολοένα και πιο σύγχρονος – ακόμη και ριζοσπαστικός – και με ένα βάθος σχεδόν ιλιγγιώδες».
Πόσο σημαντική είναι για εσάς η χρήση οργάνων εποχής και πώς επηρεάζει αυτό τον συνολικό ήχο και την ατμόσφαιρα;
«Τα όργανα εποχής είναι ουσιώδη, όχι από δογματισμό, αλλά επειδή διαμορφώνουν την αναπνοή, το χρώμα και την ηχητική ισορροπία. Δημιουργούν έναν ακουστικό χώρο μέσα στον οποίο η φωνή μπορεί να αναπτυχθεί φυσικά, χωρίς πίεση. Ο ήχος γίνεται πιο εύθραυστος, πιο ανθρώπινος, και είναι ακριβώς αυτή η ευθραυστότητα που με συγκινεί και που μοιάζει σωστή για αυτό το ρεπερτόριο».
Ποια θεωρείτε ότι είναι η σημασία της θρησκευτικής μουσικής του πρώιμου μπαρόκ στον 21ο αιώνα;
«Αυτή η μουσική μού φαίνεται επιτακτικά επίκαιρη σήμερα. Θέτει θεμελιώδη ερωτήματα για την πίστη, την αμφιβολία, το φως, τον πόνο και την υπέρβαση – ερωτήματα καθολικά. Ακόμη και πέρα από κάθε θρησκευτική πίστη, προσφέρει έναν χώρο περισυλλογής, αναπνοής, σχεδόν ως μια μορφή αντίστασης στον θόρυβο του κόσμου».
Και πώς βλέπετε το μέλλον της ερμηνείας της παλαιάς μουσικής; Οι νεότερες γενιές μουσικών μπορούν να φέρουν νέους, ανανεωτικούς τρόπους ερμηνείας;
«Είμαι πολύ αισιόδοξος. Βλέπω να αναδύεται μια ανοιχτόμυαλη γενιά – μια γενιά που πλέον δεν αντιπαραθέτει στείρα την παράδοση με τη νεωτερικότητα. Οι νέοι μουσικοί τολμούν, αμφισβητούν και διασταυρώνουν πεδία, ενώ ταυτόχρονα εργάζονται με μεγάλη σοβαρότητα πάνω στις ιστορικές πηγές. Οσο η παλαιά μουσική προσεγγίζεται ως μια ζωντανή τέχνη, το μέλλον της, κατά τη γνώμη μου, είναι εξαιρετικά ελπιδοφόρο».
INFO
«Claudio Monteverdi: Vespro della Beata Vergine»: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αίθουσα
«Χρήστος Λαµπράκης»,
στις 28 Δεκεµβρίου.





